ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

06 Μαρτίου 2022

Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΕΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΠΑΙΔΙΑ. «Βουτιά» κάνει ο πληθυσμός γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. 100 εργαζόμενοι θα συντηρούν 169 συνταξιούχους στην Ελλάδα το 2060.

 


ΚΑΣΝΕΡ Ή ΚΟΥΣΝΕΡ. Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΩΝ ΚΟΥΣΝΕΡ Ή ΚΑΣΝΕΡ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.

 



Ο ΕΒΡΑΙΟΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΓΙΟΥΒΑΛ ΝΩΕ ΧΑΡΑΡΙ: "Γιατί ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει χάσει ήδη τον πόλεμο. Στο πιστοποιητικό θανάτου της ρωσικής αυτοκρατορίας θα είναι γραμμένο το όνομα του Πούτιν".





Η εξέλιξη της γονιμότητας και των γεννήσεων στην Ελλάδα ακολουθούν διαφορετικές πορείες τα τελευταία χρόνια.


Σε μία φάση συρρίκνωσης έχει εισέλθει εξέλιξη ο πληθυσμός γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία στην Ελλάδα με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του αριθμού των γεννήσεων.


Επιπρόσθετα, με δεδομένο ότι, ανεξάρτητα από την επίπτωση της πρόσφατης πανδημίας, ο αριθμός των θανάτων αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης, το ισοζύγιο γεννήσεις – θάνατοι θα παραμείνει και τις δυο επόμενες δεκαετίες αρνητικό. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι προφανές: τα επόμενα χρόνια, χωρίς εισροή αλλοδαπών, οι ρυθμοί μεταβολής του πληθυσμού της χώρας μας θα παραμείνουν έντονα αρνητικοί.


Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αποτελέσματα έρευνας του καθηγητή Δημογραφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χρήστου Μπάγκαβου, και παρατίθενται στο τελευταίο ψηφιακό τεύχος της σειράς «FlashNews» που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενου από τον ΕΛΚΕ του Παν. Θεσσαλίας) ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».


Τρεις χρονικές περίοδοι

Ο κ. Μπάγκαβος διακρίνει τρεις χρονικές περίοδοι, στις οποίες η εξέλιξη της γονιμότητας και των γεννήσεων ακολουθούν διαφορετικές πορείες. Η πρώτη αφορά το 1975-1980 όπου, ενώ ο δείκτης γονιμότητας μειώνεται κατά 4% (από 2,33 σε 2,23 παιδιά/γυναίκα) ο αριθμός των γεννήσεων αυξάνεται κατά 4% (από 142 σε 148 χιλιάδες).


Η δεύτερη την περίοδο 1990-1999 όπου ενώ ο δείκτης γονιμότητας μειώνεται κατά 12% (από 1,39 σε 1,23 παιδιά/γυναίκα), ο αριθμός των γεννήσεων παραμένει σχετικά σταθερός (100 – 102 χιλιάδες).


Η τρίτη περίοδος αφορά το 2013-2020, όπου η μείωση των γεννήσεων κατά 11% συνδυάζεται με μια ασθενή τάση αύξησης της γονιμότητας, το επίπεδο της οποίας το 2020 είναι περίπου κατά 7% υψηλότερο από αυτό του 2013. Η μείωση του πληθυσμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχει ξεκινήσει πριν από την οικονομική κρίση και επηρέασε ήδη πτωτικά την εξέλιξη του αριθμού των γεννήσεων μέχρι σήμερα.


Η μείωση αυτή είναι συνέπεια αφενός μεν της σημαντικής μείωσης των γεννήσεων στη δεκαετία του 1980 (μείωση μεγαλύτερη του 30% μεταξύ 1980 και 1990), αφετέρου δε της μετανάστευσης (της εξόδου δηλαδή από την χώρα μας νέων αναπαραγωγικής ηλικίας την τελευταία δεκαετία). Για να το πούμε διαφορετικά, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, η μείωση του αριθμού των γεννήσεων δεν θα πρέπει να αποδίδεται μόνον στην μείωση της γονιμότητας την περίοδο που χρονικά ταυτίζεται με την οικονομική κρίση καθώς, ακόμη και αν η κρίση αυτή δεν υπήρχε (και αν υποθέσουμε ακόμη ότι και τάση αύξησης των δεικτών γονιμότητας της περιόδου 2003-2008 συνεχιζόταν και την επόμενη δεκαετία), η μείωση του αριθμού των γεννήσεων δεν θα είχε αποτραπεί, εξαιτίας της συρρίκνωσης του πληθυσμού των γυναικών 15-49 ετών.


Ειδικότερα, αναφέρει ο κ. Μπάγκαβος, η μείωση των γεννήσεων ανάμεσα στο 2008 και το 2020, οφείλεται κατά 77% στη μείωση του πλήθους των γυναικών 15-49 ετών και μόνον κατά 23% στην πτώση των δεικτών γονιμότητας.


Ποιες είναι οι προοπτικές εξέλιξης του αριθμού των γεννήσεων τα επόμενα χρόνια;

Τα αποτελέσματα των δημογραφικών προβολών του 2019 της EUROSTAT οι οποίες εκπονήθηκαν πριν από την πρόσφατη πανδημία αλλά λαμβάνουν υπόψη την οικονομική κρίση, δείχνουν ότι, ακόμη και αν έχουμε ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της τάξης των 260 χιλιάδων την περίοδο 2020-2040, τότε και πάλι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας θα μειωθεί περισσότερο από 20% με αποτέλεσμα χωρίς καμία μεταβολή των δεικτών γονιμότητας, τη μείωση των γεννήσεων κατά 13% ανάμεσα στο 2020 και το 2030και σε την σταθεροποίησή τους (-1%) ανάμεσα στο 2030 και το 2040.


Αν δε υιοθετήσουμε και ένα από τα σενάρια των προβολών της EUROSTAT για την γονιμότητα (αύξηση των δεικτών της την εικοσαετία 2020-2040 κατά 7%), αναφέρει ο κ. Μπάγκαβος, τότε η μείωση αυτή των γεννήσεων απλώς θα επιβραδυνθεί χωρίς να ανακοπεί (οι γεννήσεις θα μειωθούν κατά 10% ανάμεσα στο 2020 και το 2030 και θα αυξηθούν κατά μόλις 2% ανάμεσα στο 2030 και το 2040).


Ερωτήματα

Ο συγγραφέας στην ίδια εργασία θέτει κα το ερώτημα εάν τα επόμενα χρόνια μπορεί να αποφευχθεί η περαιτέρω μείωση των γεννήσεων έτσι ώστε αυτές να παραμένουν γύρω από τις 85.000. Για να επιτευχθεί αυτό σημειώνει απαιτείται μια αύξηση των δεικτών γονιμότητας από 1,4 παιδιά ανά γυναίκα το 2020 σε 1,6 το 2040, μια αύξηση δηλαδή διπλάσια από την υπόθεση που υιοθετείται στις προβολές της EUROSTAT του 2019 (προβολές που έγιναν πριν την πανδημία). Εκτιμά δε ότι η αύξηση αυτή είναι πολύ λίγο πιθανή καθώς η εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας την δεκαετία που διανύουμε θα επηρεαστεί πιθανότατα και από την πανδημία και δεν αποκλείεται οι δείκτες γονιμότητας να κινηθούν όχι ανοδικά αλλά ακόμη και πτωτικά, με αποτέλεσμα το 2020-2040 να έχουμε ακόμη λιγότερες γεννήσεις από αυτές που θα είχαμε εν απουσία της υγειονομικής κρίσης.


Σχολιάζοντας τα ευρήματα αυτά στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο καθηγητής Δημογραφίας και επιστημονικός υπεύθυνος του προαναφερθέντος ερευνητικού προγράμματος κ. Βύρων Κοτζαμάνης δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι: «Με δεδομένη τη συνέχιση της τάσης μείωσης του πληθυσμού των νέων σε ηλικία απόκτησης παιδιών, οι γεννήσεις στη χώρα μας δεν αναμένεται να αυξηθούν τις δυο επόμενες δεκαετίες ακόμη και αν οι νέοι αυτοί αποφασίσουν να κάνουν περισσότερα παιδιά από τους γονείς τους.



Επομένως η οφειλόμενη στο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων μείωση του πληθυσμού μας θα είναι ακόμη μεγαλύτερη τις δυο επόμενες δεκαετίες συγκρινόμενη με αυτήν του 2011-2020, καθώς οι θάνατοι θα έχουν αυξητική τάση. Εάν δε και το μεταναστευτικό ισοζύγιο (είσοδοι –εξόδιο ) συνεχίσει να είναι αρνητικό (όπως την προηγούμενη- δεκαετία) ο πληθυσμός μας θα μειωθεί ανάμεσα στο 2021 και στο 2040 κατά περισσότερο από 950 χιλιάδες που θα είναι και η αναμενόμενη σωρευτική υπεροχή στην εικοσαετία αυτή των θανάτων έναντι των γεννήσεων…».



100 εργαζόμενοι θα συντηρούν 169 μη απασχολούμενους στην Ελλάδα το 2060.


Η μελέτη επίσης προειδοποιεί ότι μερικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (όπως η Ελλάδα) μπορεί να αντιμετωπίσουν περαιτέρω συρρίκνωση πληθυσμού έως το 2060
Οι Ευρωπαίοι μπορούν να προσβλέπουν σε ζωές πιο μακριές, υγιείς και δραστήριες, χάρη στις συνεχείς προόδους στη βιοϊατρική και στην ποιότητα ζωής, που έχουν ως αποτέλεσμα το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ενός ανθρώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι σήμερα περίπου τα 81 έτη, εννέα χρόνια πάνω από το μέσο παγκόσμιο όρο.

Το προσδόκιμο ζωής του μέσου Ευρωπαίου προβλέπεται ότι στο μέλλον θα αυξάνεται κατά δύο χρόνια ανά δεκαετία. Αν αυτή η τάση όντως επιβεβαιωθεί, τότε -σύμφωνα με μια νέα μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων- το 2060 το 32% του πληθυσμού της ΕΕ, δηλαδή σχεδόν ο ένας στους τρεις κατοίκους, θα είναι άνω των 65 ετών, έναντι ποσοστού 19% το 2015 και μόνο 13% το 1960.

Επιπλέον, έως το 2060 η ΕΕ θα διαθέτει ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό (215 εκατομμύρια έναντι 245 εκατομμυρίων το 2015), αλλά ακόμη καλύτερα μορφωμένο (το 59% θα έχει μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2060, έναντι 35% το 2015). Όμως επειδή, αν και πιο μορφωμένοι, οι μελλοντικοί Ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα είναι συνολικά λιγότεροι λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, αυτό θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα και το κράτος πρόνοιας. Λιγότεροι εργαζόμενοι θα πρέπει να υποστηρίζουν με τις εισφορές τους περισσότερους ηλικιωμένους και συνταξιούχους, οι οποίοι θα εξαρτώνται από τους πρώτους.

Η αναλογία ανενεργού-ενεργού πληθυσμού -δηλαδή ο βαθμός εξάρτησης των συνταξιούχων και λοιπών μη απασχολούμενων από τους εργαζόμενους- ήταν περίπου 1,05 στην ΕΕ το 2015 (δηλαδή 105 μη εργαζόμενοι ήσαν εξαρτημένοι από 100 εργαζόμενους) και προβλέπεται -με τις σημερινές τάσεις- να αυξηθεί στο 1,36 το 2060, αν και θα υπάρχουν μεγάλες διαφορές από χώρα σε χώρα. Χώρες που συνδυάζουν υπογεννητικότητα, υψηλό προσδόκιμο ζωής και χαμηλή απασχόληση, θα έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Για την Ελλάδα π.χ. προβλέπεται αναλογία 1,69 (169 μη εργαζόμενοι θα εξαρτώνται από 100 εργαζόμενους) και για την Ιταλία 1,72, ενώ στο άλλο άκρο θα βρίσκονται χώρες όπως η Σουηδία (1,04) και η Δανία (1,05).

Η μελέτη του JRC εξετάζει διάφορα σενάρια για να βελτιωθεί η κατάσταση. Από τις τρεις βασικές κυριότερες επιλογές (αύξηση της γεννητικότητας, της εισροής μεταναστών από χώρες εκτός ΕΕ και της απασχόλησης), οι ερευνητές θεωρούν πιο κρίσιμο να διευρυνθεί η απασχόληση. Δηλαδή ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, που βρίσκεται σε ηλικία για εργασία, να βρίσκει όντως δουλειές. Μεταξύ άλλων, αυτό αφορά την περαιτέρω διεύρυνση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα, προτείνεται να ενθαρρυνθεί και η συνέχιση της εργασίας πέρα από τα 65 χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση, η ηλικία των 65 δεν πρέπει πια να θεωρείται συνώνυμη με το τέλος της παραγωγικής ζωής ενός ανθρώπου και η ηλικία συνταξιοδότησης πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη στο μέλλον.

Αν όλα τα κράτη μέλη βελτίωναν έως το 2060 το ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού τους για να φθάσουν τις χώρες με την καλύτερη επίδοση σήμερα (π.χ. Σουηδία), τότε η ΕΕ δεν θα εξαρτιόταν τόσο από την αύξηση της εισροής μεταναστών ως εργατικού δυναμικού, ούτε από την αύξηση της γεννητικότητας.

Η έκθεση θεωρεί σημαντική τη μετανάστευση για τις μελλοντικές δημογραφικές εξελίξεις στην ΕΕ, τόσο για το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, όσο και του συνολικού πληθυσμού της Ευρώπης. Χωρίς καθόλου έξωθεν μετανάστευση, ο πληθυσμός της ΕΕ προβλέπεται ότι -λόγω υπογεννητικότητας- θα μειωθεί στα 466 εκατομμύρια το 2060, δηλαδή στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980, ενώ με τη μετανάστευση, μπορεί να φθάσει τα 521 εκατομμύρια.

Όμως, από την άλλη, η έκθεση επισημαίνει ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να επιβραδύνει σημαντικά τη γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού (η οποία θεωρείται δημογραφικά σχεδόν αναπότρεπτη), ούτε να λύσει από μόνη της τη δυσμενή αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με τα σενάρια της μελέτης, ακόμη και με διπλάσια μετανάστευση, που θα αυξήσει τον πληθυσμό της ΕΕ στα 632 εκατομμύρια το 2060, το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών δεν θα υποχωρήσει κάτω από το 29% (ενώ χωρίς καθόλου μετανάστευση, από την άλλη, θα έφθανε το 34%). Αν εξάλλου η γεννητικότητα αυξηθεί κατά 25%, το ποσοστό του πληθυσμού της τρίτης ηλικίας το 2060 υπολογίζεται γύρω στο 30%. Με άλλα λόγια, μετανάστευση και γεννητικότητα είναι ανεπαρκείς, χωρίς να «βάλει το χεράκι» της η διεύρυνση της απασχόλησης.

Το πρόβλημα της Ελλάδας

Πριν ενάμισι αιώνα, η Ευρώπη είδε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της να φεύγει για το Νέο Κόσμο, κυρίως τις ΗΠΑ. Μεταξύ 1850-1913 πάνω από 40 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μετανάστευσαν. Τώρα η κατάσταση έχει αντιστραφεί και η Ευρώπη υποδέχεται κύματα μεταναστών. Αλλά, σύμφωνα με τη μελέτη, σε μερικές χώρες της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, λόγω και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, στο ισοζύγιο των ροών της μετανάστευσης (πόσοι φεύγουν από τη χώρα και πόσοι έρχονται σε αυτήν) η ζυγαριά εξακολουθεί να γέρνει υπέρ των εκροών, καθώς η μορφωμένη νέα γενιά αναζητά καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες.

Η μελέτη επίσης προειδοποιεί ότι μερικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (όπως η Ελλάδα) μπορεί να αντιμετωπίσουν περαιτέρω συρρίκνωση πληθυσμού έως το 2060, αλλά και γήρανση του, καθώς -παράλληλα με την ενδημική υπογεννητικότητα τους- συνεχίζουν να μεταναστεύουν σε άλλες χώρες δυναμικά τμήματα του εργατικού δυναμικού τους, ένα φαινόμενο που εν μέρει οφείλεται στη «διαρροή εγκεφάλων». Για τη Ρουμανία, για παράδειγμα, προβλέπεται ότι -με τη σημερινή τάση- ο πληθυσμός της θα μειωθεί από 19,9 εκατομμύρια το 2015 σε 13,8 εκατομμύρια το 2060 (μείωση 30%). Αν όμως σταματούσε η μετανάστευση Ρουμάνων σε άλλες χώρες της ΕΕ, τότε η μείωση του ρουμανικού πληθυσμού θα ήταν περίπου η μισή (14%) έως το 2060.

Οι επίμονες αποκλίσεις και ανισότητες στους μισθούς, στην ανεργία και στο επίπεδο ζωής στο εσωτερικό της ΕΕ τροφοδοτούν την ενδο-ευρωπαϊκή μετανάστευση με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση και από Νότο προς Βορρά. Η έκθεση εισηγείται να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης της οικονομικής και συνοχής μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ώστε να μη χρειάζεται να μεταναστεύει το εργατικό δυναμικό από τις χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης προς τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης.

Η συγκράτηση του εργατικού δυναμικού -ιδίως του πιο μορφωμένου- στις χώρες καταγωγής του στην ΕΕ κρίνεται αναγκαία, αφενός επειδή έτσι θα στηριχθούν καλύτερα τα εθνικά ασφαλιστικά συστήματα και το κράτος πρόνοιας, αφετέρου οι νεότεροι και πιο μορφωμένοι εργαζόμενοι θα είναι ικανότεροι να αξιοποιήσουν τα οφέλη της αυτοματοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό θα τους βοηθήσει να προσαρμοσθούν καλύτερα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Από τα μέσα του 2014 μέχρι σήμερα, η ΕΕ έχει δημιουργήσει περίπου 12,4 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Με περίπου 241 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες να δουλεύουν, η απασχόληση στην ΕΕ έφθασε σε επίπεδα ρεκόρ στο πρώτο τρίμηνο του 2019. Όμως η Ευρώπη πρέπει να τα καταφέρει ακόμη καλύτερα στο μέλλον, ώστε να βελτιωθούν κι άλλο οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στην Ευρώπη και να συμμετάσχει ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού στην αγορά εργασίας.

Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει αφενός να υπάρχουν νέες δουλειές καλά αμειβόμενες και αφετέρου οι εργαζόμενοι να έχουν τις ζητούμενες (ολοένα πιο ψηφιακές) δεξιότητες. Η έκθεση τονίζει την ανάγκη να ενισχυθούν οι επενδύσεις στην ΕΕ, να τονωθεί η καινοτομία και η παραγωγικότητα και να γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που θα αυξήσουν τα ποσοστά απασχόλησης και θα μειώσουν την ανεργία. Σήμερα η ανεργία στην ΕΕ είναι μεγαλύτερη μεταξύ των ατόμων χαμηλής ειδίκευσης και στο μέλλον αναμένεται να υπάρχουν ακόμη λιγότερες δουλειές με χαμηλές απαιτήσεις.

Την ίδια περίοδο 2020-2060 προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδίως στην Αφρική και στην Ασία, άρα και οι μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη. Οι ροές αυτές μπορεί να ενταθούν και για άλλους λόγους (πέρα από την ανασφάλεια λόγω των εμπόλεμων συγκρούσεων, την έλλειψη οικονομικών ευκαιριών, την ανεπάρκεια των υποδομών κ.α.), όπως είναι η κλιματική αλλαγή. Το «κλειδί» για να μπει ένα ‘φρένο’ σε αυτή την πληθυσμιακή αύξηση, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι να βελτιωθεί το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων, ιδίως των κοριτσιών και γυναικών, σε αυτές τις ηπείρους, καθώς η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η μόρφωση και ο οικογενειακός προγραμματισμός πάνε χέρι-χέρι.

Αλλά ακόμη και με βελτίωση της εκπαίδευσης, ο παγκόσμιος πληθυσμός εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 9,6 δισεκατομμύρια το 2060, δηλαδή περίπου δύο δισεκατομμύρια μεγαλύτερος σε σχέση με σήμερα και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης (το 57%) θα προέρχεται από τη -γειτονική στην Ευρώπη- Αφρική.


ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...