Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΜΟΥΚΑΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΡΗ
Στις 15 Μαΐου 2016
τιμήθηκαν στο Μελανιός τα χιλιάδες θύματα της τουρκικής θηριωδίας και
εκδικητικότητας που έμεινε γνωστή ως Η Σφαγή της Χίου και
εκτός των άλλων άλλαξε τον ρου της Ιστορίας, αφού άλλαξε την ευρωπαϊκή
διπλωματία υπέρ των δικαίων της Ελλάδας και του Αγώνα για Ελευθερία.
(Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΜΑΝΗΣ)
Από την εκδήλωση στο Μελανιός μεταφέρουμε αυτούσια τη
συγκλονιστική ομιλία του καθηγητή κ. Κων. Ε. Φραγκομίχαλου.
«Σεβασμιώτατε, Αξιότιμοι Εκπρόσωποι των Αρχών, λοιπό ευσεβές Εκκλησίασμα, Προσκυνητές σήμερα όλοι εμείς ευλαβείς της μνήμης των μαρτυρικών θυμάτων της Χιακής Σφαγής, ας αναγνώσουμε αποσπασματικά από το Μεγάλο Μαρτυρολόγιο του ΄Εθνους και της Φυλής τη σχετική περικοπή, η οποία αποτελεί κατά γενική ομολογία την πλέον συγκλονιστική του αγώνα για την Εθνική μας Παλιγγενεσία.
Η Χίος των προεπαναστατικών χρόνων αποτελούσε την πλέον ακμάζουσα και ευημερούσα ελληνική περιοχή, όχι χάρη στα προνόμιά της, όπως συνήθως λέγεται (διότι και άλλες περιοχές απολάμβαναν τα αυτά προνόμια χωρίς να σημειώσουν την ανάλογη ακμή), αλλά κυρίως χάρη στην εργατικότητα, την προοδευτικότητα και προπάντων στη σύνεση των κατοίκων της, στοιχείο που είχε ήδη είχε επισημάνει και ο ιστορικός Θουκυδίδης από την αρχαιότητα.
Ο πόθος της Χίου για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία δεν ήταν έναντι άλλων ελληνικών περιοχών λιγότερο διακαής, και αρκετά τέκνα της συνέβαλαν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή, περιοριζόμενοι να μνημονεύσουμε τους Ευστράτιο Αργέντη και Αντώνιο Κορωνιό που συνεμαρτύρησαν με τον Ρήγα Φεραίο, τους δύο Χίους αρχιερείς, Ανδριανουπόλεως και Εφέσου, που συναπαγχονίσθηκαν με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, και εκείνον που με το έργο και τη διδασκαλία του συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην ανάσταση την εθνική, δηλαδή τον Αδαμάντιο Κοραή.
Ωστόσο, το 1821 λόγοι κοινωνικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί καθιστούσαν τη Χίο απρόσφορη για επανάσταση, και για τούτο και η Φιλική Εταιρεία απέφυγε να γνωστοποιήσει το κήρυγμά της σε αυτή.
Ο αιφνίδιος, επομένως, και εκ του προχείρου κατάπλους του Υδραϊκού στόλου στις 23 Απριλίου του 1821 στη Χίο, προκειμένου να την εξεγείρει σε επανάσταση, αποτελούσε απερισκεψία. Και βέβαια ο στόλος άπρακτος μετά εξαήμερον αποπλέει, έχοντας όμως εν τω μεταξύ γίνει η αφορμή να προβούν οι Τούρκοι σε καταπιεστικότατα σε βάρος των κατοίκων μέτρα, να τους αφοπλίσουν, να φυλακίσουν τον μητροπολίτη και τους προκρίτους, και το σοβαρότερο να αποστείλει η Πύλη ως διοικητή άτομο αδίστακτο, σκληρό, με αβυσσαλέα ψυχή, απύθμενο φυλετικό μίσος και θρησκευτικό φανατισμό, τον Βαχίτ.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες η επακολουθήσασα στις 10 Μαρτίου του επομένου έτους Σαμιακή εκστρατεία συνιστούσε παραλογισμό, για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο χαρακτηρισμό, και απέληξε μετά από δέκα εννέα ημέρες σε πλήρη αποτυχία, με τους Σαμιώτες στο μεγαλύτερο μέρος τους να σπεύδουν, επί τη εμφανίσει του Τουρκικού στόλου, να εγκαταλείψουν τη νήσο, για να επακολουθήσει σε αυτήν η ανείπωτη τραγωδία.
Ο εν λόγω στόλος εκ 47 πλοίων με 7.000 ενόπλους υπό τον Καρά Αλή καταπλέει στη νήσο τη Μεγάλη Πέμπτη, 30 Μαρτίου, με την σουλτανική εντολή όλη η νήσος, πλην των 21 Μαστιχοχώρων, να καταστραφεί, προκειμένου να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε σχεδιάζουσα να επαναστατήσει περιοχή. Να κατασφάζονται τα νήπια αδιακρίτως φύλου έως τριών ετών, τα αγόρια και οι άνδρες από 12 και άνω ετών και οι γυναίκες άνω των 40 ετών. Να αιχμαλωτίζονται, πωλούμενοι ως σκλάβοι, τα κορίτσια και οι γυναίκες από 3 έως 40 ετών καθώς και τα αγόρια από 3 έως 12 ετών. και να χαρίζεται η ζωή μόνο σε νέους ηλικίας από 12 έως 20 ετών, εφόσον θα ασπάζονταν τον ισλαμισμό.
Συγχρόνως με το στόλο άρχισαν να καταπλέουν στη νήσο – σε καθημερινή βάση και επί τετράμηνο – σμήνη πλοιαρίων με άτακτα στίφη, που συνέρρεαν για εκδίκηση, ληστεία, λαφυραγωγία, σύλληψη σκλάβων και φόνο όσο το δυνατόν περισσότερων Χριστιανών, καθώς ο Βαχίτ, τους προσέφερε αδρότατη αμοιβή για κάθε προσκομιζόμενη σε αυτόν κεφαλή. Δερβίσηδες δε, που συνόδευαν τακτικούς και ατάκτους, γαλβάνιζαν αδιακόπως το φανατισμό και τη μανία τους για φόνο και καταστροφή.
Οι ολίγοι αμυνόμενοι, και ιδίως οι Χιώτες, εμποδίζουν όλη τη Μεγ. Πέμπτη την απόβαση, Όμως το πρωί της Μεγ. Παρασκευής με τη ανατροπή της τελευταίας εστίας άμυνας στην Τουρλωτή, οι 7.000 ένοπλοι του στόλου, 1.000 από το Φρούριο και τα εν τω μεταξύ καταφθάνοντα άτακτα στίφη εφορμούν κατά της πόλεως και προβαίνουν σε ολοκληρωτική καταστροφή και γενική σφαγή. Εισερχόμενοι στις οικίες κατασφάζουν τους ενοίκους, αφού πρώτα τους βασανίζουν για να τους παραδώσουν χρήματα ή τιμαλφή, και εν συνεχεία τα πάντα – οικίες, ναούς και λοιπά οικοδομήματα – αδιακρίτως τα πυρπολούν.
Τα διαδραματιζόμενα είναι ασφαλώς αδύνατον να περιγραφούν, και μόνο τα αναφερόμενα εν προκειμένω από τον σύγχρονο των συμβάντων Γάλλο ιστορικό και περιηγητή Πουκεβίλ θα μπορούσαν ίσως να παράσχουν εικόνα αμυδρή :
«Είναι αδύνατον», γράφει, «να παραστήσει ο κάλαμος ή ο άνθρωπος να φανταστεί, εάν δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, πόσα και ποία είδη τραγικών σκηνών ακολούθησαν σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, στη σχεδόν μη υπάρχουσαν πλέον Χίον. Ούτε όμως και ο αυτόπτης μάρτυρας μπορεί να ανακαλέσει τα πάντα στη μνήμη του, ούτε ο ακροατής μπορεί να πιστέψει, ότι αυτά συνέβησαν…
…Στους δρόμους σφάζουν αδιακρίτως. Στα σπίτια πνίγουν τους γέροντες, τις γυναίκες και τα παιδιά…ο φανατισμός και η βαρβαρότητα κρατατώντας στο χέρι το ξίφος και το δαυλό έσφαζαν, έκαιαν, αφάνιζαν….
…. Γυναίκες σύρονται από τα μαλλιά και βιάζονται εν μέσω νεκρών και θνησκόντων. Δερβίσες οινοβαρείς χορεύουν γύρω από τους σωρούς των πτωμάτων. Στρατιώτες συγκεντρωμένοι γύρω από την πυρά ασχολούνται άλλοι εις το να στήνουν πυραμίδες κεφαλών, στην κορυφή των οποίων μπήγουν τις σημαίες τους, και άλλοι εις το να κατασκευάζουν αρμαθιές από αυτιά, για να στολίσουν τις πρύμνες των οθωμανικών πλοίων. Οι δε εμίρηδες πετούν εις το αίμα και το βόρβορο των ρυακίων τις εικόνες του Χριστού και τα λείψανα των αγίων, βλαστημώντας τα μυστήρια του Σταυρού και τη θεότητα του Σωτήρος».
Ως συνέχεια και αδιάψευστη επιβεβαίωση των παραπάνω είναι όσα αναφέρει στα Απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Βαχίτ :
«Την άλλη ημέρα» (εννοεί το Μ. Σάββατο), «ο τοποτηρητής» (εννοεί τον εαυτό του) «συνέταξε λεπτομερή έκθεση των συμβάντων, θεωρημένο αντίγραφο της οποίας απέστειλε με ταχυδρόμο στην Κωνσταντινούπολη, φιλοτιμούμενος να συναποστείλει πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια των επαναστατών, μαζί και αυτιά των πιο επίσημων εξ αυτών, που όλα έσταζαν ακόμα αίμα. Και άλλα δύο φορτία με κομμένα αυτιά αποστατών κατοίκων της πόλεως, της κατωτέρας τάξεως».
Η σφαγή ήταν την πρώτη ημέρα γενική, και μόνο από τη δεύτερη, παρά τις αντιρρήσεις του Βαχίτ, ο Καρά Αλής διέταξε την εξαίρεση από αυτή των γυναικών και παιδιών, όχι φυσικά από οίκτο, αλλά για να αποκομίσει και ο ίδιος τεράστια κέρδη από την πώληση αυτών.
Το Μεγ. Σάββατο, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλεως, οι επιδρομείς τρέπονται στα προάστιά της, στα Καμπόχωρα και σε τόπους που λόγω της οχυρότητάς τους αποτελούσαν εστίες αντίστασης και καταφύγιο πολλών. Την Κυριακή του Πάσχα προσβάλλουν τη Μονή του Αγίου Μηνά, καταφύγιο τριών χιλιάδων ψυχών. Μετά την κάμψη της ισχυρής αντίστασης, επακολουθεί ανηλεής σφαγή, αιχμαλωσία και πυρπόληση του κατάμεστου από πλήθος χριστιανών ναού. Αλλά ας ακούσουμε εν προκειμένω τον ίδιο τον Βαχίτ :
«Ολους τους ευρισκόμενους στο μοναστήρι τους κατέσφαξαν, αιχμαλωτίσαντες τους νεότερους αμφοτέρων των φύλων. Τις δε αιμοσταγείς κεφαλές και τα αυτιά των θανατωθέντων εξαπέστειλαν στον τοποτηρητή, ο οποίος φιλοτιμήθηκε να ανταμείψει με αδρά δώρα την αφοσίωση και τη γενναιότητα των πολεμησάντων υπέρ της τιμής και της θρησκείας ηρωϊκών στρατιωτών».
Οι αυτές σκηνές διαδραματίζονται επίσης την ημέρα του Πάσχα στη Νέα Μονή, καταφύγιο ομοίως τριών περίπου χιλιάδων ψυχών, την επομένη στον ΄Αγιο Γεώργιο Συκούση, και τη Δευτέρα μετά του Θωμά στον Ανάβατο, όπου εκ των εκεί χιλίων ψυχών, μόνο δύο άνδρες διασώθηκαν και τα γυναικόπαιδα σκλαβώθηκαν. Επιφυλάσσεται δε η αυτή τύχη, παρά το γεγονός ότι ανήκαν στην περιοχή των Μαστιχοχώρων, στα Μοναστήρια των Χαλάνδρων και της Καλλιμασιάς.
Ο Ευγένιος
Ντελακρουά ήταν Γάλλος ρομαντικός ζωγράφος του 19ου αιώνα, ο οποίος επηρέασε
τη ζωγραφική συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του ιμπρεσιονισμού. Γεννήθηκε στο Σαρεντόν-Σαιντ-Μορίς στις 26
Απριλίου του 1798 και πέθανε στις 13 Αυγούστου του 1863. Οι πίνακες του είναι
εμπνευσμένοι από ιστορικά γεγονότα της Ελληνικής και της Γαλλικής Επανάστασης.
Ένας από αυτούς είναι «Η Σφαγή της Χίου». Ο
πίνακας αυτός το 1824 πήρε το Χρυσό Μετάλλιο Δευτέρας Τάξεως και σήμερα κοσμεί
το μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Σ’
αυτόν απεικονίζεται η τουρκική θηριωδία στο νησί της Χίου, όπου 200.000
άνθρωποι σφαγιάστηκαν, η πόλη και τα χωριά καταστράφηκαν και αφανίστηκε σχεδόν
όλος ο πληθυσμός του νησιού. Αυτός ο πίνακας αποτέλεσε μοχλό ανατροπής της
ευρωπαϊκής κοινής γνώμης προς την αξία του αγώνα των Ελλήνων για την
Εν τω μεταξύ την έβδομη ημέρα των σφαγών ο Καρά Αλής σε συνεννόηση με τον Βαχίτ εξαγγέλλει ψευδώς αμνηστία, «εξεύρημα διαβολικόν, δια να έρχονται τα θύματα μόνα των προς σφαγήν», όπως σημειώνει ο ιστορικός και θύμα των σφαγών Αλέξανδρος Βλαστός.
Οταν πολλοί πιστεύουν και επιστρέφουν στις ερειπωμένες οικίες τους, Καρά Αλής και Βαχίτ εξαπολύουν νέο κύμα σφαγής, το «δεύτερο γιουρούσι», όπως αποκλήθηκε, το οποίο απέβη ακόμη πιο φονικό.
Χίλιοι πεντακόσιοι χωραϊτες επιστρέφοντας από τα Μαστιχόχωρα, όπου είχαν καταφύγει για ασφάλεια, υποχρεώνονται να παραμείνουν στη θέση Βανακού της περιοχής Θολοποταμίου, προκειμένου, όπως τους είπαν, να οδηγηθούν στην πόλη ασφαλώς. Ο επικεφαλής του εκεί στρατιωτικού αποσπάσματος Ελέζογλου αγάς, σε μία κρίση προφανώς συνειδήσεως, θέλησε να διασώσει τους αθώους αυτούς ανθρώπους, για να λάβει την αμετάκλητη εντολή του Βαχίτ : «Όλοι αθώοι και ένοχοι πρέπει να εξοντωθούν. Η βούλησή μου είναι αυτή. Η Χίος πρέπει να καταστραφεί». Επακολουθεί ανηλεής σφαγή και πυρπολείται ο εκεί κατάμεστος κόσμου ναός, προκειμένου η διαδικασία της εξοντώσεως να επιταχυνθεί.
Δεκαπέντε χιλιάδες ενόπλων επιτίθενται στη συνέχεια εναντίον των Βορειοχώρων, προκειμένου να εξοντώσουν όχι μόνον τους κατοίκους αυτών, αλλά και τις χιλιάδες των καταδιωκομένων από την υπόλοιπη νήσο, οι οποίοι γυμνοί, ανυπόδητοι, διψασμένοι και νηστικοί διέσχιζαν βουνά και χαράδρες, σπεύδοντας στο εδώ Ακρωτήριο του Μελανιούς, απ’ όπου προσδοκούσαν να παραληφθούν από πλοία των Ψαρών και να σωθούν, κάτι όμως που τελικά δεν κατέστη, δυστυχώς, δυνατόν.
Γράφει αναφερόμενος στα Βορειόχωρα ο Βαχίτ : «Τα χωριά αυτά υποτάχθηκαν με αιματηρή μάχη, κατά την οποία έπεσαν από εμάς αρκετοί νεκροί, ενώ από εκείνους δεν έμεινε ίχνος ζωής ούτε περιουσίας. Τα σπίτια και οι καλύβες τους κατεκάησαν και οι ίδιοι κατεσφάγησαν, ενώ όσοι διέφευγαν έτρεχαν γυμνοί και εξουθενωμένοι στους κρημνούς και τους βάτους».
Οι επιδρομείς, εγκλωβίζοντας τελικά τις χιλιάδες των συγκεντρωμένων εδώ στο Μελανιός, προβαίνουν στην ανηλεή εξόντωσή τους, με βασανιστήρια μάλιστα και φρικαλεότητες πέραν πάσης φαντασίας. ΄Ολα αυτά, που έχουν καταγραφεί και υπό της Ιστορίας, τα παραλείπουμε την ώρα τούτη, καθώς υπερβαίνουν τα όρια κάθε συναισθηματικής αντοχής και ευαισθησίας.
Πολλές γυναίκες, βλέποντας τους επιδρομείς να πλησιάζουν και αναλογιζόμενες την τύχη που τις ανέμενε, έσπευδαν στον παρακείμενο υψηλό απότομο βράχο, τον αποκαλούμενο «Μαύρο Γκρεμό», και αφού έρριχναν από την κορυφή του τα τέκνα τους στη θάλασσα, κατακρημνίζονταν στη συνέχεια και οι ίδιες.
Δέκα περίπου χιλιάδες κατεσφάγησαν, το αίμα των οποίων κύλησε ποταμηδόν και έβαψε σε μεγάλη έκταση τη θάλασσα, όπως θρηνητικά ψάλλει και το σχετικό δίστιχο :
Εκεί στον Κάβο Μελανιός που έγινε ο θρήνος
Η θάλασσα κοκκίνισε, σκοτίστηκε ο ήλιος.
Στις δώδεκα περίπου χιλιάδες ανήλθαν τα αιχμάλωτα γυναικόπαιδα, που υποχρεώνονταν να μεταφέρουν πεζοπορώντας τις κεφαλές των προσφιλών τους στην πόλη, προκειμένου να παραδοθούν στον Βαχίτ.
Και ενώ εξελίσσονταν τα παραπάνω, στην πόλη άνοιγε η αυλαία έτερης τραγωδίας με πρωταγωνιστές και θύτες τον Καρά Αλή και τον Βαχίτ. Ο πρώτος στις 22 Απριλίου κρέμασε στους ιστούς της ναυαρχίδας 70 προκρίτους που του είχαν αποστείλει οι Μαστιχοχωρίτες εκουσίως μετά την εξαγγελία της αμνηστίας, προκειμένου να τον διαβεβαιώσουν για τη φιλειρηνική τους στάση. Και ο δεύτερος την επομένη απαγχόνισε στις επάλξεις του Κάστρου τους κρατούμενους ως ενέχυρα, δηλαδή τον Μητροπολίτη Πλάτωνα, τον αρχιδάκονό του Μακάριο και 61 προκρίτους. Παράλληλα ο Βαχίτ εκδικούμενος τον πρόξενο της Δανίας Κωνσταντάκη Θεσσαλονικιό για την προηγηθείσα φιλελληνική του στάση, τον συλλαμβάνει κατά παράβαση κάθε διπλωματικού ασύλου και εν συνεχεία τον ανασκολοπίζει στην πλατεία Βουνακίου επί εκκλησιαστικού μανουαλίου, η αιχμή του οποίου είχε εξέλθει από την ωμοπλάτη του μάρτυρα. Δύο ημέρες βασανιζόταν και ζητούσε νερό από τους περαστικούς για να εκπνεύσει, «αλλά ποιος τολμούσε», όπως σημειώνει ο πρόξενος της Ολλανδίας Πάσκουα, «να του δώσει;».
Από σκηνές φρίκης, όπως η συγκεκριμένη, που εκτυλίχθηκαν πάμπολλε στην εν λόγω πλατεία, μοιρολόγησε συγκλονισμένη η μετέπειτα τοπική κοινωνία :
Στου Βουνακιού τον πλάτανο πουλί δεν πα να κάτσει,
γιατ’ είν’ τα φύλλα του πικρά κι’ οι ρίζες του φαρμάκι.
Στις 6 Ιουνίου πυρπολήθηκε, ως γνωστόν, η τουρκική ναυαρχίδα, και την επομένη επακολουθεί το «τρίτο γιουρούσι». Είκοσι χιλιάδες ενόπλων εφορμούν για αντεκδίκηση κατά των Μαστιχοχώρων, προκαλώντας σε αυτά εντός ολίγου, δεδομένου ότι η επίθεση ήταν απροσδόκητη, την αυτή με εκείνην της υπόλοιπης νήσου καταστροφή. Στα μέσα Ιουνίου η Χίος είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό καπνιζόντων ερειπίων, όπως και η λαϊκή μούσα θρηνεί :
Ολα τσούρμο γενήκανε, τίποτα ορθό δεν μένει.
μόνο ο μαύρος ο καπνός, που αφ’ τη Χιο δεν βγαίνει.
Για να συμπληρώσει ο νεότερος ποιητής :
…………………………………………
Τα γιασεμιά κοκκίνισαν το χρόνο της σφαγής σου,
πίνοντας αίμα για νερό στη ρημαγμένη γη σου.
Τα χελιδόνια πέρασαν χωρίς να σταματήσουν,
μη ξέροντας στο χαλασμό πού τις φωλιές να κτίσουν.
Η σφαγή συνεχίστηκε έως τα μέσα Αυγούστου, με τα άτακτα στίφη να αναζητούν θύματα στα βουνά, τις απότομες ακτές, στις οπές της γης και κάθε σπηλιά, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό ακόμα και ανιχνευτικά σκυλιά. Από τους 117.000 κατοίκους της νήσου περίπου 42.000 θανατώθηκαν, 52.000 αιχμαλωτίστηκαν, 21.000 διέφυγαν ως πρόσφυγες, και μόνον 1.800 παρέμειναν επί του εδάφους της, για να περιοριστούν στο μισό μετά τον εκσπάσαντα, λόγω των χιλιάδων άταφων πτωμάτων, τυφοειδή πυρετό.
Ας μη σπεύσει δε κανείς να μακαρίσει τους διασωθέντες, αιχμαλώτους και πρόσφυγες, διότι η μοίρα τους υπήρξε ακόμα πιο τραγική, καθώς, για να χρησιμοποιήσουμε τη Θουκυδίδεια φρασεολογία, αυτοί απέβησαν «πολύ των τεθνεώτων λυπηρότεροι και των απολωλότων αθλιώτεροι». Ας μην επεκταθούμε, όμως, στην τραγικότατή τους ιστορία.
Εχει λεχθεί από ιστορικούς ότι τον χρυσό τρίποδα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας τον αποτελούν ο απαγχονισμός του Πατριαρχείου, η ΄Εξοδος του Μεσολογγίου και οι Σφαγές της Χίου. Δια του πρώτου ο Ελληνισμός συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το θάνατο ή την ελευθερία. Και δια των δύο άλλων προέκυψε το φιλελληνικό ρεύμα και μετεστράφη η Ευρωπαϊκή διπλωματία.
Ωστόσο, η ιστορική δεοντολογία, θα προσθέταμε εμείς, επιβάλλει να μη λησμονούμε επί πλέον και τούτο. Το ότι δηλαδή η πυρπόληση της ναυαρχίδας, που εμπόδισε τον τουρκικό στόλο να πλεύσει στην Πελοπόννησο και να καταπνίξει την εκεί Επανάσταση, συντελέστηκε με τίμημα τον αφανισμό και του υπολειπόμενου ενός τρίτου της Χίου.
ΖΗΝΩΝ
ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου