Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑ Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΤΙΓΡΗ ΠΟΤΑΜΟΥ. Η ΠΟΛΗ – ΑΕΤΟΣ, ΕΦΑΜΙΛΛΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. ΕΚΕΙ ΠΡΩΤΟΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ Η ΜΠΑΤΑΡΙΑ.
Ο ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ 600 Π.Χ. ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΓΕΛΑΣ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ
ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΝ ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟ, ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΠΑΤΑΡΙΑΣ;
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΠΑΤΑΡΙΑΣ
Η Κτησιφών ήταν πόλη στην καρδιά της αρχαίας Βαβυλωνίας, η οποία ιδρύθηκε από Έλληνες κατά την ελληνιστική εποχή. Μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Μεσοποταμίας κτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Τίγρη απέναντι από την επί Τίγρητει Σελεύκεια και 35 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Βαγδάτης, τα ερείπια της βρίσκονται σήμερα στο Ιρακινό κυβερνείο της Βαγδάτης. Υποστηρίζεται ότι, είτε κτίστηκε από τον Σέλευκο Α΄ (ταυτόχρονα με την ίδρυση της Σελεύκειας), είτε από κάποιον Κτησιφώντα, αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ίσως η ονομασία της πόλης να υπήρξε εξέλιξη του παλαιότερου ελληνικού τύπου Θεσιφών ή Εθεσιφών. Κάτω από την Κτησιφώντα υπήρχε η παλαιότερη πόλη της Ώπιδος, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος λέγεται ότι εξεφώνησε λόγο το 324 π.Χ
Κατά την ελληνιστική περίοδο οι Σελευκίδες την έκαναν προάστιο της μεγαλούπολής τους Σελεύκειας. Ο ιστορικός Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, αναφερόμενος στην αποστασία του σατράπη Μόλωνα από τον Σελευκίδη Αντίοχο Γ΄ (222 π.Χ.), προσθέτει ότι ο πρώτος επεχείρησε στην αρχή να καταλάβει την Σελεύκεια, αλλά ο Σελευκίδης στρατηγός Ζεύξις του ανέκοψε την πορεία. Στη συνέχεια ο στασιαστής κατέφυγε εἰς τὴν ἐν τῇ Κτησιφῶντι λεγομένῃ στρατοπεδείαν, πράγμα που αναδεικνύει τη σημασία της Σελευκιδικής Κτησιφώντος ως οχυρού της περιοχής. Κατά το 141 π.Χ. οι Πάρθοι κυρίευσαν την πόλη και την κατέστησαν θερινή πρωτεύουσά τους. Εξαίρεση απετέλεσε το διάστημα 131-129 π.Χ. που η πόλη ανακαταλήφθηκε από τον Αντίοχο Ζ΄ Σιδήτη.
Η πόλη καταστράφηκε το 637 μ.Χ. από τους Άραβες κατακτητές του Σαάντ ιμπν Αμπί Ουακκάς (Sa`d ibn Abi Waqqas), τα ανάκτορα κάηκαν και οι αμύθητοι βασιλικοί θησαυροί έπεσαν στα χέρια των Αράβων.
Η Ελληνική Κτησιφών θεωρείται ότι αποτέλεσε την έμπνευση για τη μυθιστορηματική πόλη Isbanir στο έργο Χίλιες και μία νύχτες.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
O μεγαλύτερος θόλος
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι η μεγαλύτερη καμάρα
στον κόσμο,
ευρίσκονται στην αρχαία
ελληνική πόλη Κτησιφώντα!
Σχέση με Μ. Αλέξανδρο, Θεσσαλονίκη, Ώπι…
Του Γιώργου Λεκάκη
Η Κτησιφών ήταν μια αρχαία ελληνική πόλη, στην καρδιά της αρχαίας Βαβυλωνίας.
Επισήμως ιδρύθηκε κατά την – κακώς λεγομένη - ελληνιστική εποχή.
Ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Μεσοποταμίας. Κτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Τίγριτος, απέναντι από την Σελεύκεια επί Τίγρητει… Σήμερα, 35 χλμ. ΝΑ. της Βαγδάτης…
Εκτίσθη μάλλον από τον σπουδαίο Μακεδόνα, Σέλευκο Α΄ (ταυτόχρονα με την ίδρυση της Σελεύκειας του Τίγρη), είτε από κάποιον Κτησιφώντα, αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Φαίνεται πως κάποια στιγμή οι δυο πόλεις συνενώθηκαν γιατί αναφέρεται η Σελεύκεια-Κτησιφών. Αλλά, ίσως, το όνομα της πόλεως να είναι εξέλιξη της αρχαιότερης ελληνικής πόλεως Θεσιφώνος / Εθεσιφώνος[1], ενώ κάτω από την Κτησιφώντα υπήρχε η αρχαιότερη πόλις της Ώπιδος, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος εκφώνησε λόγο το 324 π.Χ., ο οποίος σήμερα είναι γνωστός - αλλά παραποιημένος – ως «Όρκος της Ώπιδος» - ΔΕΙΤΕ σχετικό βίντεο με τον Γ. Λεκάκη και τον Αντ. Αντωνάκο.
Κατά τον Πολύβιο, ο οποίος πρώτος αναφέρει την πόλη, το 221 π.X. η Κτησιφών ήταν ακόμη πόλις ασήμαντος. Επί του Αυγούστου όμως ήταν κώμη.
Το 141 π.Χ. οι Πάρθοι εκυρίευσαν την πόλη και την κατέστησαν θερινή πρωτεύουσά τους. Για μια ολόκληρη χιλιετία η πόλις θα γίνει η διάσημη πρωτεύουσα του Παρθικού βασιλείου[3] των Αρσακιδών και της Περσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών!
Εξαίρεση απετέλεσε το διάστημα 131-129 π.Χ. που η πόλις ανακαταλήφθηκε από τον Αντίοχο Ζ΄ Σιδήτη[4]. Λεηλατήθηκε πολλές φορές στο διάστημα αυτό από τους Ρωμαίους.
Το 295 μ.Χ. ο Γαλέριος ταπεινώθηκε σε μια μάχη έξω από την πόλη από τους Πέρσες. Επέστρεψε, όμως, δριμύτερος, επέτυχε εις βάρος τους επιβλητική νίκη (296 μ.Χ.), σε ανάμνηση της οποίας έκτισε την περίφημη αψίδα του στην Θεσσαλονίκη (γνωστή ως Καμάρα)…
Το 325 και το 410 μ.Χ., στην ελληνική παροικία της πόλεως, πραγματοποιήθηκαν οι Σύνοδοι της Ασσυριακής Εκκλησίας της Ανατολής (των Νεστοριανών).
Έξω από τα τείχη της σασσανικής πρωτεύουσας, ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουλιανός (ο κακώς λεγόμενος «Παραβάτης») σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον του Σαπώρη Β΄.
Τον 6ο αιώνα μ.Χ. θεωρείτο η πολυπληθέστερη στον κόσμο!
Η γνωστή ως «Αψίδα της Κτησιφώντος» (Taq Kasra), είναι ο μεγαλύτερος θόλος από τούβλα στον κόσμο, και η μεγαλύτερη αυτοτελής καμάρα που κατασκευάσθηκε μέχρι την σύγχρονη εποχή!
Έχει ύψος 37 μ. και πλάτος 26 μ. Μοναδικό μνημείο μεγάλης ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας. Ήταν μέρος του ανακτορικού συγκροτήματος των Σασανιδών.
Το 627 ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος, μετά την νίκη του στην πόλη Νινευή (επίσης ελληνικό ίδρυμα), κατέλαβε την Κτησιφώντα. Την επέστρεψε όμως στους Πέρσες, όταν αποδέχθηκαν τους όρους του νικητή.
Η τοποθεσία της αρχαίας ελληνικής πόλεως δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς αρχαιολογικώς...
Ζ.Π.
Ικανά ερείπια της Κτησιφώντος διασώζονται παρά την σημερινή πόλη ελ Μαδαίν.
ΔιαγραφήΚατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα ερείπιά της υπέστησαν περαιτέρω σοβαρές ζημιές, στις μάχες οθωμανικών και βρετανικών στρατευμάτων.
Ανασκαφές στην Σελεύκεια-Κτησιφώντα το 1927-1932 και το 1936-1937 έγιναν από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Ευρέθη συγκρότημα κατοικιών, μερικές πολύ πλούσια επιπλωμένες. Διακρίνονται 4 στρώματα (300 π.Χ. - 200 μ.Χ.). Τα αποτελέσματα της ανασκαφής έχουν παρουσιαστεί σε πολλούς τόμους. Τα ευρήματα εκτίθενται στο Μουσείο Kelsey στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.
Η «Γερμανική Ανατολική Εταιρεία» από το 1923 με την αποστολή του Ernst Kühnel[5], υπό την διεύθυνση του Ernst Buschor[6], και τον Oscar Reuther[7] ανέσκαψε στην Κτησιφώντα (έως το 1929), κυρίως στο Qasr bint al-Qadi, στο δυτικό τμήμα της τοποθεσίας. Τον χειμώνα του 1931–1932 μια κοινή αποστολή των Γερμανικών Κρατικών Μουσείων (Staatliche Museums zu Berlin) και του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης συνέχισε τις ανασκαφές στον χώρο, εστιάζοντας στις περιοχές Ma'aridh, Tell Dheheb, Taq-i Kisra, Selman Pak και Umm ez-Za'tir υπό την διεύθυνση του E. Kühnel.
Από το 1964 έως το 1989 ανέσκαψε μια ιταλική αποστολή από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο, με επί κεφαλής τον Antonio Invernizzi και τον Giorgio Gullini. Μεταξύ άλλων, βρήκαν ένα κτήριο, ίσως το κρατικό αρχείο των Σελευκιδών. Βρήκαν 30.000 πήλινες σφραγίδες, σχεδόν όλες με καθαρά ελληνική τεχνοτροπία! Το κτήριο φαίνεται να κατέρρευσε κατά την κατάκτηση των Πάρθων γύρω στο 150 π.Χ. από φωτιά. Οι ανασκαφές έδειξαν επίσης ότι την πόλη διέσχιζαν δύο κανάλια, ένα με κατεύθυνση από ανατολή-δύση και ένα από βορρά-νότο![8]
Το 2013, η ιρακινή κυβέρνηση άρχισε αποκατάσταση του Taq Kasra, ως τουριστικό αξιοθέατο.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης "Σύγχρονης Ελλάδος Περιήγησις". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.5.2019.
http://www.arxeion-politismou.gr/2022/11/Ktisifon.html
Ζ.Π.
ΔιαγραφήΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Abramowski L. «Der Bischof von Seleukia-Ktesiphon als Katholikos und Patriarch der Kirche des Ostens», στο Dmitrij Bumazhnov u. Hans R. Seeliger (hg), Syrien 1.-7 Jahrhundert nach Christus, Akten der 1, Tübinger Tagung zum Christlichen Orient (15.-16.6.2007). Tübingen, Mohr Siebeck, 2011, Studien und Texte zu Antike und Christentum / Studies and Texts in Antiquity and Christianity, 62.
- Amedroz H. F. «Margoliouth», εκδ. David S., eds. 1921, The Eclipse of the 'Abbasid Caliphate, Original Chronicles of the Fourth Islamic Century, Vol. V, The concluding portion of The Experiences of Nations by Miskawaihi, Vol. II: Reigns of Muttaqi, Mustakfi, Muti and Ta'i, Basil Blackwell, Οξφόρδη.
- Bosworth, C. E. «Iran under the Buyids», στο Frye, R. N. (ed.), The Cambridge History of Iran, τ. 4: From the Arab Invasion to the Saljuqs, εκδ. Cambridge University Press, Καίμπριτζ, 1975.
- Hauser St. R. «Vēh Ardashīr and the Identification of the Ruins at Al-Madā’in», στο A. Hagedorn / A. Shalem (Hrsg.): Facts and Artefacts, Art in the Islamic World, Λάιντεν / Βοστώνη 2007.
- Heller A. « Έλληνες στην Βαβυλωνία: Η Κτησιφών ήταν ελληνικό ίδρυμα; / Griechen in Babylonien: War Ktesiphon eine griechische Gründung?» στο Robert Rollinger u.a. (Hrsg.): Interkulturalität in der Alten Welt, Vorderasien, Hellas, Ägypten und die vielfältigen Ebenen des Kontakts, Βισμπάντεν, 2010.
- Hopkins Clark (Hrsg.) «Topography and Architecture of Seleucia on the Tigris», University of Michigan, εκδ. Ann Arbor, 1972.
- Invernizzi A. «Ten Years Research in the al-Madain Area, Seleucia and Ctesiphon», Sumer, 32, 1976.
- Kennedy H. N. «The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century», β΄ έκδ. Harlow, UK Pearson Education Ltd, 2004.
- Kröger J. «Ctesiphon» στην Encyclopædia Iranica, τ. 6, 1993.
- Μάγνης Δ. Δ. «Λεξικόν ἰστορικομυθικόν και γεωγραφικόν», εκδ. Ανδρεόλα, 1834.
- Messina V. «Seleucia al Tigri: l'edificio degli archivi, lo scavo e le fasi architettoniche» (Missione in Iraq 3, Monografie di Mesopotamia 8), Φλωρεντία, 2006.
Του ιδίου «Seleucia al Tigri: il monumento di Tell 'Umar, lo scavo e le fasi architettoniche, Missione in Iraq 4, Monografie di Mesopotamia 13, Φλωρεντία, 2010.
- Morony M. «MADĀʾEN», στην Encyclopaedia Iranica, 2009.
- Ponzi M. N. «Al-Ma’in: Problemi di Topografia», στο Mesopotamia XL, 2005.
- Rekaya M. «al-Maʾmūn», στο The Encyclopedia of Islam, Volume VI: Mahk–Mid, εκδ. BRILL, Λάιντεν / Ν. Υόρκη, 1991.
- Shapur Shahbazi A. «SASANIAN DYNASTY», στην Encyclopaedia Iranica, 2005. Online Edition. Retrieved 30 March 2014.
- Streck M. «Die alte Landschaft Babylonien nach den arabischen Geographen», 2 vols. Λάιντεν, 1900–1901.
Του ιδίου «Seleucia und Ktesiphon», Der Alte Orient, 16, 1917.
- Wilber D. N. «Seleucia or Seleucia on the Tigris (Tel Umar) Iraq», στο Richard Stillwell u.a. (Hrsg.): The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, Princeton University Press, Princeton NJ 1976.
- Zarrinkub Abd al-Husain «The Arab conquest of Iran and its aftermath», The Cambridge History of Iran, τ. 4, From the Arab Invasion to the Saljuqs, εκδ. Cambridge University Press, Καίμπριτζ, 1975.
- Πολύβιος, Στράβων, Λίβιος, Virtual Religion.
- «Ctesiphon Exhibition» στο Islamic Art Museum του Pergamon Museum, Βερολίνο, 2016.
Ζ.Π.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Διαγραφή________________________________________
[1] Tisfōn ή Tisbōn, tyspwn, Tīsfōn, Tēsifōn, Tisfun, κλπ. Κείμενα από τις συνόδους της Εκκλησίας της Ανατολής αναφέρουν την πόλη ως Qṭēspōn.
[2] βλ. Στράβων.
[3] Αν και οι γερμανικές ανασκαφές σε αυτήν έχουν φέρει στο φως - μέχρι στιγμής - μόνο παρθικούς τάφους, αλλά όχι παρθικά οικιστικά στρώματα.
[4] Υιού του Δημητρίου Α' Σωτήρα και αδελφού του Δημητρίου Β' Νικάτορα. Κυβέρνησε από το 138 μέχρι το 129 π.Χ. Εστράφη κατά της Ιουδαίας. Μετά τον θάνατο του αρχιερέως Σίμωνος, επολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, έριξε τα τείχη της (134 π.Χ.) και ο νέος τους επί κεφαλής, Ιωάννης Υρκανός, άνοιξε τον τάφο του βασιλιά Δαβίδ, αφαίρεσε 3.000 τάλαντα και τα έδωσε στον Αντίοχο, προκειμένου να γλυτώσει η πόλη. Ο Αντίοχος έδωσε θρησκευτική ελευθερία στους Ιουδαίους και αναγνώρισε τον Ιωάννη Υρκανό ως αρχιερέα. Γι’ αυτό και αναφέρεται από αυτούς ως «Ευεργέτης». Είτα διεκδίκησε τις ανατολικές επαρχίες. Εστράφη κατά των Πάρθων. Ανέκτησε την Μεσοποταμία, την Βαβυλωνία και την Μηδία, αποκαθιστώντας τα παλαιά σύνορα του κράτους των Σελευκιδών (στο νυν Ιράν). Αλλά του έστησε ενέδρα και τον εσκότωσε ο βασιλιάς των Πάρθων, Φραάτης Β'.
Ζ.Π.
Διαγραφή[5] Ο Paul Ernst Wilhelm Arthur Kühnel (1882 - 1964) ήταν Γερμανός ιστορικός τέχνης με ειδίκευση στην ισλαμική τέχνη και συλλέκτης ισλαμικής τέχνης. Είχε στενές σχέσεις με επιστήμονες στις ΗΠΑ, αφού συμμετείχε στις ανασκαφές στην Κτησιφώντα το 1928 - 1929 και ηγήθηκε της γερμανοαμερικανικής ανασκαφικής αποστολής το 1931 - 1932.
[6] Ο Ernst Heinrich Buschor (1886 – 1902) ήταν Γερμανός κλασσικός αρχαιολόγος. Από το 1922 έως το 1929 ήταν πρώτος διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, με το οποίο επραγματοποίησε ανασκαφές σε Αθήνα, Ολυμπία, Αμύκλες. Διηύθυνε τις ανασκαφές στην Σάμο από το 1925 με διακοπές μέχρι το 1961. Ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος, παρ’ όλα αυτά το 1937 έλαβε τον τίτλο του επί τιμή διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε:
- Griechische Vasenmalerei (= Klassische Illustratoren) τ. 5, εκδ. Piper, Μόναχο, 1913.
- Beiträge zur Geschichte der griechischen Textilkunst. Die Anfänge und der orientalische Import / Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής υφαντικής τέχνης, Kastner & Callwey, Μόναχο, 1912, München, Universität, phil. Dissertation, 26.1.1912).
- Die Tondächer der Akropolis / Οι πήλινες στέγες της Ακρόπολης, 2τ. εκδ. De Gruyter, Βερολίνο, 1929 - 1933.
- Die Plastik der Griechen, εκδ. Rembrandt-Verlag, Βερολίνο, 1936.
- Grab eines attischen Mädchens / Τάφος κοριτσιού Αττικής, εκδ. F. Bruckmann, Μόναχο, 1939.
- Altsamische Standbilder / Παλιά αγάλματα της Σάμου, 5 τ., εκδ. Mann, Βερολίνο, 1934–1962.
- Vom Sinn der griechischen Standbilder, εκδ. Mann, Βερολίνο, 1942.
- Bildnisstufen, εκδ. Münchner Verlag, Μόναχος, 1947.
- Phidias der Mensch / Φειδίας ο Άνθρωπος, εκδ. Münchner Verlag, Μόναχο, 1948.
- Frühgriechische Jünglinge, εκδ. Piper, Μόναχο, 1950.
- Euripides: Orestes. Iphigenie in Aulis. Die Maenaden. 3 Tragoedien, εκδ. Beck, Μόναχο, 1960. [Μετέφρασε και τις 31 σωζόμενες ελληνικές τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη].
- Winke für Akropolispilger, εκδ. Beck, Μόναχο 1960.
- Gesamtausgabe der griechischen Tragödien, 10 τ. εκδ. Artemis Verlag, Ζυρίχη, 1979.
[7] Ο Oscar August Reuther (1880 - 1954) ήταν Γερμανός ερευνητής κτηρίων και αρχιτέκτων ανασκαφών. Από το 1905 έως το 1912 εργάστηκε ως αρχιτέκτονας ανασκαφών για τον Robert Koldewey στις ανασκαφές στην Βαβυλώνα. Το καλοκαίρι του 1913, εργάστηκε για τον Theodor Wiegand στην ανασκαφή του Ηραίου Σάμου (*). Μέλος της Γερμανοτουρκικής Διοίκησης Προστασίας Μνημείων. Το 1933 έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας, NSDAP, και τον Νοέμβριο του 1933, υπέγραψε την δέσμευση των Γερμανών καθηγητών στον Αδόλφο Χίτλερ. Κράτησε την Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης μέχρι το 1950.
(*) βλ. Reuther O. A. «Der Heratempel von Samos. Der Bau seit der Zeit des Polykrates», εκδ. Mann, Βερολίνο, 1957.
[8] Οι Ιταλοί προσδιόρισαν την κατοπινή πόλη Veh Ardashir. Οι εργασίες τους επικεντρώθηκαν κυρίως στην αποκατάσταση του παλλατιού του Khosrau II.
Ζ.Π.