Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΔΑΥΙΔ ΜΠΕΝ ΓΚΟΥΡΙΟΝ: «ΒΡΩΜΕΡΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ, ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΑΤΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΣΑΣ, ΤΗΝ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ».
ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΟΙ "ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ" ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΦΙΟΖΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΟΚΡΑΤΙΑ.
Όταν το 1959 ανέβηκε η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη στο Εθνικό Θέατρο του Ισραήλ, Χαμπιμά, ο πρωθυπουργός και ιδρυτής του νεοσύστατου κράτους Δαβίδ Μπεν Γκουριόν παρακολούθησε την παράσταση με το πρωτότυπο έργο του Αριστοφάνη στα γόνατά του και μετά το τέλος της παράστασης έκανε παρατηρήσεις στον μεταφραστή, επειδή κατά την γνώμη του, ορισμένα σημεία δεν είχαν μεταφραστεί καλά. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο θύμωσε ο κ. Μπεν Γκουριόν, όπως σημειώνει το σχετικό ρεπορτάζ. Στο πρόγραμμα, ακολουθώντας την διεθνή προφορά, είχαν γράψει «Λυζιστράτη». Επέμενε μάλιστα ότι τούτο είναι βασικό σφάλμα και ασέβεια προς τον συγγραφέα: «Έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιηθεί σίγμα και όχι ζήτα» είπε ενοχλημένος ο κ. Μπεν Γκουριόν.
«Βοηθούν τα αρχαία τα παιδιά να μάθουν τη γλώσσα; Δεν ξέρω, παρότι είμαι αρχαιολάτρης. Πιστεύει κανείς ότι στην Α' Γυμνασίου που το παιδί σήμερα τρώει στο κεφάλι τρεις ώρες Αρχαία από πρωτότυπο και δυο ώρες Νέα Ελληνικά είναι παιδαγωγικά σωστό; Προφανώς είναι παρά φύσιν αυτό που συμβαίνει σήμερα, τρεις ώρες Αρχαία και δυο Νέα Ελληνικά στην Α' Γυμνασίου. Άρα θα πρέπει να ξανασκεφτούμε». Aυτή ήταν η δήλωση του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη που προξένησε αναστάτωση σε πανεπιστημιακούς και φιλολόγους.
Πρόσφατα, ανακάλυψα, ένα σπάνιο ντοκουμέντο μέσα από το πρώτο τεύχος της ξεχασμένης μηνιαίας ελληνο-ισραηλινής επιθεώρησης που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1959. Εκεί αποτυπώνεται ένα ενδιαφέρον επεισόδιο που φανερώνει τον θαυμασμό, την ακτινοβολία, αλλά και την σημασία της συζήτησης για την ελληνική γλώσσα, τα αρχαία ελληνικά, την καθαρεύουσα και τη δημοτική. Πολύ πριν λυθεί οριστικά το γλωσσικό ζητήμα υπέρ της δημοτικής στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Όταν το 1959 ανέβηκε η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη στο Εθνικό Θέατρο του Ισραήλ, Χαμπιμά, ο πρωθυπουργός και ιδρυτής του νεοσύστατου κράτους Δαβίδ Μπεν Γκουριόν παρακολούθησε την παράσταση με το πρωτότυπο έργο του Αριστοφάνη στα γονατά του και μετά το τέλος της παράστασης έκανε παρατηρήσεις στον μεταφραστή, επειδή κατά την γνώμη του, ορισμένα σημεία δεν είχαν μεταφραστεί καλά. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο θύμωσε ο κ. Μπεν Γκουριόν, όπως σημειώνει το σχετικό ρεπορτάζ. Στο πρόγραμμα, ακολουθώντας την διεθνή προφορά, είχαν γράψει «Λυζιστράτη». Επέμενε μάλιστα ότι τούτο είναι βασικό σφάλμα και ασέβεια προς τον συγγραφέα: «Έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιηθεί σίγμα και όχι ζήτα» είπε ενοχλημένος ο κ. Μπεν Γκουριόν. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ πίστευε ότι η Λυσιστράτη, «αν και δημιούργημα της αρχαίας Ελλάδας, εκφράζει εν τούτοις το βιβλικό όραμα των Προφητών του Ισραήλ και ότι αυτό αποδεικνύει τον πνευματικό δεσμό μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αθηνών».
Στο πλαίσιο της επίσκεψης προσωπικοτήτων της Ελλάδας και αντιπροσώπων του ελληνικού Τύπου στο Ισραήλ, όπως καταγράφεται στην εν λόγω έκδοση, αποκαλύπτεται μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη σημασία των αρχαίων ελληνικών μέσα από τα μάτια ενός ξένου ηγέτη. Θα πρόσθετα, μάλιστα, ότι ο σύντομος διάλογος που μεταφέρω παρακάτω, αποκαλύπτει γιατί πρέπει να διδάσκονται αρχαία ελληνικά οι μαθητές.
«Και γιατί δεν γνωρίζετε την αρχαία ελληνική» ρώτησε στα γαλλικά τους έλληνες δημοσιογράφους ο Μπεν Γκουριόν για να πάρει την απάντηση «Διότι δεν ομιλείται σήμερα στην Ελλάδα». «Πως δεν ομιλείται!» αντέτεινε ο πολιτικός με την απλό ντύσιμο, το ανοιχτό πουκάμισο, χωρίς σακάκι. «Εχω φίλο ένα καθηγητή, ο οποίος την μιλάει με ευχέρεια». Η συνομιλία ανάμεσά στον πρωθυπουργό του Ισραήλ και την ελληνική αποστολή των δημοσιογράφων στράφηκε στη συνέχεια γύρω από την ελληνική γλώσσα. Ο Μπεν Γκουριόν δεν μπορεί, λέει, να κατανοήσει τους νεοέλληνες, όπως μιλούν, όταν μάλιστα έχει μελετήσει σε βάθος την ελληνική γλώσσα.
-«Ίσως αυτό να οφείλεται», απαντάει ένας από τους συζητητές (ο κύριος Ευελπίδης), «διότι την διδαχθήκατε με την ερασμιακή προσφορά. Ο Έρασμος επέβαλε το σύστημα της αναλελυμένης προφοράς περισσότερο ίσως προς ευκολία, παρά γιατί πίστευε ότι έτσι την πρόφεραν οι αρχαίοι».
-«Ίσως να έχετε δίκιο...Πάντως, διαφέρει πολύ η καθομιλουμένη σας από την αρχαία. Να, κοιτάξτε, έχω εδώ τους δυο τόμους της μετάφρασης του Θουκυδίδη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους διαβάζω με ευχέρεια. Καταλαβαίνω άριστα την καθαρεύουσα (τονίζοντας ελληνιστί την λέξη), αλλά δυσκολεύομαι στη δημοτική.
Ο κ. Αργυρόπουλος υποστηρίζει ότι η γλώσσα εξελίσσεται. «Σιγά σιγά στη γλώσσα μας όλα τα ε έγιναν η. Οι ρίζες παραμένουν οι ίδιες».
«Όχι, απολύτως. Έχετε λέξεις, οι οποίες δεν είναι ελληνικές, δεν υπάρχουν στο λεξικό. Λ.χ. Το ύδωρ λέγεται νερό. Είναι ελληνική λέξη το νερό;» ρώτησε ο Μπεν Γκουριόν.
«Βεβαίως ελληνική. Είναι το νεαρό ύδωρ. Εξέπεσε το ύδωρ και έμεινε το νεαρόν-νερόν-νερό, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, στις οποίες το επίθετο παρέμεινε με την έννοια του ουσιαστικού.
«Ιδωμεν αν έχετε δίκιο!» απάντησε και έσπευσε σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης του, έβαλε ένα κάθισμα, πάτησε επάνω και κατέβασε ένα λεξικό. Διαπίστωσε ότι ο δημοσιογράφος είχε δίκιο. «Εδω μέσα όλα αυτά τα βιβλία-και οι τέσσερις τοίχοι-έχουν αποκλειστικά ελληνικά βιβλία. Σας δέχομαι, λοιπόν, στο ελληνικό δωμάτιο του σπιτιού μου!».
Η αποστολή προσπαθεί να πείσει τον ελληνολάτρη Μπεν Γκουριόν ότι η ελληνική γλώσσα είναι μια και ενιαία και ως γλώσσα ζωντανή εξελίσσεται. Ότι η νεοελληνική δεν είναι ξένη γλώσσα προς την αρχαία ελληνική και ότι η αρχαία ελληνική δεν είναι ξένη προς τη γλώσσα των Βυζαντινών.
-«Mάλλον θα έχετε δίκιο!» Ήταν η απάντηση του. Για να επιστρέψει επίμονος:
«Πληροφορήθηκα ότι δίνονται παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων και κωμωδιών. Ηθελα να σας ρωτήσω αν οι παραστάσεις δίδωνται στη γλώσσα του πρωτοτύπου». Δεν μένει ικανοποιημένος, με την απάντηση ότι στην Επίδαυρο παίζονται οι μεταφράσεις των δραμάτων. Εχει την γνώμη, δεν μπορεί να την μεταβάλει, ότι η νεοελληνική, η δημοτική απέχει από την αρχαία. Η καθαρεύουσα, ναι, την πλησιάζει. Η δημοτική όχι. Την πρώτη, σας είπα, την καταλαβαίνω θαυμάσια, την δεύτερη δεν μπορώ. Και η γραμματική μεταβλήθηκε».
«Δεν μπορούσαμε, κύριε πρόεδρε, να γυρίσουμε πίσω. Η γλώσσα εξελίσσεται. Σήμερα έχασε τα απαρέμφατα της. Δεν παρατηρείτε τη διαφορά της γλώσσας του Θουκυδίδη και της γλώσσας του Ευαγγελίου;»
«Ω! Το Ευαγγέλιο εννοώ! Διδάσκεται η αρχαία τουλάχιστον στα σχολεία σας;»
«Υποχρεωτικώς!» Η διαβεβαίωση ικανοποιεί τον Μπεν Γκουριόν, καθώς πιστεύει ακράδαντα ότι τα κείμενα των αρχαίων δεν μπορούν να αποδοθούν μεταφραζόμενα. «Χάνουν πολύ. Απομακρύνονται οι μεταφράσεις από το πνεύμα των συγγραφέων! Είδα πολλές μεταφράσεις -λέει- του Θουκυδίδη και όλες διαφέρουν. Παρατήρησα το ίδιο και για τον προσφιλή σε μένα Πλάτωνα. Πιστεύσατε ότι έμαθα την αρχαία ελληνική μόνο και μόνο για να διαβάσω τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς στο πρωτότυπο ή για να μάθω τι ακριβώς λένε; Έχουμε, μάλιστα, και εβραϊκή μετάφραση του Πλάτωνα, η οποία δεν αποδίδει το πνεύμα του κειμένου».
Ο Μπεν Γκουριόν σκέφτεται και πάλι και προχωρεί προς τα ράφια του τοίχου. Σκαρφαλώνει σε μια πολυθρόνα και ανασύρει τους δυο τόμους της μετάφρασης του Θουκυδίδη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ανασύρει και μια στερεότυπη έκδοση του ίδιου έργου και ξανακάθεται στη πολυθρόνα του και αρχίζει την ανάγνωση. «Θουκυδίδης Αθηναίος ξυνέγραψε...Λέει το κείμενο. Ο Βενιζέλος μετέφρασε: Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε...Η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Αυτά εννοώ».
Η κουβέντα για την ελληνική γλώσσα και τα αρχαία ελληνικά κλείνει, με τον Μπεν Γκουριόν να ρωτάει την ελληνική αποστολή αν επισκέφτηκε την ύπαιθρο και τα κιμπούτς.
-«Βεβαίως και μάλιστα γευματίσαμε σε ένα από αυτά. Είδαμε και τα επιτεύγματα της νεολαίας σας και διαπιστώσαμε την μέριμνα του κράτους για αυτή».
-«Μα αυτή είναι το σήμερα και το αύριο της πατρίδας...»
-«Δώσατε, λέει, ο κ. Ευελπίδης, ιδεώδες στη νεολαία σας».
-«Όχι, δεν το δώσαμε εμείς. Το άντλησαμε από τους Προφήτες μας και το καταστήσαμε κανόνα της εποχής μας. Το ιδεώδες μας έδωσε η Βίβλος. Εσείς θα μπορούσατε να αντλήσετε από τους αρχαίους σας...».
-«Μα πολλοί από τους αρχαίους ήταν αντιδραστικοί. Αναγνώριζαν ως θεσμό τη δουλεία».
-«Είχα υπόψη αυτό που υποστήριζε ο Αριστοτέλης, ότι ο άνθρωπος "εγεννήθη φύσει δούλος ή φύσει ελεύθερος"...»
-«Ο Πλάτων δεν λέει τέτοια πράγματα...»
-«Θα τα έλεγεν, όμως...»
-«Μα αφού ήταν αριστοκράτης και η δουλεία ήταν θεσμός της εποχής τους!»
Ο Μπεν Γκουριόν είχε μελετήσει την Πολιτεία του Πλάτωνα, από την οποία, όπως αντιλήφθηκε, δεν θα μας συνιστούσε να αντλήσουμε τα ιδεώδη της νεολαίας μας, όπως οι Εβραίοι άντλησαν τα ιδεώδη τους από την Βίβλο: «Δεν συμφωνώ απολύτως, σχολιάζει, με την Πολιτεία του Πλάτωνα. Ήταν αριστοκρατικός. Τα ίδια και ο Σωκράτης, για αυτό ήπιε και το κώνειο. Δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στο λαό, για αυτό καταδικάσθηκε...»
Στο σωτήριο νεοελληνικό έτος 2016, η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, αντιμετωπίζεται -λίγο ή πολύ- ως ένας μαθησιακός κάλος, ο οποίος ίσως πρέπει να αφαιρεθεί.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου