Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Η αποκάλυψη είναι συγκλονιστική.

Πλανιέται σαν εφιάλτης εδώ και χρόνια και ματώνει τις καρδιές των Ελλήνων…

Σύμφωνα με αδιάψευστες μαρτυρίες, αιχμάλωτοι αξιωματικοί και στρατιώτες της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ήταν ζωντανοί-νεκροί, φυλακισμένοι στα τουρκικά μπουντρούμια της Σμύρνης, Αδάνων και της “σκοτεινής» Αμάσειας του Πόντου       μέχρι το 1950.

 

Ο Κεμάλ δεν παραδέχτηκε ποτέ την ύπαρξη αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων 

και δεν τους απελευθέρωσε ποτέ.

Πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον από τις κακουχίες, μέχρι που έπαψε να κτυπά και 

η τελευταία ελληνική καρδιά της Μικρασιατικής καταστροφής.

Σήμερα δεν υπάρχει πλέον κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει αυτό το στυγερό έγκλημα πολέμου και το κυριότερο, ουδέποτε μέχρι σήμερα καμία ελληνική πολιτική εξουσία ενδιαφέρθηκε, πίεσε η κατήγγειλε το απάνθρωπο αυτό γεγονός προκειμένου να ξεκινήσουν έρευνες για την ανεύρεση των επιζώντων του πολέμου.

Για την ιστορία, ο Γερμανός Καγκελάριος Αντεναουερ, πίεζε τον Στάλιν και την διεθνή κοινότητα επί χρόνια, για να μην μείνει κανείς Γερμανός στρατιώτης αιχμάλωτος στην Σοβιετική Ένωση μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Υπάρχει αποδεσμευμένη ολόκληρη η σχετική αλληλογραφία, οι επαφές των δυο πλευρών και οι ενέργειες που έγιναν…

ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

Οι 40.000 Έλληνες αιχμάλωτοι στρατιώτες που συνελήφθησαν από τους Τούρκους κατά την υποχώρηση της Στρατιάς Μικρας Ασίας το 1922 (στην ουσία 54.753, αφού επέστρεψαν τμηματικά στην Ελλάδα 14.750 μέχρι το 1923 και λίγες δεκάδες μέχρι το ….1931(!)) είναι περισσότεροι από το σύνολο των νεκρών Ελλήνων στρατιωτών σε όλους τους πολέμους από το 1897 μέχρι και το 1941.

Πόλεμος 1897 (672) του Α’ Βαλκανικού (3.804) του Δεύτερου Βαλκανικού (5.512)  της εκστρατείας του 1919 στην Ουκρανία (382) της Μικρασιατικής Εκστρατείας (13.869)  και του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940-1 μαζί με αυτή του Ελληνογερμανικού ( 13.428), σύνολο 37.517, υπολείπεται κατά 2.500 άνδρες περίπου των 40.000   Ελλήνων στρατιωτών που εξαφανίστηκαν στην ματωμένη Μικρά Ασία, που στην κυριολεξία τους κατάπιε με τρόπο «χειρότερο από τον θάνατο».

 (Πυροβολισμοί, ομαδικές εκτελέσεις με πολυβόλα, σφάξιμο με ξιφολόγχη, κόψιμο λαιμού με μαχαίρι, πριονισμοί, κατακρεούργηση με φαλτσέτες μέσα σε στάβλους, ακρωτηριασμός με χασαπομάχαιρα και κατόπιν κατανάλωση από τούρκους χωρικούς (Κρεαταγορά της Μαγνησίας, 16 Νοεμβρίου 1922) συνθλιβή κρανίου με πέτρα απο συμπατριώτες(!) υπο την απειλή όπλου, κάψιμο ζωντανοί δεμένοι με ατσαλόσυρμα    σε ομάδες των 50 με πετρέλαιο, βιασμοί κατ’ επανάληψη, εξόρυξη οφθαλμών και άλλων οργάνων από Τούρκους ιατρούς (!) σε υγιείς (!) στρατιώτες, θανατηφόρες ενέσεις, πλύσιμο σε χαμάμ 50 βαθμών Κελσίου και μετά έκθεση γυμνοί σε θερμοκρασίες     κάτω του μηδενός στο Μικρασιατικό υψίπεδο κ.ο.κ.)

Η απώλεια 40.000 νέων Ελλήνων, είναι η χειρότερη απώλεια σε έμψυχο δυναμικό Ελληνικού Στρατού στα 5.000 χρόνια ιστορίας του, και μόνο η θλιβερή μάχη της  Πύδνας (22 Ιουνίου του 168 πΧ)-20.000 νεκροί υπό τον Περσέα) καθώς και η    δεύτερη μάχη της Πύδνας ( 17 Μάιου 148 πΧ)-20.000 νεκροί υπό τον Ανδρισκο)       την «ακολουθούν» σε μεγάλη απόσταση…

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΟΣΩΝ ΕΜΕΙΝΑΝ ΠΙΣΩ

Το ξημέρωμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1922 θα βρει τη Μ. Ασία άδεια από ελληνικό στρατό, με την Μ. Ασία στο έλεος του τουρκικού στρατού και τους Έλληνες    μικρασιάτες στην οργή και στο έλεος του τουρκικού πληθυσμού, στην μετοικεσία        και τη προσφυγιά.

Ο ελληνισμός της θα χαθεί στη σκοπιμότητα της ανταλλαγής.

Οι Έλληνες αιχμάλωτοι οδηγούνταν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων σε φάλαγγες μετά από μαρτυρική πεζοπορία πολλών ημερών ακόμη και μηνών, oλοι μαζί μέσα στις φάλαγγες, αξιωματικοί και στρατιώτες, τουλάχιστον μέχρι να διαχωριστούν από τους Τούρκους. 

Οι αιχμάλωτοι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί οδηγούνταν σε στρατόπεδα στο   Κιρ Σεχίρ, μικρή πόλη νότια της Άγκυρας, και στην Καισάρεια.

 Οι στρατιώτες αιχμάλωτοι μοιράζονταν στοιβαγμένοι στα στρατόπεδα αιχμαλώτων του Ουσάκ, της Προύσας , του Μπαλουκεσέρ και άλλων περιοχών.

Γεύτηκαν όλοι, από το βαθμό του ανώτερου αξιωματικού μέχρι και του ανθυπασπιστή και του απλού στρατιώτη, το μαρτύριο της δίψας, τις πορείες θανάτου των Γεσίρ, υπάκουσαν ταπεινά στην εντολή «Τσικάρ» και απογυμνώθηκαν από κάθε ρούχο και   ότι άλλο πολύτιμο είχαν πάνω τους. 

Πετροβολήθηκαν και μαχαιρώθηκαν, ραβδίστηκαν και γιουχαΐστηκαν από τα πλήθη, περιελούστηκαν με ακαθαρσίες ανθρώπινες και ζώων, διαπομπεύτηκαν και εξευτελίστηκαν παντοιοτρόπως, εκτελέστηκαν ψυχρά και αναίτια, περιφερόμενοι από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό της Ανατολίας, έτσι, για να χαρούν οι τούρκικοι πληθυσμοί τη νίκη των όπλων τους και να εκτονώσουν τα ταπεινά και βάρβαρα αισθήματά τους.

Πλημμύρισαν οι δρόμοι όλης της Τουρκίας με αξιοθρήνητες φάλαγγες αιχμαλώτων,  που όποιος δεν τις είδε δεν μπορεί να φανταστεί τι θα πει ατίμωση λαού.

Μισότρελοι τέλος όλοι τους από τον τρόμο και τη ντροπή, γυμνοί, πεινασμένοι και αποζωομένοι, θα φτάσουν όσοι μπόρεσαν στα στρατόπεδα της αιχμαλωσίας τους.

Ο ανθυπασπιστής Κατηφόρης, διηγείται: «Πιαστήκαμε έξω από τη Σμύρνη πολλές χιλιάδες που είχαμε χάσει τα σώματά μας και κατεβαίναμε άτακτα προς τα παράλια.

 Mας έκλεισαν στα συρματοπλέγματα.

 Εκεί, ήρθαν πολλοί λυσσασμένοι τουρκοκρητικοί με μαχαίρια και έπεσαν σαν λύκοι ανάμεσά μας και σκότωναν πολλούς, χωρίς στη αρχή να τους εμποδίζει κανένας.

 Επειδή γινόταν αληθινή σφαγή και σηκώθηκε μεγάλη ταραχή μέσα στους αιχμαλώτους και από τα ξεφωνητά και τα ουρλιάσματα νόμιζες πως πολλά άγρια ζώα τρώγονταν μεταξύ τους, επεμβήκαν αξιωματικοί τους και σταμάτησε το κακό.

 Όχι από την επιθυμία να μας σώσουν αλλά γιατί φοβήθηκαν πως θα τους φεύγαμε»

ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Αφήγηση αξιωματικού αναφέρει:

 «…Μας έκλεισαν στα συρματοπλέγματα.

 Όλη τη νύχτα στρατιώτες και πολίτες πυροβολούσαν απάνω μας, στο σωρό, για διασκέδαση. Μείναμε εκεί τη νύχτα κάτω από δυνατή βροχή.

 Είμαστε ξαπλωμένοι μέσα στα νερά για να φυλαγόμαστε από τους πυροβολισμούς, όποιον έβλεπαν όρθιο τον σκότωναν αμέσως.

 Το πρωί μας ξεκίνησαν για τη Μαγνησία.

 Στο δρόμο οι Τούρκοι χωρικοί έρχονταν από τα γύρω με τσεκούρια με ξύλα, μαχαίρια και δίκαννα και σκότωναν ανεμπόδιστα.

 Έξω από τη Μαγνησία ξεχώρισαν τους μικρασιάτες, έως 500, τους έβγαλαν  παράμερα και τους έδεσαν όλους μαζί.

 Έπειτα τους κατέβασαν σε μια χαράδρα μπροστά μας και τους σκότωσαν με το πολυβόλο».

Για το μαρτύριο της δίψας ο Σπανομανώλης γράφει στο βιβλίο του για το δικό του στρατόπεδο : 

«Ήταν η 7η ημέρα της νηστείας κα της δίψας. Το απόγευμα της 22ης Αυγούστου με δυσκολία προχώρησα ως τα πρόχειρα αποχωρητήρια.

 Εκεί είδα ένα απαίσιο θέαμα που ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεχάσω.

 Πολλοί αιχμάλωτοι είχαν κυριολεκτικά αποτρελαθεί από τη δίψα, είχαν πέσει μπρούμυτα μέσα στα αποχωρητήρια και έπιναν ούρα. Κάποιος σαν σκελετός γύριζε κρατώντας ένα δοχείο ζητώντας ούρα.

 Είδαμε ανθρώπους, που πίνανε τα κάτουρα των συντρόφων τους, προσφέροντας κι αυτοί για αντάλλαγμα της καλοσύνης τα δικά τους.».

Η σκληρή καθημερινότητα στα στρατόπεδα, σ’ όλο το μήκος της αιχμαλωσίας, πρόσθεσε τον δικό της τύμβο. 

Η δυσεντερία και ο εξανθηματικός τύφος, η πνευμονία και οι μολύνσεις των  τραυμάτων, η έλλειψη φαρμάκων και κάθε υγειονομικής φροντίδας θα δώσουν τους δικούς τους θανάτους.

Ο αιχμάλωτος Υπίατρος Π. Χατζηπέτρος εξιστορεί σε σημείωμά του:

« Ασθενείς και τραυματίες μαζί άνευ ιατρικής τινός περιθάλψεως, καιόμενοι υπό πυρετού και οιμόζωντες εκ των πόνων, ως επί το πλείστον νηστικοί.

 Πλείστοι είχον πάθει γάγγραιναν και όζων φρικτώς.

 Στο νοσοκομείο Ουσάκ υπήρχεν ο περίφημος θάλαμος των διαρροϊκών. 

Από τον θάλαμο αυτό κανείς δεν βγήκε ζωντανός πλην ενός.

 Η βρόμα ήταν τέτοια που μόνο να μπης, για να κάνεις επίσκεψη, ήταν ηρωισμός.

 Δεν είχα τον καιρό, ούτε το δικαίωμα να κλάψω βλέποντας τα παλληκάρια εκείνα,    που προ της αιχμαλωσίας τα είχα δει γεμάτα σφρίγος και ζωντάνια.

Ο αιχμάλωτος λοχαγός του πυροβολικού Παπαδόπουλος Κων/νος μέσα σε    ξέσπασμα οργής και οδύνης διηγείται:

 «Είναι απίστευτο να πιστέψει κανείς αυτό που συνέβη.

 Ο στρατός μας νικήθηκε χωρίς να πολεμήσει. Όταν άρχισε η επίθεση, δεν είχε  διάθεση να αντισταθεί, έτσι από πείσμα.

 Αγανακτισμένος που τον άφηναν εκεί ατέλειωτα, αγανακτισμένος που τον έβαζαν να χτυπιέται ανώφελα, που τον παραμελούσαν και τον εκμεταλλεύονταν για σκοπούς   που δεν έβλεπε πια, αγανακτισμένος γιατί έχυνε το αίμα του χωρίς κι ο ίδιος να πιστεύει στη ωφέλεια των μεγάλων του θυσιών.

 Δεν ήθελε να παλέψει χωρίς λόγο.

 Ήταν μια γενική άρνηση υπηρεσίας».

Άξιο όμως αναφοράς, ότι ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν οι δύο αντιστράτηγοι σωματάρχες του Α και Β σώματος στρατού, οι μέραρχοι 4ης και 11ης, 12ης και 13ης μεραρχίας. 

Επίσης 2.050 αξιωματικοί αιχμάλωτοι εκ των οποίων 250 ανώτεροι.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Το δράμα των αιχμαλώτων, που επέζησαν, τελείωσε τον Αύγουστο του 1923 με την ανταλλαγή και τη παράδοσή τους στις ελληνικές αρχές.

Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν ακτοπλοϊκώς από τη Σμύρνη στον Πειραιά με 

συνεχόμενα δρομολόγια.

Η ολιγοήμερη στάση στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου στη περιοχή του 

Πειραιά ήταν υποχρεωτική.

 Την εικόνα αποτυπώνει σε αναφορά του και πάλι ο Άγγλος συνταγματάρχης 

Nairne: 

«Τα μπράτσα τους δεν υπήρχαν για να γίνει ο εμβολιασμός.

 Κάτω από το ηλιοκαμένο δέρμα δεν υπήρχε ζωή».

Πολλοί ή μάλλον σχεδόν όλοι τους διατελούν με την εντύπωση, ότι είναι ακόμη αιχμάλωτοι: άλλοι, αντικρίζουν φοβισμένα κάθε άνθρωπο, που πλησιάζει,  φανταζόμενοι προς στιγμήν, ότι πρόκειται να τους αγοράσει, όπως αγόραζαν, εκεί κάτω, τους συντρόφους των οι Τούρκοι, ανανεώνοντες, τα παλαιά παζάρια των σκλάβων.

 Άλλοι, τινάζονται πάνω έντρομοι στην προσέγγιση οιουδήποτε βαθμοφόρου του Λοιμοκαθαρτηρίου και δουλικά απαντούν « Εφέντημ » σε κάθε ερώτησή τους.

 Άλλοι, τείνουν το χέρι να πάρουν το ψωμί των και φυλάγονται μήπως δεχτούν     κανένα κατακέφαλον, από αυτούς εις τους οποίους είχε συνηθίσει η τουρκική αβρότης.»

Πληροφοριες

Γεώργιος Λεονταρής,

Προέλαση

Ελευθερία


ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ