ΑΘΩΣ Ή ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΟΥΝΟ ΤΟΥ ΔΙΑ, ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΝΕΑΡΕΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ, ΙΕΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ, ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ ΝΑ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ ΕΚΕΙ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ.
ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ: «ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΕΒΡΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ».
ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΜΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑ ΗΛΙΘΙΟ…ΘΑ ΣΕ ΡΙΞΕΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΛΟΓΩ ΠΕΙΡΑΣ.
«Βρέθηκε η Κιβωτός με τις Δέκα Εντολές - Μετά τον Ιντιάνα Τζόουνς την σκυτάλη παίρνουν οι ερευνητές». ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΞΥΠΝΟΥΣ ΓΥΦΤΟΕΛΛΗΝΕΣ.
Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus, (330 – 391 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, ελληνικής καταγωγής. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας ιστορικός της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου. Το σπουδαίο ιστορικό έργο του, γραμμένο στα Λατινικά, με την ονομασία Res gestae (Πράξεις ή, συμβατικά, Ιστορία), κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων ιστορικών έργων, της τάξεως του Λίβιου και του Τακίτου. Οι σημερινοί Έλληνες αγνοούν τελείως τον Έλληνα ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο και βέβαια η αιτία γι αυτό δεν είναι ότι έγραψε το έργο του στα Λατινικά. Η ιστορία που έγραψε ο Μαρκελλίνος είναι μία καταγραφή των ιστορικών γεγονότων είκοσι πέντε ετών, τα οποία έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας ο ίδιος και καλύπτει την περίοδο της αυτοκρατορίας του Κωνστάντιου, του Ιουλιανού, του Ιοβιανού και του Βάλη. Καταγράφει μία περίοδο δραματικών αλλαγών, μιας αυτοκρατορίας εξαντλημένης από την υπερβολική φορολόγηση, τη διαφθορά, την καταστροφή των μεσαίων τάξεων. Ειδικά τα βιβλία XIV-XIX αναφέρονται στη ζωή και το έργο του αρχαιολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού.
Η ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΣ
Ο Έλληνας ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος έζησε τα γεγονότα των διωγμών εναντίον των Ελλήνων, επί Κωνστάντιου Β’, στη Σκυθόπολη και έγραψε: "αρκούσε κάποιος να φέρει στο λαιμό κάποιο φυλακτό που προστατεύει από τον πυρετό ή οποιαδήποτε άλλη ασθένεια, ή να υπάρχουν μαρτυρίες κακόβουλων ανθρώπων ότι επισκέφθηκε κάποιον τάφο το βράδυ, για να τον βρουν ένοχο και να τον εκτελέσουν ως μάγο ή ως ερευνητή της φρίκης των τάφων και των ανάξιων σκιών των φαντασμάτων που τους στοιχειώνουν".
(XIX, 12, 14-15)
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΜΜΙΑΝΟΥ ΜΑΡΚΕΛΛΙΝΟΥ
Οι γνώσεις μας για τον Αμμιανό Μαρκελλίνο είναι ελάχιστες και αυτές
αντλούνται αποκλειστικά από τις αυτοβιογραφικές αναφορές του στο έργο του, το Res
gestae.
Μια σαφής ένδειξη για την καταγωγή του βρίσκεται στο τέλος της Ιστορίας
του, όπου μας συστήνεται ως «πρώην στρατιώτης και Έλληνας» (Res gestae,
31.16.9), καθώς και σε σημεία όπου παραθέτει ελληνικές λέξεις με το σχόλιο
«όπως εμείς το λέμε» (π.χ. Res gestae, 20.3.11).
Θεωρείται πολύ πιθανό πως γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αντιόχεια περί το 330 μ.Χ.. Κατα μία άποψη, η χρονολογία της γέννησης του Αμμιανού τοποθετείται μεταξύ των ετών 332 και 335. Από τη σχέση του με την Αντιόχεια μπορεί να εξηγηθεί η εξοικείωσή του με τη λατινική γλώσσα, καθώς η μεγάλη αυτή πόλη ήταν σημαντικότατο στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο, το οποίο έβριθε από λατινόφωνους στρατιωτικούς και άλλους κρατικούς υπαλλήλους. Ένδειξη της καταγωγής αυτής θεωρείται το γράμμα του Αντιοχέα ρήτορα Λιβάνιου προς κάποιον με το όνομα Αμμιανός. Ωστόσο, η θεωρία της καταγωγής και ανατροφής στην Αντιόχεια έχει δεχτεί ισχυρή κριτική από μερικούς σύγχρονους ιστορικούς όπως οι D. Bowersock, T.D. Barnes, C.W. Fornara. Κατ' αυτούς, η επιστολή του Λιβανίου είχε άλλον παραλήπτη με το ίδιο όνομα και θεωρούν ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε κάποια άλλη πόλη της ελληνικής Ανατολής.
Κατά μία πιθανή εκδοχή, μεγάλωσε σε λατινόφωνη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν πιθανά στρατιωτικός. Ο ίδιος ο Αμμιανός έκανε καριέρα ως στρατιωτικός, με το βαθμό του protector domesticus (είδος βοηθού αξιωματικού επιτελείου). Ήταν ήδη νέος όταν έλαβε αυτό τον βαθμό, παρόλο που άλλοι στρατιωτικοί χρειάζονταν αρκετά χρόνια υπηρεσίας για να το πετύχουν. Αυτό είναι ένδειξη ότι ο Αμμιανός ανήλθε στην ιεραρχία μέσω οικογενειακών διασυνδέσεων.
Στη στρατιωτική του καριέρα, ήταν μέλος του επιτελείου του στρατηγού Ουρσικίνου και ταξίδεψε μαζί με τον στρατηγό στη Μεσοποταμία, τη Γαλατία και την Ιταλία. Στο μέτωπο της Μεσοποταμίας, συμμετείχε σε αναγνωριστικές αποστολές κατά τη διάρκεια του βυζαντινοπερσικού πολέμου που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β'. Κατά την πολιορκία της πόλης Άμιδα (σημ. Ντιγιαρμπακίρ, στην Τουρκία) κινδύνεψε να συλληφθεί από τους Πέρσες, όταν η πόλη έπεσε τελικά στα χέρια τους. Η πτώση της Άμιδας είχε σοβαρές επιπτώσεις στην καριέρα του Ουρσικίνου και, καθώς φαίνεται, και του Αμμιανού ο οποίος είτε παραιτήθηκε, ακολουθώντας τον προϊστάμενό του, είτε υποβιβάστηκε σε λιγότερο ζηλευτά καθήκοντα. Με την άνοδο όμως του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην εξουσία, είναι πιθανό ότι επανακλήθηκε σε υπηρεσία γιατί εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφικά αποτυχημένης εισβολής του Ιουλιανού στην Περσία, την άνοιξη του 363 μ.Χ.
Με τη λήξη της περσικής εκστρατείας, ο Αμμιανός πρέπει να ταξίδεψε για να συλλέξει πληροφορίες για το έργο του, το οποίο συνέχισε να γράφει. Πράγματι, στο έργο του υποστηρίζει σε διάφορα σημεία πως γνώρισε από κοντά μέρη όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος και ο Εύξεινος Πόντος. Περί το 383 ή 384, το αργότερο, βρισκόταν στη Ρώμη, όπου συνέλεξε πληροφορίες για τις εκστρατείες του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού εναντίον των βαρβάρων στο μέτωπο του Ρήνου, τα γεγονότα στη Βόρεια Αφρική καθώς και τις δίκες προδοσίας και το κλίμα τρόμου στην ίδια τη Ρώμη. Μετά την περάτωση του έργου του (η οποία συνάγεται ότι έλαβε χώρα το 390 ή το 391), δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τη ζωή του.
Αμμιανός Μαρκελλίνος
- Η ζωή και το έργο του Ιουλιανού,
τ. Α', Εκδόσεις Εύανδρος.
Η Ιστορία (Res gestae) είναι καταγραφή, σε 31 βιβλία, ιστορικών γεγονότων που ξεκινούν από την άνοδο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρβα το 96 μ.Χ. και τελειώνει με την καταστροφική για τους Ρωμαίους μάχη της Αδριανούπολης το 378 μ.Χ.
Τα πρώτα 13 βιβλία έχουν χαθεί και μόνο από αναφορές σε αυτά, στο υπόλοιπο έργο, είναι δυνατή η εκτίμηση του περιεχομένου τους. Φαίνεται πως η αφήγηση αυτού του τμήματος, μέχρι το σημείο που ξεκινά η βασιλεία του Κωνσταντίου, ήταν συνοπτική. Το σωζόμενο τμήμα του έργου αρχίζε από το 353, με τον τελευταίο χρόνο της ζωής του καίσαρα Γάλλου, αδελφού του Ιουλιανού. Στη συνέχεια, καλύπτει την περίοδο της αυτοκρατορίας του Κωνστάντιου, του Ιουλιανού, του Ιοβιανού και της δυαρχίας Βαλεντινιανού - Βάλη. Κατα μία άποψη, τα τελευταία βιβλία του έργου, XXVI έως XXXI, ολοκληρώθηκαν μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μεταξύ των ετών 397 και 400. Η οπτική αυτή, που ήταν διαδεδομένη παλαιότερα στους μελετητές του Αμμιανού, δεν υιοθετείται πλέον από την ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία κλίνει προς τη θέση ότι το σύνολο του έργου δημοσιεύθηκε μεμιάς, ανάμεσα στα τέλη του 389 και τα μέσα του 391.
Ο Αμμιανός, πέρα από τις δικές του εντυπώσεις, φαίνεται να χρησιμοποίησε δημόσια έγγραφα (relationes), όπως π.χ. επιστολές κρατικών αξιωματούχων. Επίσης, είναι πιθανό να βασίστηκε σε συνεντεύξεις με τέτοια πρόσωπα, τα οποία είχαν λάβει μέρος στα γεγονότα που περιγράφει.
Εν γένει, έχει αποδειχθεί πως, εκτός από τις δικές του εντυπώσεις ως αυτόπτη μάρτυρα και τα στοιχεία από συνέλεξε ο ίδιος, ο Αμμιανός κάνει εκτεταμένη χρήση άλλων, λατινόφωνων κυρίως πηγών. Σημαντική μερίδα σύγχρονων ιστορικών, όπως π.χ. ο Glenn Bowersock, θεωρεί ότι ο Αμμιανός έχει βασιστεί σε σημαντικό βαθμό στη, χαμένη σήμερα, Ιστορία του Ευνάπιου από τις Σάρδεις, ειδικά στην περιγραφή της περσικής εκστρατείας του Ιουλιανού. Ωστόσο, μερικοί διαφωνούν με αυτό το συμπέρασμα ή πιθανολογούν πως χρησιμοποίησε τον Ευνάπιο μόνο στα σημεία όπου δεν ήταν ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας. Εκτός αυτού, στα πρώτα βιβλία του έργου, είναι πιθανό να χρησιμοποίησε άγνωστους ή χαμένους σε μας λατινόφωνους συγγραφείς ως πρωτογενείς πηγές.
Χρήση άλλων συγγραφέων κάνει πιο συχνά στις παρεκβάσεις του (π.χ. για τις πολιορκητικές μηχανές, την περσική ιστορία, θρησκεία και γεωγραφία κ.α.), όπου γενικά προτιμά τις υπάρχουσες γραπτές πηγές από τη δική του εμπειρία. Αυτή η πρακτική δεν ήταν κάτι που εγκαινίασε ο Αμμιανός. Ήταν συνηθισμένη στους Ρωμαίους ιστορικούς της αρχαιότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Σαλλούστιο. Τέλος, είναι πιθανό πως άντλησε από ημι-ιστοριογραφικά κείμενα, όπως η εξιστόρηση της μάχης του Στρασβούργου, η οποία λέγεται ότι γράφηκε από τον ίδιο τον Ιουλιανό. Ακόμη, ίσως χρησιμοποίησε τις αναμνήσεις του Ορειβάσιου, προσωπικού γιατρού και συντρόφου του Ιουλιανού, ενώ φαίνεται εξοικειωμένος με άλλα έργα του αυτοκράτορα, όπως ο Μισοπώγωνας.
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
Η σύγχρονη κριτική εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο για την ενδελέχεια του έργου, και ο Αμμιανός θεωρείται ο συγγραφέας της πιο ζωντανής, ευανάγνωστης και καλαίσθητης ιστορίας του 4ου αιώνα. Aπαραίτητη για την ανασύσταση των γεγονότων εκείνης της εποχής και διαχρονικό έργο της αρχαιότητας, η Ιστορία του είναι προϊόν προσπάθειας αναβίωσης και του μεγαλοπρεπούς ιστοριογραφικού ύφους, το οποίο είχε επικρατήσει στον λατινικό κόσμο τους δύο προηγούμενους αιώνες. Αυτά τα πρότυπα προσπαθεί να αναβιώσει και να ξεπεράσει ο Αμμιανός, διανθίζοντάς τα με ηθικά υποδείγματα (exempla) από την αρχαία ιστορία και εκτεταμένες παρεκβάσεις οι οποίες καλύπτουν κάθε τομέα της αρχαίας γνώσης. Ίσως αυτές οι ατέλειωτες ηθικολογίες και οι εγκυκλοπαιδικές λεπτομέρειες κουράζουν τον σύγχρονο αναγνώστη, όμως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κολοσσιαία φιλοδοξία του συγγραφέα. Μέσα από το έργο του προβάλλει η καυστική περιγραφή μιας άθλιας και βίαιης εποχής.
Το έργο του Αμμιανού θαύμαζε απεριόριστα ο Βρεταννός ιστορικός Edward Gibbon (1737–1794).
Προτομή του Κωνστάντιου Β΄
(από ιταλικό μουσείο).
Κωνστάντιος Β´
Με διάταγμά του επίσης αποφάσισε το κλείσιμο όλων των ναών, πλην των χριστιανικών, στην υπαρχία της Ανατολής, αλλά και την απαγόρευση επί ποινής θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, σε όποιον προσέφερε θυσίες σε θεούς.
Δεν υπήρξε και τόσο ευτυχής οικογενειάρχης, αφού πέθανε άτεκνος, καθώς ούτε από την πρώτη σύζυγο, (ξαδέλφη του) κόρη του θείου του Ιουλίου Κωνστάντιου, ούτε από τη δεύτερη την από Θεσσαλονίκης Ευσεβία που νυμφεύθηκε στο Μεδιόλανο το 353 απέκτησε παιδί, από δε την τρίτη που νυμφεύθηκε στην Αντιόχεια το 361, την Φαυστίνα, απέκτησε ένα κορίτσι, το οποίο όμως γεννήθηκε μετά τον θάνατό του.
- Βλάσιος Φειδάς, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδόσεις Διήγηση.
- A. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Εκδόσεις Πάπυρος.
- Βασίλειος Στεφανίδης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδόσεις Παπαδημητρίου.
- Κόλια-Δερμιτζάκη Αθηνά, «Ο Βυζαντινός Ιερός Πόλεμος», Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1991.
- Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Γ', Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987.
- Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Το Βυζαντινό Κράτος», Ερμής, Αθήνα 1988.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ', «Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978.
- Επιστολή Ιουλιανού προς Βοστρήνους (362 μ.Χ.), μτφρ. "Κάκτος" στο Ιουλιανός-Άπαντα, τόμ. 5, Κάκτος, Αθήνα 1994.
- Βακαλούδη Αναστασία, «Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο, 4ος-7ος μ.Χ. αι.», Ενάλιος, Αθήνα 2001.
- Dodds R. Ε., «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας», Αλεξάνδρεια, 1995.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου