ΜΠAΓΚΡΑΜ, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Η ελληνική επιρροή στην βουδιστική τέχνη
(300 π.Χ. - 500 μ.Χ.)
Νόμισμα με το κεφάλι του Μεγάλου Έλληνα Βασιλιά Μενάνδρου
(β' μισό του 2ου αιώνα π.Χ.). Ήταν ο ενδοξότερος βασιλιάς του Ελληνοϊνδικού βασιλείου. (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο)
Πήρε την προσωνυμία «Σωτήρας» και «Δίκαιος».
Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ, ΕΦΤΑΝΕ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΓΑΓΓΗ.
Στην κηδεία του ο θρήνος των Ελλήνων και των Ινδών ήταν απερίγραπτος.
Η Γκαντάρα, αρχαία περιοχή της Ινδίας, στα Σανσκριτικά σημαίνει ευωδιασμένη γη.
Τα όρια της Γκαντάρας αμφισβητούνται από τους νεότερους αρχαιολόγους.
Ο Ηρόδοτος τον 5o αι. π.Χ. χρησιμοποίησε πρώτος το όνομα Γανδάριοι για να χαρακτηρίσει τους κατοίκους της περιοχής νοτίως του Χιντοκούς. Από αυτή τη μαρτυρία, καθώς και από αναφορές του αρχαίου ιστορικού Στράβωνα και των Κινέζων περιηγητών Φαχσιέν και Χσουάν Τσανγκ, συνάγεται ότι τα όριά της εκτείνονταν στην περιοχή που κατά την εποχή της βρετανικής κυριαρχίας των Ινδιών ονομαζόταν Πεσαβάρ, από την άνω κοιλάδα του Σουάτ μέχρι το Κασμίρ από το ένα μέρος και τη Βακτρία από το άλλο. Συχνά αναφέρεται ως Χώρα των Σπηλαίων. Στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα μια τέχνη που σήμερα φέρει τη συμβατική ονομασία της περιοχής (τέχνη της Γκαντάρας). Αυτή γεννήθηκε από τη συνεύρεση της ανατολικής θρησκείας του βουδισμού (από τις Ινδίες) και ελληνικών επιρροών από τα Δ. Οι δυτικές επιδράσεις φαίνονται στην κλασική στάση και απόδοση των μορφών.
Γκαντάρα
Κλιμακωτή κατασκευή από ψαμμόλιθο, με ανάγλυφη παράσταση στην οποία είναι εμφανής η ελληνιστική επίδραση.
Έτσι, οι θεότητες εμφανίζονται με ανθρώπινη μορφή και ο Βατζραπάνι, ο σύντροφος του Βούδα, αναπαριστάνεται ως Δίας ή Σειληνός. Από την άλλη πλευρά, η αμφίεση, η διακόσμηση, η αυστηρή και μετωπική στάση έχουν περσική προέλευση.
Η περίοδος κατά την οποία άκμασε η τέχνη της Γκαντάρας αμφισβητείται, φαίνεται όμως πωςχρονολογείται μεταξύ 1ου αι. π.Χ., όταν οι περσικής καταγωγής Σάκες εκτόπισαν τους Έλληνες της περιοχής, και 5ου αι. μ.Χ., όταν οι Ούννοι επέδραμαν στη χώρα. Η ακμή του πολιτισμού της Γκαντάρας τοποθετείται στον πρώτο και δεύτερο αιώνα της δημιουργίας του. Η γλυπτική είναι η κυριότερη και αρτιότερη έκφραση της τέχνης της Γκαντάρας. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν ίχνη ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής, εκτός από λίγα δείγματα στούπας, που μαρτυρούν εξέλιξη προς πιο εκλεπτυσμένες μορφές θόλου.
Κεφάλι του Βούδα από την Γκαντάρα (3ος αι. μ.Χ.). Στην περιοχή της Γκαντάρας άνθησε μια καλλιτεχνική ελληνοβουδιστική έκφραση. Η τέχνη της Γκαντάρας χαρακτηρίζεται από τη χρήση ελληνιστικών στοιχείων στην απόδοση ινδικών και βουδιστικών θεμάτων.
Η εξαιρετική ιστορική αξία της γλυπτικής της Γκαντάρας, προκύπτει από τον συνδυασμό της ελληνικής τέχνης με τον ινδικό θρησκευτικό και φιλοσοφικό κόσμο. Η γλυπτική επεξεργάστηκε επίσης την ανθρωπομορφική εικονογραφία του Βούδα και της διδασκαλίας του, που στην ανεικονική ινδική τέχνη αποδιδόταν με σύμβολα· τέλος, διέδωσε τη βουδιστική τέχνη σε όλη την κεντρική και ανατολική Ασία. Σημαντικότερα κέντρα καλλιτεχνικής παραγωγής της Γκαντάρας υπήρξαν το Πουσκαταβάτι και η Ταξίλι.
Στην Γκαντάρα γεννήθηκε η περίφημη ομώνυμη σχολή της ελληνοβουδιστικής τέχνης.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από τα μέχρι τώρα ανασκαφικά ευρήματα, περισσότερα από τα οποία είναι γλυπτά. Σ' αυτά περιλαμβάνονται δείγματα ελληνοβουδιστικής αλλά και καθαρά ελληνικής τεχνοτροπίας.
Τα δύο φημισμένα αγάλματα του Σκελετωμένου Βούδα που βρίσκονται στα Μουσεία των πόλεων Λαχώρης και Πεσάβαρ, βρέθηκαν σε παλαιότερες ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή Μαρντάν.
Η τέχνη της Γκαντάρα, έδωσε στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., τις πρώτες γλυπτές απεικονίσεις του Βούδα στο στυλ του Απόλλωνα, το μεγαλύτερο δώρο στον κόσμο του Βουδισμού.
Από εκεί εξαπλώθηκε στην Ινδία, την Κίνα, την Κεντρική Ασία, το Θιβέτ, την Μογγολία, την Κεϋλάνη, την Βιρμανία, το Σιάμ, την Ιάβα και τελικά, τον 5ο αι. μ.Χ. έφθασε στην Κορέα και την Ιαπωνία. Χρησιμοποίησε ως υλικά την πέτρα, τον γύψο, τον πηλό και τον χαλκό.
Για τα περισσότερα γλυπτά χρησιμοποιήθηκε ένα είδος σχιστόλιθου που βρίσκεται σε μεγάλη επάρκεια στους γύρω λόφους. Είναι πέτρα μαλακή με σταχτο-γαλαζο-πράσινες αποχρώσεις. Αργότερα, για τα γλυπτά, χρησιμοποιήθηκε η μαλακή σαπουνόπετρα και το μάρμαρο.
Για τα περισσότερα γλυπτά χρησιμοποιήθηκε ένα είδος σχιστόλιθου που βρίσκεται σε μεγάλη επάρκεια στους γύρω λόφους. Είναι πέτρα μαλακή με σταχτο-γαλαζο-πράσινες αποχρώσεις. Αργότερα, για τα γλυπτά, χρησιμοποιήθηκε η μαλακή σαπουνόπετρα και το μάρμαρο.
Ο Ηρακλής ως προστάτης του Βούδα (!)
(3ος αιώνας- Πακιστάν - αρχαία περιοχή της Γκαντάρας)
Στην τέχνη της Γκαντάρα υπάρχουν πολλές απεικονίσεις του Βούδα :
1) ως Μποντισάτβα Σιντάρτθα (προ-φωτίσεως), με πριγκιπικά ρούχα, κοσμήματα και στολίδια,
1) ως Μποντισάτβα Σιντάρτθα (προ-φωτίσεως), με πριγκιπικά ρούχα, κοσμήματα και στολίδια,
2) ως Βούδας (πεφωτισμένος) με μοναστική ρόμπα και ένα μακρύ ένδυμα, σε διάφορες στάσεις και θέσεις των χεριών του,
3) ως Μποντισάτβα Μαϊτρέια (ο Βούδας του μέλλοντος), έννοια που ενσωματώθηκε στον βουδισμό της Γκαντάρα προερχόμενη από την παράδοση της Περσίας. Αναγνωρίζεται από την κόμμωσή του και το φλασκί με το νερό που φέρει,
4) ως Αβαλοκιτέσβαρα (Μποντισάτβα της ευσπλαχνίας) με την γιρλάντα στο χέρι του και την σαν στέμμα κόμμωσή του,
5) ως Μποντισάτβα Παντμαπάνι, και
6) ως Μποντισάτβα Μαντζούσρι.
Στο μουσείο της Μποντ Γκάγια ανάμεσα στα εξαίσια γλυπτά βουδιστικής τέχνης υπάρχουν και γνωστές φιγούρες της ελληνικής μυθολογίας όπως ο πήγασος, ο κένταυρος, η γοργόνα και η μέδουσα που αποτελούν μια αδιάψευστη απόδειξη της σημαντικής επιρροής που άσκησε η αρχαία ελληνική σκέψη πάνω στη βουδιστική.
Η επιρροή αυτή άρχισε από την εποχή του ίδιου του Βούδα, που σύμφωνα με την Assalāyana Sūtta, φαίνεται να είναι ο πρώτος, στην ινδική ιστορία, που ανέφερε τους Έλληνες (yona–s στην γλώσσα Πάλι ) και τη μη ύπαρξη καστών στη χώρα τους.
Οι σχέσεις των Ελλήνων με το βουδισμό συνεχίστηκαν και θεωρείται πολύ πιθανό ο Αυτοκράτορας Ασόκα, που καθιέρωσε για πρώτη φορά τον βουδισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, να είχε μητέρα ή γιαγιά του την κόρη του Βασιλιά Σέλευκου, Έλενα, καθώς ο διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου την είχε δώσει για γάμο στον οίκο του Τσαντραγκούπτα σύμφωνα με την συμφωνία ειρήνης και συνεργασίας που υπέγραψαν μεταξύ τους.
Η υποστήριξη των απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον βουδισμό κορυφώνεται την εποχή του Βασιλιά Μένανδρου, του οποίου η φιλοσοφική συζήτηση με τον μοναχό Ναγκασένα, έχει καταγραφεί στην ιερή γραφή της Milindapañha και τον έχει αναδείξει σαν έναν από τους Άρχατ (φωτισμένους) του βουδισμού.
Εκτός από τα γλυπτά του Βούδα και των Μποντισάτβας υπάρχουν γλυπτά του Πάντσικα, θεού του πλούτου, και της Χαρίτι, θεάς της γονιμότητος.
Η γλυπτική τεχνική της Γκαντάρα είναι «πρόσθια», δηλαδή η πίσω πλευρά των γλυπτών μένει ακατέργαστη διότι στερεώνονταν σε τοίχους και δεν ήταν ορατή.
Τα προσφιλέστερα θέματα της τέχνης της Γκαντάρα είναι παρμένα από την ζωή του Βούδα. Από την ώρα της βιολογικής του σύλληψης, όλα τα επεισόδια της ζωής του ιστορούνται με πολλή προσοχή σε αφηγηματικά ανάγλυφα. Στα ανάγλυφα αυτά κάθε ιστορία χωρίζεται από την άλλη με έναν στύλο κορινθιακού ή ιωνικού ρυθμού.
Τα ιερά βουδιστικά μνημεία (γνωστά ως "στούπες") όπου στεγάζονται ιερά λείψανα ή κείμενα σχετικά με τον Βούδα, καλύπτονται από αφηγηματικά ανάγλυφα στερεωμένα με σιδερένια καρφιά ή γάντζους, μέσα από τα οποία ξετυλίγεται η ζωή του.
Εκτός από τα γλυπτά του Βούδα και των Μποντισάτβας υπάρχουν γλυπτά του Πάντσικα, θεού του πλούτου, και της Χαρίτι, θεάς της γονιμότητος.
Η γλυπτική τεχνική της Γκαντάρα είναι «πρόσθια», δηλαδή η πίσω πλευρά των γλυπτών μένει ακατέργαστη διότι στερεώνονταν σε τοίχους και δεν ήταν ορατή.
Τα προσφιλέστερα θέματα της τέχνης της Γκαντάρα είναι παρμένα από την ζωή του Βούδα. Από την ώρα της βιολογικής του σύλληψης, όλα τα επεισόδια της ζωής του ιστορούνται με πολλή προσοχή σε αφηγηματικά ανάγλυφα. Στα ανάγλυφα αυτά κάθε ιστορία χωρίζεται από την άλλη με έναν στύλο κορινθιακού ή ιωνικού ρυθμού.
Τα ιερά βουδιστικά μνημεία (γνωστά ως "στούπες") όπου στεγάζονται ιερά λείψανα ή κείμενα σχετικά με τον Βούδα, καλύπτονται από αφηγηματικά ανάγλυφα στερεωμένα με σιδερένια καρφιά ή γάντζους, μέσα από τα οποία ξετυλίγεται η ζωή του.
Οι Τζάτακας, οι μυθολογικές αφηγήσεις των προηγούμενων ενσαρκώσεων του Βούδα (550 τον αριθμό), έχουν μεγάλη σημασία, διότι από αυτές αντλεί την θεματολογία της η αρχαία βουδιστική τέχνη της Ινδίας.
Τα Τάξιλα για τη βουδιστική τέχνη είναι ένας τόπος ξεχωριστός. Εδώ, το κλειδωμένο θησαυροφυλάκιο είναι γεμάτο με περίτεχνα χρυσά ελληνικότατα κοσμήματα. Εδώ ο Βούδας πρωτοεκφράστηκε από τους Έλληνες ανθρωπομορφικά στη γλυπτική. Ως τον πρώτο μ.Χ. αιώνα εικονιζόταν συμβολικά, ως ίχνος πέλματος ή ως δένδρο. Θεωρείται ότι ως ανθρωποκεντρικό μοντέλο χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός Απόλλωνας με την εξιδανικευμένη ηρεμία. Γλυκό, μελαγχολικό βλέμμα, το σώμα να διαγράφεται με πλαστικότητα κάτω από τον χιτώνα.
Ο αρχαιολογικός χώρος στα Τάξιλα έχει ξεκάθαρα τα ίχνη της ελληνιστικής πόλης.
Ο Αλέξανδρος πέρασε επευφημούμενος από τον κεντρικό δρόμο στο Σιρπάκ, την καλύτερα διατηρημένη από τις πόλεις στην περιοχή.
Στο μουσείο στα Τάξιλα όπως και αργότερα στο άλλο τοπικό μουσείο στο Σουάτ, στην ομώνυμη καταπράσινη, χαμογελαστή κοιλάδα και στο Πεσαβάρ, στην πολύβουη πόλη, συναντά κανείς πάμπολλα ελληνικά στοιχεία: Τρίτωνες, Ιππόκαμπους, Ερωτες, Ατλαντες, Σιληνούς, παλαιστές, Σατύρους, βακχικές σκηνές.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο χριστιανός απόστολος Θωμάς, το 44 μ.Χ., επισκέφθηκε την περιοχή, έγραψε «η πόλη έχει κάστρο ολόγυρα όπως οι ελληνικές πόλεις, οι δρόμοι θυμίζουν τους δρόμους της Αθήνας και τα σπίτια είναι διώροφα». Για διακόσια ακόμη χρόνια παρέμεινε η ελληνιστική επίδραση στη γλώσσα, στα νομίσματα, στη μεταλλοτεχνία, στη γλυπτική και στα κοσμήματα και σιγά σιγά μετατράπηκε σε ελληνοϊνδική.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΥΔΑΣΠΗ ΠΟΤΑΜΟΥ (326 Π.Χ.).
Οι δυτικοί ειδικοί αποδίδουν το τέλος της τέχνης της Γκαντάρα στην εισβολή των Ούννων, υπό τον Μιχιραγούλα, στα 540 μ.Χ.
Λόγω πολιτικής σύγχυσης και ελλείψει σταθερών κυβερνήσεων στην περιοχή, θα επαναναβιώσει ο Ινδουϊσμός, ενώ ο Ελληνοβουδισμός, κύρια δύναμη υποστήριξης και ανάπτυξης αυτής της τέχνης, θα εξαφανισθεί βαθμιαία.
Η Ελληνοβουδιστική τέχνη της Γκαντάρα
Όταν η Ινδία γνώρισε την Ελλάδα…
Η θεά Χαρίτι με κέρας της Αμαλθείας και πόλο.
Επιρροή από ελληνιστικά ειδώλια της θεάς Τύχης. Σχιστόλιθος τεφρός.
1ος -2ος αι. μ.Χ. Πεσχαβάρ.
Οι δύο χώρες συναντήθηκαν πριν από 2.300 χρόνια, το 326 π.Χ., όταν
ο Μέγας Αλέξανδρος οδήγησε τα στρατεύματά του μέχρι τον Ινδό ποταμό.
ΒΟΥΔΑΣ ΣΕ ΟΡΘΙΑ ΣΤΑΣΗ, αρχαία περιοχή της ΓΑΝΔΑΡΑΣ,
ανατολικό ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ, 1ος αιώνας μ.Χ.
Από το 280 π.Χ. και μετά, ελληνικά βασίλεια δημιουργήθηκαν στην βόρεια Πενταποταμία από Έλληνες της Βακτριανής, ενώ το 164-150 π.Χ. ο βασιλιάς της,ο Ευκρατίδης, ολοκλήρωσε την κατάληψη της Αραχωσίας, της Γεδρωσίας, της Γκαντάρα, των Ταξιλών, και της Πενταποταμίας, και έφθασε μέχρι την κοιλάδα του Γάγγη.
Αργότερα (100-80π.Χ.) ο Μένανδρος κατέλαβε τη δυτική κοιλάδα του Γάγγη και του Γουτζράτ και διδάχτηκε το Βουδισμό. Ίδρυσε το Ελληνο-ινδικό Βασίλειο με πρωτεύουσα την Σάγαλα, και χρησιμοποίησε νομίσματα που έφεραν δίγλωσσες επιγραφές στα ελληνικά και ινδικά.
Αργότερα (100-80π.Χ.) ο Μένανδρος κατέλαβε τη δυτική κοιλάδα του Γάγγη και του Γουτζράτ και διδάχτηκε το Βουδισμό. Ίδρυσε το Ελληνο-ινδικό Βασίλειο με πρωτεύουσα την Σάγαλα, και χρησιμοποίησε νομίσματα που έφεραν δίγλωσσες επιγραφές στα ελληνικά και ινδικά.
Η αρχαία Γκαντάρα εκτεινόταν σε μία περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει το ανατολικό Αφγανιστάν, τμήμα του Πακιστάν, τη δυτική Πενταποταμία και βόρειες περιοχές της, καθώς και όλο το αρχαίο Κασμίρ.
Η Γκαντάρα είναι γνωστή από την επιρροή που άσκησε ο ελληνικός πολιτισμός στην κεντρική Ασία. Η επίδραση αυτή ήταν αποτέλεσμα της παραμονής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Σελευκιδών στην περιοχή τον 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και της δημιουργίας, τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ., του ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτρίας στο βόρειο, και του ελληνιστικού Βασιλείου του Ινδού στο νότιο τμήμα της περιοχής.
Στην περιοχή αυτή από τον 1ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε μία ιδιόμορφη τεχνοτροπία που είναι γνωστή ως «Ελληνοβουδδιστική τέχνη της Γκαντάρα».
Στην περιοχή αυτή από τον 1ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε μία ιδιόμορφη τεχνοτροπία που είναι γνωστή ως «Ελληνοβουδδιστική τέχνη της Γκαντάρα».
Η τέχνη της Γκαντάρα και ειδικότερα η γλυπτική, διαφοροποιείται από εκείνη των άλλων περιοχών της κεντρικής Ασίας, καθώς είναι επηρεασμένη κατά κύριο λόγο από ελληνιστικά πρότυπα.
Η επιρροή αυτή διακρίνεται έντονα στο διάκοσμο των γλυπτών ο οποίος περιλαμβάνει πληθώρα ελληνιστικών θεμάτων και μοτίβων, όπως φτερωτούς άτλαντες, ερωτιδείς με γιρλάντες και άνθη, μαιάνδρους, έλικες, κορινθιακά και ιωνικά κιονόκρανα, αμπέλια και τσαμπιά με σταφύλια, ανθέμια και φύλλα ακάνθου.
Επηρεασμένα από ελληνιστικά πρότυπα είναι και τα πτυχωτά ενδύματα των μορφών που θυμίζουν ελληνικούς χιτώνες.
Η βουδδιστική τέχνη ήταν αρχικά ανεικονική. Η πρώτη απεικόνιση του Βούδδα με ανθρώπινη μορφή συμπίπτει με την κατάκτηση της κεντρικής Ασίας και τμήματος της βόρειας Ινδίας από τους Κουσάν. Τον 2ο και 1ο αιώνα π.X. οι Κουσάν με αφετηρία τα βορειοδυτικά σύνορα της Κίνας προέλασαν νότια και κατέλυσαν σταδιακά τα ελληνιστικά Βασίλεια της Βακτρίας και του Ινδού, καθώς και την, υπό ινδική κυριαρχία, περιοχή της Πενταποταμίας.
Από τον 1ο έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. στα τοπικά εργαστήρια της Γκαντάρα κατασκευάστηκαν αγάλματα του Βούδδα και των Μποντισάτβα (των αγίων του Βουδδισμού).
Στα γλυπτά αυτά η εικόνα του Βούδδα είναι έντονα ελληνική.
Συνήθως έχει τη μορφή του Απόλλωνα ή του Διονύσου, με ελληνική μύτη και ελληνικό χτένισμα με κυματιστά μαλλιά δεμένα στη κορυφή του κεφαλιού σε κόρυβο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά αναμιγνύονται με ασιατικά στοιχεία, όπως η εξοφθαλμία και τα προεξέχοντα ζυγωματικά.
Από τον 1ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. στη Γκαντάρα κατασκευάζονται αφηγηματικά ανάγλυφα λαξευμένα πάνω σε σχιστόλιθο με θεματολογία παρμένη από τη
βουδιστική εικονογραφία.
Απεικονίζουν σκηνές πριν και μετά τη Φώτιση, τη διδασκαλία, το θάνατο, την είσοδο στην αχρονική Νιρβάνα, καθώς και επεισόδια από τις προηγούμενες ζωές του Βούδα. Συνήθως κοσμούσαν τις στούπες, τα ιερά ταφικά μνημεία του Βουδισμού. Στα ανάγλυφα αυτά παρά την έντονη κίνηση που έχουν ενίοτε οι
μορφές, εντύπωση παρουσιάζει η αυστηρά καθορισμένη διάταξη τους, η απουσία
βάθους και η ατονία στην απόδοση των λεπτομερειών.
Η ακτινοβολία μεγάλων βουδδιστικών θρησκευτικών κέντρων της περιοχής όπως στο Σβατ, την Πεσχαβάρ και τα Τάξιλα τροφοδότησε τη μετέπειτα εξάπλωση του Βουδδισμού στην Ινδοκίνα (Καμπότζη, Ταϊλάνδη), τα Ιμαλάϊα (Νεπάλ, Θιβέτ), και την Άπω Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία).-
Η ελληνοβουδιστική τέχνη της Γανδάρας.
Le Génie aux fleurs/Afghanistan, site de Hadda, monastère de Tapa-Kalan
Crédits : © Conception et réalisation musée national des arts asiatiques Guimet, avec le soutien du Crédit Agricole
Από μία διάλεξη της Πολίτσας Παρνασσού-Γρηγοράκου, Ιστορικού του Ελληνικού Πολιτισμού της Ανατολής, Καθηγήτριας στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο Αθηνών, (26/01/2015).
Με την σύμπραξη του κ. Pierre Cambon, Διευθυντή του Μουσείου Guimet.
Η ιστορικός παρουσίασε το σύνολο των εκθεμάτων της πρόσφατης έκθεσης του Μουσείου Guimet, καθώς και έργα της μόνιμης συλλογής του που αφορούν στην τέχνη της Γανδάρα, στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν.
Οι γαλλικές ανασκαφές και ανακαλύψεις από το 1920 στην αρχαία Βακτριανή, μαρτυρούν την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στις τέχνες της Κεντρικής Ασίας, σταυροδρόμι πολιτισμών και θρησκειών που συνυπήρξαν σε απόλυτη όσμωση και αρμονική μείξη.-
Με την σύμπραξη του κ. Pierre Cambon, Διευθυντή του Μουσείου Guimet.
Η ιστορικός παρουσίασε το σύνολο των εκθεμάτων της πρόσφατης έκθεσης του Μουσείου Guimet, καθώς και έργα της μόνιμης συλλογής του που αφορούν στην τέχνη της Γανδάρα, στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν.
Οι γαλλικές ανασκαφές και ανακαλύψεις από το 1920 στην αρχαία Βακτριανή, μαρτυρούν την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στις τέχνες της Κεντρικής Ασίας, σταυροδρόμι πολιτισμών και θρησκειών που συνυπήρξαν σε απόλυτη όσμωση και αρμονική μείξη.-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου