ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΣΣΙΑ
Ο μεσσιανισμός στην ριζοσπαστική σκέψη: Μπένγιαμιν, Μπλοχ, Φρομ
Διαβάζοντας το "Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας" του Τζ. Τοντόροφ
Πολιτικός μεσσιανισμός (bookpress.gr)
Ο μεσσιανισμός, θεμελιώδες χαρακτηριστικό των περισσοτέρων θρησκειών, εμφανίζεται στην πολιτική με τη μορφή προσωποπαγών καθεστώτων, «εκπολιτιστικών» εκστρατειών και επαναστάσεων, καθώς και ιδεολογιών που τις εμπνέουν.[1] Πρόκειται για μια μεταφορά των θρησκευτικών σταθερών –σωτηρία, λύτρωση, επέκεινα- στην πολιτική ζωή· κι απ’ ό,τι φαίνεται στην πορεία της Ιστορίας, η απόρριψη της παραδοσιακής θρησκευτικότητας, του θεϊστικού μεσσιανισμού, καθιστά τον άνθρωπο πιο ευάλωτο στον πολιτικό μεσσιανισμό.
Από το τέλος του 18ου αιώνα, όταν η εκκλησιαστική εξουσία αρχίζει να υποχωρεί –ιδιαίτερα στη Γαλλία- το πεπρωμένο των ατόμων (η ηθική) έρχεται σε δεύτερη μοίρα ενώ κερδίζει έδαφος το πεπρωμένο των κοινωνιών (η πολιτική). Την εξέλιξη αυτή παρατηρούμε στον Ρουσσώ και στον Μοντεσκιέ: ο πρώτος περιγράφει την ανάγκη της αυτονομίας του ατόμου, ονειρεύεται την πλήρη αυτάρκειά του και συγχρόνως επιμένει στην κυριαρχία του «λαού». Ο δεύτερος ενδιαφέρεται περισσότερο για τα πολιτικά καθεστώτα και τη νομοθεσία· για το παλιό πρόβλημα «πού οδεύει ο πολιτισμός». Λίγα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Κοντορσέ, σχολιάζοντας το έργο του Μοντεσκιέ, ειδικά το πρόβλημα της κατάλληλης νομοθεσίας για κάθε χώρα, επικρίνει τον πλουραλισμό του, ή μάλλον την «πολυπολιτισμικότητά» του (που διατυπώνεται ιδιαίτερα τα «Περσικά γράμματα»). Aν, χάρη στην επιστήμη και στη λογική, μπορέσαμε να θεσπίσουμε καλούς νόμους, γιατί να μην τους μεταδώσουμε σε όλους τους λαούς; αναρωτιέται ο Κοντορσέ εκφράζοντας τόσο την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και τον πειρασμό του μεσσιανισμού. Ο Κοντορσέ εμφορείται από κοινωνική αισιοδοξία: πιστεύει ότι, αν προσπαθήσουμε αρκετά, θα ξεριζώσουμε το Κακό, η πρόοδος θα συνεχιστεί επ’ άπειρον και οι άνθρωποι θα γίνουν ευτυχισμένοι.
Η πίστη στη συνεχή πρόοδο αποτελεί μια μεταφορά στο κοινωνικό επίπεδο της ικανότητας για ατομική τελείωση που πρεσβεύουν οι πατέρες της Εκκλησίας. Επιβάλλεται η ιδέα ότι η ανθρώπινη βούληση, η συλλογική ανθρώπινη βούληση, μπορεί να κάνει το Καλό να επικρατήσει, εξασφαλίζοντας τη σωτηρία όλων. Αυτό το ευτυχές γεγονός δεν θα συμβεί στον Ουρανό, μετά τον θάνατό μας, αλλά εδώ και τώρα ή, έστω, στο προβλεπόμενο μέλλον, το «μέλλον των παιδιών μας». Έτσι, ο βολονταρισμός συναντά τις θρησκευτικές αιρέσεις του παρελθόντος, τον χιλιασμό για παράδειγμα, που υπόσχονται τη ριζική μεταμόρφωση του κόσμου -μόνο που τώρα η φύση αυτών των στόχων είναι κοσμική. Αν υπάρχει μεσσίας, είναι μια συλλογικότητα, ο «λαός» - η αφαίρεση αυτή επιτρέπει σε ορισμένα άτομα να εμφανίζονται ως ενσάρκωσή του. Η απάρνηση του υπερφυσικού ιερού ευνοεί λοιπόν τις καινούργιες ελπίδες: οι άνθρωποι φαντάζονται ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, και η θέλησή τους να δράσουν ενισχύεται. Στο εξής, όλα επιτρέπονται κι όλα είναι δυνατά. Οι επαναστάτες πιστεύουν ότι τίποτα δεν πρέπει να εμποδίζει την αέναη εξέλιξη της ανθρωπότητας, τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας κι ενός καινούργιου ανθρώπου. Οι «παλιοί» άνθρωποι θεωρούνται μια άμορφη ύλη που με τη συλλογική βούληση και με «καλούς νόμους» μπορούν να γίνουν ενάρετοι κι ευτυχισμένοι. Όμως ποιοι νόμοι είναι «καλοί» και ποιοι είναι «κακοί»; Επίσης, πώς θα επιβληθούν; Υπονοείται ότι η χρήση βίας δεν μπορεί να διακοπεί: την Επανάσταση θα διαδεχθεί, «μοιραία», η Τρομοκρατία. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύει η διεθνής Αριστερά, η «τρομοκρατία» δεν απορρέει ούτε από απρόβλεπτες συνθήκες, ούτε από «λάθη»· απορρέει από την ίδια τη δομή του σχεδίου. Ενώ γίνεται λόγος για το ιδεώδες της ισότητας και της ελευθερίας, αυτό που αποκαλούμε εδώ (για να ξαναθυμίσουμε τη θρησκευτική του προέλευση) πολιτικό μεσσιανισμό -μεσσιανισμό χωρίς μεσσία- έχει ένα δικό του σκοπό (να δημιουργήσει τον παράδεισο στη γη), όπως και ειδικά μέσα για να τον επιτύχει (Επανάσταση και Τρομοκρατία). Το ηθικό πρόβλημα που ανακύπτει ακυρώνει τον στόχο: ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα – ο σκοπός καθορίζεται από τα μέσα, είναι τα μέσα. Και αντιστρόφως, τα μέσα είναι ο σκοπός.
Στην αναζήτηση μιας παροδικής σωτηρίας, αυτό το δόγμα δεν παραχωρεί θέση στον Θεό υπό την εκκλησιαστική έννοια. Διατηρεί όμως τα χαρακτηριστικά της παλιάς θρησκείας: την τυφλή πίστη (την «τυφλή συμμόρφωση», τον μηχανισμό των ενοχών, τον εξοστρακισμό), τον ζήλο στις πράξεις που την υπηρετούν, τον προσηλυτισμό των πιστών της καθώς και τη μαρτυροποίηση όσων έπεσαν στη μάχη. Οι επαναστατικές μορφές λατρεύονται ως άγιοι: ιερά λείψανα, γιορτές και μαυσωλεία. Σε περιόδους που μειώνεται ο αριθμός των μαρτύρων, το επαναστατικό κίνημα τους κατασκευάζει.
Η πρώτη φάση του ευρωπαϊκού πολιτικού μεσσιανισμού αρχίζει την επομένη του 1789. Η περίοδος του επαναστατικού παροξυσμού είναι σύντομη: η κοινωνία και τα άτομα δεν είχαν το χρόνο να αλλάξουν σε βάθος. Η ιδέα της Επανάστασης μεταφέρεται στον στρατό που έχει την αποστολή να τη μεταφέρει πέραν των συνόρων, να την «εξαγάγει»: η επανάσταση είναι ένας πόλεμος που διεξήχθη στο εσωτερικό· ο πόλεμος είναι η συνέχιση της επανάστασης στο εξωτερικό. «Ο γαλλικός λαός ψηφίζει την ελευθερία του κόσμου», δηλώνει ο Σαιν-Ζυστ δυο χρόνια προτού εκτελεστεί από τον «γαλλικό λαό» στη γκιλοτίνα. Το 1792, η νομοθετική Συνέλευση είχε ήδη αποφασίσει να προσφέρει «αδελφοσύνη και βοήθεια σε όλους τους λαούς που θα θελήσουν να ανακτήσουν την ελευθερία τους[2]». Οι πρωτοπόροι των επαναστατικών πολέμων, ιδιαίτερα οι Γιρονδίνοι, μεταξύ των οποίων και ο Κοντορσέ, ζητούν την εξαγωγή της αδελφοσύνης παντού, αν χρειαστεί, με τη δύναμη των όπλων. Μόνον έτσι μπορείς να πετύχεις τον ανώτερο σκοπό, τη διαρκή ειρήνη. Ο Κοντορσέ είναι πεπεισμένος ότι οι Γάλλοι στρατιώτες, φορείς επαναστατικών αρχών, θα γίνουν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους ξένους λαούς. Ο Μπρισό, άλλο μέλος της ομάδας, δηλώνει: «Έφτασε η στιγμή για μια άλλη σταυροφορία και έχει σκοπό πολύ ευγενέστερο, πολύ αγιότερο (από τις παλιές). Είναι μια σταυροφορία της παγκόσμιας ελευθερίας[3]». Κανείς από τους θιασώτες της ελευθερίας για όλους δεν αναρωτιέται μήπως το να αποφασίζεις για το μέλλον των άλλων λαών παραβιάζει την αρχή της παγκόσμιας ισότητας.
Διαμορφώνονται έτσι τα βασικά γνωρίσματα του πολιτικού μεσσιανισμού: γενναιόδωρο πρόγραμμα, ασύμμετρο μοίρασμα των ρόλων, ενεργός πολίτης από τη μια, παθητικός δέκτης από την άλλη
Ο σκοπός είναι τόσο υψηλός που δεν μπορείς να φείδεσαι μέσων: η εξολόθρευση των εχθρών γίνεται μια δευτερεύουσα περιπέτεια. «Ο εξολοθρευτής άγγελος της ελευθερίας θα καταρρίψει αυτούς τους δορυφόρους του δεσποτισμού», προλέγει ο Νταντόν αναφερόμενος στους ξένους πληθυσμούς. Ο αφανισμός του εχθρού δεν είναι πια «αμάρτημα», γίνεται ηθική επιταγή.[4] Ο Καρνό, στρατηγός της επανάστασης, ξεκινά από αυτό το αξίωμα: «Ο πόλεμος είναι μια βίαιη κατάσταση. Πρέπει να τον διεξάγουμε μέχρις εσχάτων». Η επαναστατική βία προκαλεί με τη σειρά της αντεπαναστατικές βαρβαρότητες σε μια κλιμάκωση χωρίς τέλος. Σ’ αυτό το πνεύμα θα γίνει η βίαιη καταστολή των Blancs στη Βαντέ, στις αρχές του 1794. Η επανάσταση κινδυνεύει, το υπέρτατο αγαθό κινδυνεύει να μην επιτευχθεί: δεν πρέπει να λυπόμαστε για την τύχη των εχθρών. Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς ξεχνιούνται αμέσως. «Είναι φρικτό, γράφει ένας Γάλλος λοχαγός που συμμετέχει στις σωφρονιστικές εκστρατείες, αλλά η σωτηρία της Δημοκρατίας το απαιτεί απαραιτήτως» (πρόκειται για τη σφαγή πολιτών). Ένας άλλος αξιωματικός λέει: «Από ανθρωπισμό και μόνο καθαρίζω τη γη της ελευθερίας από τους εχθρούς της».[5] Η άποψη αυτή οδηγεί εύκολα στη νομιμοποίηση του ναζισμού, του σταλινισμού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού· στην πραγματικότητα οδηγεί στη νομιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου.
Μετά την άνοδό του Ναπολέοντα στην εξουσία η Γαλλία θα γνωρίσει και θα επιβάλει στην υπόλοιπη Ευρώπη είκοσι τρία χρόνια πολέμων (1792-1815) με εκατομμύρια θύματα. Στο εσωτερικό πεδίο, ο Ναπολέων διατηρεί μερικά από τα κεκτημένα της Επανάστασης και καταργεί άλλα: στην πραγματικότητα η κοινωνία οπισθοδρομεί. Στο διεθνές πεδίο εμφανίζεται ως ο κληρονόμος του Διαφωτισμού και της Επανάστασης, υπολογίζοντας στην ελκτική δύναμη των αξιών τους. Όπως γράφει η Ζερμαίν ντε Σταλ, ο Ναπολέων είναι ένας έφιππος Ροβεσπιέρος. Το ημερολόγιο που δημοσιεύει στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία διακηρύσσει: «Οι κατακτήσεις ενός ελεύθερου λαού βελτιώνουν την τύχη των ηττημένων, μειώνουν τη δύναμη των βασιλιάδων, προάγουν τον διαφωτισμό». Όταν oi ναπολεόντειες στρατιές κατακτούν την Ισπανία, ο στρατάρχης Μουράτ γράφει στον αυτοκράτορά του: «Η μεγαλειότητά σας αναμένεται ως Μεσσίας»[6].
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: μετά από σύντομη περίοδο κατά την οποία ο τοπικός πληθυσμός ανακουφίζεται μιας και οι παλιοί του δυνάστες απομακρύνονται από την εξουσία, έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Η καινούργια τυραννία είναι ακόμα πιο πικρή αφού ασκείται από ξένους. Η βία των ανταρτών θα είναι ανάλογη μ’ εκείνη που υφίστανται. Ο Μασσενά, άλλος στρατάρχης του Ναπολέοντα, παραδέχεται ότι, στην εκστρατεία στην Ιταλία, διεπράχθησαν «ακρότητες που είναι αδύνατον να αποφύγεις μέσα στην αναμπουμπούλα της νίκης». Οι Ιταλοί αντάρτες, από την πλευρά τους, δεν διστάζουν να ψήσουν ζωντανούς όσους υποπτεύονται ότι συμπαθούν τους Γάλλους… Το ίδιο παρατηρείται στην Ισπανία, όπου θα επινοηθεί η λέξη guerrilla για να δηλώσει τις πράξεις αντίστασης. Οι κατακτητές καταδιώκονται με μίσος εξίσου έντονο με την επιθυμία τους να επιβάλουν το Καλό: «Τι είδους πράγμα είναι ένας Γάλλος; Ένα τερατώδες και απροσδιόριστο ον, ένα ον φρικτά ατελές. Όλοι έχουν δικαίωμα να σκοτώσουν αυτό το άγριο ζώο».[7]
Διαμορφώνονται έτσι τα βασικά γνωρίσματα του πολιτικού μεσσιανισμού: γενναιόδωρο πρόγραμμα, ασύμμετρο μοίρασμα των ρόλων, ενεργός πολίτης από τη μια, παθητικός δέκτης από την άλλη, η γνώμη του οποίου δεν ζητείται ποτέ.
Η παγκόσμια μετακίνηση του μεσσιανικού σχεδίου -από το εσωτερικό προς το εξωτερικό, από την αλλαγή της δικής μας κοινωνίας στον πόλεμο για την απελευθέρωση των άλλων- δεν εμποδίζει πολλούς οπαδούς της επανάστασης να λυπούνται για την απότομη διακοπή της και να ονειρεύονται ένα νέο ξεκίνημά της. Αυτό το κίνημα αρχίζει από την επομένη της 9ης Θερμιδώρ με τη «συνωμοσία των Ίσων» υπό την καθοδήγηση του Μπαμπέφ. «Η Γαλλική Επανάσταση, διαβάζουμε στο μανιφέστο των «Ίσων», είναι ο προάγγελος μιας άλλης επανάστασης, πολύ μεγαλύτερης, πολύ πιο βαρυσήμαντης, που θα είναι η τελευταία».[8] Σ’ αυτές τις φράσεις, βλέπουμε καθαρά να προβάλλει το πνεύμα του χιλιασμού -η ώρα της ύστατης μάχης πλησιάζει, η Αποκάλυψη, η Συντέλεια από την ανάποδη -μεταφρασμένο σε κομμουνιστικό λεξιλόγιο. Η συνωμοσία θα αποτύχει αλλά πολλοί οραματιστές θα προσπαθήσουν να σκαρώσουν τη συνέχεια και τη ριζοσπαστικοποίηση της αναχαιτισμένης επανάστασης. Ο Σαιν-Σιμόν (μαθητής του Κοντορσέ) και ο Φουριέ, ο Προυντόν και ο Λουί Μπλαν, ο Αλεξάντερ Χέρτσεν και ο Μπακούνιν προτείνουν διαφορετικές παραλλαγές του σοσιαλισμού. Η σοσιαλιστική εκδοχή που θα γνωρίσει τη διαρκέστερη επιτυχία είναι εκείνη των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς. Το 1848 εκδίδεται στο Λονδίνο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου περιγράφονται γλαφυρά οι συνθήκες διαβίωσης των τάξεων που υφίστανται εκμετάλλευση και έχουν «εμπορευματοποιηθεί». Ο μαρξισμός διατυπώνει το όνειρο μιας τέλειας κοινωνίας, κοινής για όλους τους ανθρώπους. Η ανάλυση των κοινωνιών του παρελθόντος στηρίζεται στην υπόθεση ότι η πάλη των τάξεων είναι η μοναδική μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης που χαρακτηρίζει την ιστορία της ανθρωπότητας: το ποιος θα αρπάξει την εξουσία και θα τη χρησιμοποιήσει για να εκμεταλλευτεί τον άλλο. Τίποτα δεν είναι κοινά «ανθρώπινο» σε όλα τα μέλη μιας κοινωνίας· όλα ανήκουν στο ένα ή στο άλλο μαχόμενο στρατόπεδο. Δεν υπάρχει καμιά οικουμενική κατηγορία: ούτε η ηθική, ούτε οι ιδέες, ούτε ο πολιτισμός. Καμιά θρησκεία, καμιά παράδοση (όπως η οικογένεια και η ιδιοκτησία) δεν είναι απαλλαγμένη από την ταξική της προέλευση. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια πλευρά καταργείται η «αντικειμενική» πραγματικότητα (εφόσον η αντίληψή της είναι ταξική) κι από την άλλη επιβάλλεται: «αντικειμενική» είναι η πραγματικότητα της εργατικής τάξης την οποία υποτίθεται ότι βλέπουν όλοι οι εργάτες. Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη. Πρόκειται για μια μορφή «νατουραλισμού» όπου ο άνθρωπος είναι κοινωνικό προϊόν, προϊόν της κοινωνικής του τάξης, με ιδιότητες και βούληση που διαμορφώνονται αποκλειστικά από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Αυτή η καινούργια φάση του μεσσιανισμού εκτυλίσσεται σε μια εποχή θαυμασμού για τα επιτεύγματα της επιστήμης που προβάλλει η βιομηχανική επανάσταση. Έτσι θα γεννηθεί ένα δόγμα, ο επιστημονισμός, που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με την επιστήμη - είναι αντίθετος προς το πνεύμα της. Σύμφωνα με τον επιστημονισμό μπορούμε να γνωρίσουμε πλήρως τον κόσμο, άρα, μπορούμε να τον συμμορφώσουμε σε κάποιο ιδεώδες. Αυτό το ιδεώδες, αντί να επιλεγεί ελεύθερα, απορρέει από την ίδια τη γνώση. Άρα, και πάλι, η αλήθεια είναι μία και μοναδική – όποιος δεν την αποδέχεται σφάλλει.
Αυτή η θεώρηση του κόσμου θα επεκταθεί από την αδρανή ύλη - αντικείμενο της φυσικής- στην ανθρώπινη ιστορία και την κοινωνιολογία. Ο Κοντορσέ βρίσκει νόημα στην εξέλιξη της Ιστορίας: η Ιστορία οδηγεί στην τελειοποίηση του ανθρωπίνου είδους. Το ότι οι δυναστευτικές κυβερνήσεις και οι ιερείς βλέπουν τη δύναμή τους να εξασθενεί είναι η απόδειξη της αναπόφευκτης προόδου: η πορεία της Ιστορίας μάς φέρνει αναγκαστικά κοντά στο αγαθό. Κάτι παρόμοιο υπονοεί η φράση του Χέγκελ για «το δικαστήριο της ιστορίας», για το ότι η ιστορία θεμελιώνει ένα είδος δικαίου -λες και η νίκη του ισχυροτέρου είναι αναγκαστικά αυτή του δικαιοτέρου. Θα την υιοθετήσουν οι οπαδοί του Χέγκελ, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Μαρξ. Ωστόσο, η λέξη «δικαστήριο» σ’ αυτή τη φράση δεν έχει στενότερη σχέση με τη δικαιοσύνη από ό,τι η λέξη «δίκαιο» στο «δίκαιο του ισχυροτέρου» ή η λέξη νόμος στο «ο νόμος της ζούγκλας»…
Όπως όλοι οι μεσσιανισμοί, ο κομμουνισμός θα υπερασπιστεί την ιδέα ότι η ιστορία έχει προκαθορισμένη και αμετάβλητη κατεύθυνση. Και έτσι, θα νομιμοποιήσει τη δράση του. Αναγνωρίζουμε εδώ τον ρόλο που δίνει η χριστιανική θρησκεία στη Θεία Πρόνοια, μόνο που τώρα δεν αρκεί πια να διαβάσουμε τα ιερά κείμενα αλλά πρέπει να συγκροτήσουμε τους νόμους της ιστορίας με επιστημονικό τρόπο. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι κομμουνιστές αρνούνται ότι η ανάλυση και το σχέδιό τους στηρίζονται σε υποθέσεις που μπορεί να αμφισβητηθούν· παρουσιάζουν τα γεγονότα ως ακλόνητα: «Οι θεωρητικές προτάσεις των κομμουνιστών, διαβάζουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, είναι απλώς η γενική έκφραση των πραγματικών σχέσεων μιας ταξικής πάλης που υπάρχει».[9] Μια φράση του Λένιν που είναι χαραγμένη στο μνημείο του Μαρξ στη Μόσχα, συνοψίζει αυτή την ιδέα: «Ο μαρξισμός είναι πανίσχυρος επειδή είναι αληθινός». Λόγω αυτού του αξιώματος οι Μαρξ και Ένγκελς είναι αδιάλλακτοι απέναντι σε κάθε αποκλίνουσα γνώμη: η απόκλιση δεν είναι μόνο πολιτικά ακατάλληλη, αλλά εσφαλμένη – άρα, ανάξια προσοχής.
Ο προβλεπόμενος στόχος της μαρξιστικής «επιστήμης» είναι η εξαφάνιση κάθε διαφοράς μεταξύ ανθρώπινων ομάδων, εφόσον κάθε διαφορά θεωρείται ως πηγή σύγκρουσης και τελικά ως μάχη μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθεί η ιδιοκτησία και να συγκεντρωθούν όλα τα όργανα παραγωγής στα χέρια του Κράτους. Όσοι αντιστέκονται θα εξολοθρευτούν, όπως η μπουρζουαζία τα συμφέροντα της οποίας την οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση – συνεπώς πρέπει να «καταργηθεί» ο αστός ιδιοκτήτης. Τα ακριβή μέτρα αυτής της εξάλειψης δεν περιγράφονται, αλλά το Μανιφέστο παραδέχεται ότι θα είναι αναγκαίες «δεσποτικές παρεμβάσεις», αφού οι επιδιωκόμενοι σκοποί δεν μπορούν να «επιτευχθούν παρά μόνο με τη βίαιη ανατροπή κάθε κοινωνικής τάξης του παρελθόντος»[10]. Η φυσική εξάλειψη της μπουρζουαζίας ως τάξης είναι λοιπόν μέρος του προγράμματος. Οπωσδήποτε, η μετατροπή της κοινωνίας, που οραματίζεται το Μανιφέστο, είναι τόσο ριζική -κατάργηση της ιδιοκτησίας, εξαφάνιση των τάξεων- που φαίνεται αδιανόητο να πραγματοποιηθεί χωρίς να χυθεί αίμα.
Ο μαρξισμός δεν είναι μόνο μια ντετερμινιστική θεωρία, είναι ταυτοχρόνως ένας αδιάλλακτος βολονταρισμός. Η ένωση αυτών των δύο φαινομενικά αντιφατικών χαρακτηριστικών διευκρινίζεται από το περίφημο μαρξιστικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο «η ύπαρξη καθορίζει τη συνείδηση». Η συνείδηση, άρα και η βούληση των ατόμων, είναι βέβαιο ότι δρα στην κατεύθυνση που προβλέπεται από τους νόμους της ιστορίας εφόσον είναι προϊόν τους.
Ο Λένιν, χωρίς να το ομολογεί, αντέστρεψε την μαρξιστική θεωρία, υποστηρίζοντας ότι μια πεφωτισμένη ελίτ μπορεί να αναγνωρίσει την επιθυμητή πορεία της ιστορίας (με άλλα λόγια: τους δρόμους της Θείας Πρόνοιας) και, με τη δράση της, να προκαλέσει τα κατάλληλα γεγονότα. Σύμφωνα με τους μαρξιστικούς νόμους της ιστορίας, η επανάσταση έπρεπε να προηγηθεί σε μια βιομηχανοποιημένη χώρα. Η Ρωσία είναι μια καθυστερημένη και αγροτική χώρα, αλλά διαθέτει το πιο μαχητικό κόμμα: να λοιπόν από πού πρέπει να αρχίσει η παγκόσμια επανάσταση. Η μάχη θα διεξαχθεί στο εξής όχι από τους ίδιους τους προλετάριους αλλά από το κόμμα, που αποτελείται από επαγγελματίες επαναστάτες προερχόμενους από την αστική τάξη κι από την διανόηση, αφοσιωμένους ψυχή τε και σώματι στον επαναστατικό σκοπό. Η δικτατορία του προλεταριάτου θα είναι απαραίτητη για να μεταμορφώσει την κοινωνία σύμφωνα με το προκαθορισμένο σχέδιο. Αυτή η προσαρμογή της θεωρίας θα επιτρέψει να μη λαμβάνεται πλέον υπόψη η πραγματική κατάσταση της χώρας, αλλά να αντικαθίσταται από διάφορες μυθολογίες σύμφωνα με τις ανάγκες του κόμματος σε κάθε φάση της Ιστορίας.
Ακολουθεί μια στιγμή συνενοχής μεταξύ των δύο ολοκληρωτισμών, έπειτα ο ανελέητος πόλεμος μεταξύ τους, που καταλήγει σε νίκη της συμμαχίας που σχηματίζει η Σοβιετική Ένωση με τις δυτικές δημοκρατίες.
Το 1917, το πραξικόπημα των μπολσεβίκων εγκαινιάζει μια περίοδο εξάπλωσης αυτής της μορφής μεσσιανισμού, την προσπάθεια εισαγωγής της ουτοπίας στην πραγματικότητα που θα γεννήσει ένα καινούργιο κοινωνικό σχήμα, το ολοκληρωτικό Κράτος. Γνωρίζουμε τη συνέχεια: η άνοδος στην Ευρώπη μιας άλλης μορφής ολοκληρωτικού καθεστώτος, του ναζισμού, που γεννήθηκε εν μέρει από τις ίδιες δομικές αιτίες με τον κομμουνισμό, αν και παρουσιάζεται σαν ασπίδα εναντίον του, ακόμα και σαν όπλο που μπορεί να εξαλείψει αυτή την απειλή. Ο επιστημονισμός του δεν επικαλείται τους νόμους της Ιστορίας, αλλά εκείνους της βιολογίας, την οποία οι ναζί αναμορφώνουν σε μια εκδοχή κοινωνικού δαρβινισμού προσαρμοσμένου στις ανάγκες τους. Ακολουθεί μια στιγμή συνενοχής μεταξύ των δύο ολοκληρωτισμών, έπειτα ο ανελέητος πόλεμος μεταξύ τους, που καταλήγει σε νίκη της συμμαχίας που σχηματίζει η Σοβιετική Ένωση με τις δυτικές δημοκρατίες.
Ο κομμουνισμός υποσκελίζει και μερικές φορές μάχεται τον πρότερο μεσσιανισμό που εκφραζόταν με ιμπεριαλιστικούς πολέμους στο όνομα της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, καθώς και με αποικιακές κατακτήσεις στο όνομα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ωστόσο, αμφότεροι ανήκουν στην ίδια «συνομοταξία» κι αυτή η συγγένεια επιτρέπει να προσδιορίσουμε ακριβέστερα την ιδιαιτερότητα του κομμουνιστικού ουτοπισμού. Κατ’ αρχήν, ο μεσσιανισμός που προήλθε από τη Γαλλική Επανάσταση σκοπεύει, ουσιαστικά, να φέρει τη σωτηρία στους άλλους: στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, στην περίπτωση του Ναπολέοντα· στους κατοίκους άλλων ηπείρων στην περίπτωση των αποικιακών πολέμων. Ο κομμουνιστικός ουτοπισμός πάλι, είναι προσανατολισμένος, στην αρχή τουλάχιστον, προς το εσωτερικό κάθε χώρας: ο πόλεμος που πρέπει να οδηγήσει σε θρίαμβο είναι ένας πολιτικός πόλεμος, εμφύλιος, ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις. Στο διεθνές επίπεδο, συνιστά μια εξάπλωση και γενίκευση αυτών των πολιτικών πολέμων παρά την καθυπόταξη μιας χώρας από μια άλλη (η σοβιετική πρακτική θα προδώσει σ’ αυτό το σημείο τη θεωρία). Στη συνέχεια, ο επαναστατικός μεσσιανισμός χρησιμεύει στην καταπίεση και στη «διαπαιδαγώγηση» των λαών που διστάζουν να αγκαλιάσουν τα πιστεύω του – στόχος δεν είναι η εξόντωσή τους αλλά ο «προσηλυτισμός» τους. Τα θύματα της επανάστασης ή του πολέμου που οδηγεί σ’ αυτό το σκοπό μπορεί να είναι πολυάριθμα, αλλά η εξολόθρευσή τους είναι «παράπλευρη απώλεια», όχι αυτοσκοπός. Ο κομμουνιστικός ουτοπισμός, αντιθέτως, απαιτεί τον εκμηδενισμό των αντιπάλων: έτσι, τα τρομοκρατικά όργανα (μυστική αστυνομία, εκτελεστές) και οι πρακτικές εξολόθρευσης ολόκληρων στρωμάτων του πληθυσμού έγιναν δυνατές ή ακόμα και απαραίτητες, από το ίδιο το κομμουνιστικό σχέδιο, όχι από την «παραμόρφωσή» του.[11]
Το να φαντάζεσαι ένα ιδεώδες στο όνομα του οποίου προσπαθείς να μεταμορφώσεις το πραγματικό, να συλλάβεις μια υπερβατικότητα που επιτρέπει να ασκήσεις κριτική στον υπάρχοντα κόσμο για να τον βελτιώσεις είναι αναμφίβολα χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Αυτό δεν αρκεί για να χτίσεις τπν μεσσιανισμό. Ο μεσσιανισμός έχει μια κλίση προς την τελειοθηρία και αφορά όλες τις πλευρές της ζωής ενός λαού. Δεν αρκείται στο να τροποποιήσει τους θεσμούς, θέλει να μεταμορφώσει και τους ίδιους τους ανθρώπους. Και για να το κάνει δεν διστάζει να καταφύγει στα όπλα. Αυτό που διαχωρίζει το ολοκληρωτικό σχέδιο, τελικά, είναι ταυτοχρόνως το περιεχόμενο του ιδεώδους που προτείνει και η στρατηγική που διαλέγει για να το επιβάλει: πλήρης έλεγχος της κοινωνίας, εξολόθρευση των ανεπιθύμητων τμημάτων του πληθυσμού.
Λόγω αυτού του τελευταίου χαρακτηριστικού, ο ολοκληρωτικός μεσσιανισμός διαφέρει ριζικά τόσο από τον προκάτοχό του όσο και από τους διαδόχους του, ενώ έχουν γεννηθεί όλοι από το ίδιο καλούπι. Όποια και αν είναι η ιδιαίτερη εκδοχή του ολοκληρωτισμού, αυτός ο συστηματικός αφανισμός είναι πάντα παρών: συνέβη με τους κουλάκους στη Σοβιετική Ένωση, με τους Εβραίους στη ναζιστική Γερμανία, με την αστική τάξη στην Κίνα του Μάο και στο καθεστώς του Πολ Ποτ. Σ’ αυτό προστίθενται οι διωγμοί και τα μαρτύρια που επιβλήθηκαν στον υπόλοιπο πληθυσμό, επίσης χωρίς καμιά σύγκριση με όσα είχαν υποστεί προηγουμένως.
Το κομμουνιστικό σχέδιο αντιτίθεται στο πνεύμα που κυριαρχεί στην κοινωνία της εποχής του. Αυτή περιέχει πολλά συστατικά από το παρελθόν, κάποια είναι μάλιστα επιβιώσεις του Παλαιού Καθεστώτος. Αλλά η γενική της κατεύθυνση, επηρεασμένη από τη βιομηχανική επανάσταση και την εξάπλωση του εμπορίου, είναι φιλελεύθερη. Πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η θέση της θρησκείας συρρικνώνεται κάθε μέρα και περισσότερο και, ως εκ τούτου, η κοινωνία τείνει να χάσει οποιαδήποτε σχέση με το απόλυτο. Ο φιλελευθερισμός ενθαρρύνει την προσωπική ανάπτυξη, αλλά δεν προτείνει κανένα νέο κοινό ιδεώδες -λες και η εντυπωσιακή ανάπτυξη της τεχνολογίας και η συσσώρευση πλούτου αρκούν για να συγκαλύψουν την εξαφάνιση της θρησκείας. Ο κομμουνιστικός μεσσιανισμός τοποθετείται σ’ αυτό το κενό και ενσαρκώνει με τη σειρά του το απόλυτο -με το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι αναγγέλλει τον επικείμενο θρίαμβο.
Για μια σύντομη περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κομμουνιστικός μεσσιανισμός εξακολουθεί να εξαπλώνεται. Μετά τη νίκη της εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας, η Σοβιετική ένωση επεκτείνει την αυτοκρατορία της στην Ανατολική Ευρώπη και ενθαρρύνει τις επαναστάσεις που γίνονται εν ονόματι του ιδίου ιδεώδους στην Ασία (Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ), δηλώνοντας σύμμαχος όλων των αντιαποικιοκρατικών πολέμων. Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και αργότερα μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, το σοβιετικό μοντέλο χάνει την αίγλη του και ξεσπούν συγκρούσεις στο εσωτερικό του «στρατοπέδου»: Ανατολική Γερμανία 1953, Ουγγαρία 1956, Τσεχοσλοβακία 1968. Οι μεσσιανικές ελπίδες ματαιώνονται μπροστά στην πραγματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων: η επιτήρηση και η καταστολή διασφαλίζουν τη συνέχισή τους μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα ο πολιτικός μεσσιανισμός υπό την έννοια του κομμουνισμού έχει εμψυχωθεί από την καπιταλιστική κρίση· αλλά ακόμα και υπό την έννοια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (Αφγανιστάν, Ιράκ) παρουσιάζεται απρόθυμος και οπισθοδρομικός: ένα ιστορικό υπόλειμμα, μια δύναμη αδρανείας. Επιζεί στη χώρα μας που καθυστερεί ως προς την πολιτική σκέψη κατά σαράντα περίπου χρόνια, αν πάρουμε υπόψη ότι η πρώτη μεγάλη ρήξη στο τοπικό κομμουνιστικό κίνημα συνέβη μόλις μετά το 1968 – κι ότι νωρίτερα ο σταλινισμός αποτελούσε μονοθεϊστική θρησκεία η οποία, όπως κάθε θρησκεία, σκότωσε ό,τι βρήκε στο πέρασμά της συμπεριλαμβανομένου του ίδιου της του εαυτού.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου