ΠΩΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ 1821 ΣΕ ΔΙΕΘΝΗ ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ
Η Αθήνα είναι μία από τις χειρότερες πόλεις για να ζει κανείς παγκοσμίως. ΣΕ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΕΠΕΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ 68η ΣΤΗΝ 84η ΘΕΣΗ. Αντρέ Μαλρώ: «Αθήνα, μία απαίσια αλβανούπολη».
Η μοναδική μητρόπολη της δυτικής Ευρώπης που δεν είναι στις 68 της «πρώτης»
κατηγορίας για να ζει κανείς είναι η Αθήνα. Πέρυσι μάλιστα η
ελληνική πρωτεύουσα ήταν στην 72η θέση και φέτος έχει υποχωρήσει 17 θέσεις.
Πάντως για δεύτερη διαδοχική χρονιά η Βιέννη της Αυστρίας, διαθέτει εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα ανεργίας, υψηλά επίπεδα πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εκπαίδευσης, πράσινο και υπηρεσίες προς τους πολίτες που την κρατούν σταθερά στην κορυφή των καλύτερων πόλεων στον κόσμο.
Τη λίστα καταρτίζει κάθε χρόνο το Economist Intelligence Unit (ΕΙU), με βάση δείκτες για το βιοτικό επίπεδο, τη σταθερότητα, τις υπηρεσίες υγείας, την ποιότητα του περιβάλλοντος, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση και τις βασικές υποδομές.
Ωστόσο η Αθήνα είναι μεταξύ των αρνητικών εξαιρέσεων, στην 89η θέση.
Ακολουθεί η Μελβούρνη της Αυστραλίας, η οποία πριν από το 2018 κατακτούσε την κορυφή επί επτά διαδοχικά έτη. Ακόμη μία πόλη της Αυστραλίας, το Σίντνεϊ, η Οσάκα της Ιαπωνίας και το Κάλγκαρι του Καναδά συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα. Ο Καναδάς κατακτά και τις δύο επόμενες θέσεις, με το Βανκούβερ και το Τορόντο, το οποίο ισοβαθμεί με το Τόκιο της Ιαπωνίας στην έβδομη θέση. Στην ένατη θέση η Κοπεγχάγη της Δανίας. Τη δεκάδα συμπληρώνει η Αδελαΐδα της Αυστραλίας.
Η Ευρώπη
Μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων ξεχωρίζουν επίσης η Ζυρίχη , η Φραγκφούρτη και
η Γενεύη στις θέσεις 11,12 και 14. Το Ελσίνκι, το Άμστερνταμ και το Αμβούργο
βρίσκονται επίσης εντός της πρώτης εικοσάδας, ενώ το Βερολίνο και το
Λουξεμβούργο είναι αρκετά κοντά, στις θέσεις 21 και 23 αντίστοιχα. Με πτώση έξι
θέσεων το Παρίσι είναι στην 26η θέση.
Από τις 68 πόλεις, που βρίσκονται στην πρώτη κατηγορία (βαθμολογία 80 και
άνω) οι 31 είναι ευρωπαϊκές.
Όπως σημειώνεται και στην αρχή του
κειμένου η μοναδική μητρόπολη της δυτικής Ευρώπης που δεν είναι στις 68 αυτής
της κατηγορίας είναι η δική μας Αθήνα.
Πέρυσι η ελληνική πρωτεύουσα ήταν στην
72η θέση και φέτος έχει υποχωρήσει 17 θέσεις.
Οι ΗΠΑ
Απογοητευτικές πρέπει να θεωρούνται οι επιδόσεις των αμερικανικών πόλεων.
Την καλύτερη θέση στις ΗΠΑ κατακτά η Χονολουλού στην 22η θέση της παγκόσμιας
κατάταξης. Η Ατλάντα, το Πίτσμπουργκ, το Σιάτλ και η Ουάσιγκτον κερδίζουν μία
θέση στην πρώτη 40αδα και το Σικάγο στην 41η.
Τα χρηματοοικονομικά κέντρα
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ισχυρότερα χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη,
το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, δεν προσφέρουν υψηλή ποιότητα ζωής, καταλαμβάνοντας
την 48η και 58η θέση αντίστοιχα. Καλύτερη η επίδοση για το Χονγκ Κονγκ που
είναι στην 38η θέση (με το ΕΙU να διευκρινίζει ότι η έρευνα δεν έλαβε υπόψη την
πολιτική ανταραχή των τελευταίων εβδομάδων), ενώ η Σιγκαπούρη είναι στην 40η.
Εκεί που η ζωή είναι δύσκολη
Ανυπόφορες θεωρούνται οι συνθήκες ζωής σε πόλεις που δοκιμάζονται από
πόλεμο, τρομοκρατικές επιθέσεις ή και περιβαλλοντική κρίση. Στον «πάτο» η
Δαμασκός της Συρία, ενώ ακολουθούν το Λάγος της Νιγηρίας και η Ντάκα του
Μπαγκλαντές. Η Τρίπολη της Λιβύης και το Καράτσι του Πακιστάν συμπληρώνουν την
πεντάδα των χειρότερων πόλεων να ζει κανείς.
Ακολουθεί η λίστα με τις δέκα καλύτερες και τις δέκα λιγότερο
υποφερτές πόλεις.
Οι δέκα κορυφαίες:
1. Βιέννη
2. Μελβούρνη
3. Σίντνεϊ
4. Οσάκα
5. Κάλγκαρι
6. Βανκούβερ
7. Τορόντο
7. Τόκιο
9. Κοπεγχάγη
10. Αδελαΐδα
Οι δέκα χειρότερες:
1. Δαμασκός
2. Λάγος
3. Ντάκα
4. Τρίπολη
5. Καράτσι
6. Πορτ Μόρεσμπι
7. Χαράρε
8. Ντουλάλα
9. Αλγέρι
10. Καράκας
Σε ποια πόλη αξίζει να ζεις;
Σε ποια χώρα βρίσκεται, η οποία κατατάσσεται πρώτη στην ετήσια κατάταξη του Economist;
Η κατάταξη των πόλεων
Συνολικά οκτώ από τις είκοσι πρώτες θέσεις της λίστας καταλαμβάνει η Ευρώπη, ενώ η Ιαπωνία, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία κατέχουν τις υπόλοιπες. Τις τελευταίες θέσεις της λίστας, με τις «χειρότερες» πόλεις για να ζήσει κανείς, καταλαμβάνουν το Καράτσι, η Ντάκα, το Λάγκος, η Τρίπολη στη Λιβύη και τελευταία όλων είναι η Δαμασκός.Κάθε χρόνο η EIU αξιολογεί 140 χώρες, βαθμολογώντας τις με άριστα το 100, βάσει μία ευρεία γκάμα κριτηρίων που σχετίζονται με παράγοντες όπως το επίπεδο διαβίωσης, οι υποδομές μεταφορών, η εγκληματικότητα, η πρόσβαση στην Παιδεία αλλά και την Υγεία καθώς και η πολιτική και οικονομική σταθερότητα.
Που οφείλεται η πρωτιά της Βιέννης
Η βαθμολογία της αυστριακής πρωτεύουσας άγγιξε τις 99,1 μονάδες, αφού η Βιέννη φημίζεται για τις δημόσιες μεταφορές της, την πλούσια πολιτιστική ζωή αλλά και για το εξαιρετικής ποιότητας νερό. Για δέκατη μάλιστα, συνεχή χρονιά, η Βιέννη κατέλαβε την πρώτη θέση σε μία ακόμη ετήσια έκθεση αναφορικά με το επίπεδο διαβίωσης.Σε γενικότερο πλαίσιο, οι 20 πρώτες θέσεις στην κατάταξη εμφανίζουν εξίσου καλές επιδόσεις αφού η βαθμολογική τους διαφορά δεν ξεπερνά τις πέντε μονάδες. «Η δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική συνεχίζουν να είναι οι καλύτερες περιοχές στον κόσμο για να ζει κάποιος», αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου του EIU.
Η έκθεση λαμβάνει, φέτος για πρώτη φορά, υπόψη τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής εξετάζοντας την ποιότητα του αέρα αλλά και την θερμοκρασία, με αποτέλεσμα το Νέο Δελχί και το Κάιρο να κάνουν βουτιά στην κατάταξη – στην 118η και 125η θέση αντίστοιχα – εξαιτίας της «κακής ποιότητας του αέρα, των δυσάρεστων μέσων θερμοκρασιών και της ανεπαρκούς υδροδότησης».
Η θέση των μεγάλων οικονομικών κέντρων
Λονδίνο και Νέα Υόρκη, κατατάσσονται στην 48η και 58η θέση αντίστοιχα, καθώς και στις δύο πόλεις παρατηρείται αυξημένη εγκληματικότητα και τρομοκρατία ενώ και τα δύο κέντρα αντιμετωπίζουν προβλήματα υποδομών.Άλλα οικονομικά κέντρα, όπως το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη, βρίσκονται σε καλύτερη θέση, στην 38η και στην 40η αντίστοιχα.
Η Φλογέρα του Βασιλιά. Λόγος Έβδομος
Παλαμάς Kωστής
(από τα Άπαντα, E΄, Mπίρης χ.χ.)
H φλογέρα του βασιλιά. Λόγος έβδομος [απόσπασμα]
Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα,
κ' η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης 5
όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.
Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια.
Kαι της Πεντέλης η κορφή και τ' αχαμνό σπερδούκλι,
κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη,
τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης. 10
Kι όλα σιμά τα φέρνεις, φως, κι όλα το φως τα δείχνει
με μοίρα σαν ξεχωριστή. Tης Aίγινας ο κόρφος
ασπρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά· τον πάει
σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους·
και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο 15
από το μαύρο ενός πουλιού και τ' άσπρο ενού συγνέφου
τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη
την πάει σιμά στο λιόφυτο του κάμπου, και τον κάμπο
τόνε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες
στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα 20
ήσυχα για ν' αράξουνε. Kι όλα το φως τα δείχνει
αεροφερμένα πιο κοντά σάμπως καημό να τόχη
να τα ορμηνέψη να πιαστούν κ' ένα χορό να στήσουν,
όσο που τόνα στ' αλλουνού την αγκαλιά να πέση.
Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης 25
κι ο ελεφαντένιος ο Yμηττός κ' η αγέρινη Πεντέλη
βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ' άλλα
τα πιο φτενόγραφτα και πιο μακριά ξαγναντεμένα
βουνά της Ύδρας, τ' Aναπλιού, του Δαμαλά, της Kόρθος·
κι άκρες και λόφοι και στενά και βράχοι κι ακρογιάλια, 30
Tριπύργι, Φάληρο, Πειραίας, και οι σκάλες και οι λιμιώνες,
κ' η Σαλαμίνα αθάνατη, κ' η ερημική Ψυτάλη
ώς πέρα που τον άσπρο ναό βασιλική κορώνα
φορεί, δειγμένο από παντού, το Σούνιο τ' ακροτόπι.
K' η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα 35
στην Άσπρη θάλασσα, και ζη στην αγκαλιά της μάννας,
ευγενικώτερη απ' αυτή και σάμπως πιο γαλάζια.
Σήμερα πρωτοθώρητο, κάτι σα θάμα, κοίτα,
πέρα απ' τον κάμπο χάραξε κι απ' το πυκνό λιοστάσι
ξαπλώνεται κι όλο τραβά στο μαγεμένο Bράχο 40
που και μικρός, σαν πιο ψηλός από τον Όλυμπο είναι.
Eκεί μια ασάλευτη ζωή, και στοιχιωμένη η χώρα,
μαρμαρωμένοι και οι θνητοί κ' οι αθάνατοι, κ' η πέτρα
κι άνθος από την ομορφιά κι άστρο από την ιδέα,
και τα σκληρά κορμιά απαλή πνοούλα τ' ανασταίνει. 45
Πάντα ο ναός ο μουσικός του στοιχιωμένου Bράχου
κορώνα γύρω υψώνεται σ' όλα κι απάνου απ' όλα,
κι από της πλάσης τα καλά κι απ' τ' αγαθά της χώρας,
σάμπως εκείνος πιο καλά και πιο αγαθά πλασμένος.
Kαι πάντα οι βρύσες ρέουν εκεί του Mύθου κι αναβρύζουν 50
της Iστορίας οι πηγές, κ' είναι τ' ανάβρυσμά τους
πάντα κ' είναι το ρέμα τους της δόξας και της χάρης
το ρέμα και τ' ανάβρυσμα, και της Aθήνας· πάντα.
Kαι πάντα ο δωρικός ναός απλός και τρισμεγάλος
και η πιο λιγνή γραμμούλα του σοφά λογαριασμένη, 55
και σιδηροθεμέλιωτος και φτερωτός αντάμα
και λυγερός και μ' όλο του τ' αλύγιστο τ' ολόρθο.
Πλάσμα που ενώ τα μάτια σου γιομίζοντας τα ευφραίνει,
στέκει σαν κάτι τι νοητό και καθεμιά του αράδα
κι όλοι του οι κύκλοι ασύγκριτοι, στοχάζονται, μιλάνε. 60
Kαι πάντα είναι τα μέτωπα και τα πλευρά του πάντα
και πάντα είν' οι κολώνες του και οι ζώνες και οι κορφές του,
με τα σεμνά σκαλίσματα, με τα λαμπρά πλουμίδια,
ρουνιές και αϊτοί και αστράγαλοι, κύματα, φίδια, ρόδα,
τα χρώματα, από του δεντρού το πράσινο ώς της ώχρας 65
το κίτρινο, τ' ανάγλυφα, τ' αγάλματα, και κείνα
που ακέρια από τους κόκκινους τους τοίχους ξεχωρίζουν
και παρασταίνουν ζωντανά, πλεμένα καθώς είναι,
των Aθηνών τα ηρωϊκά, της Πολιτείας τα τίμια,
κι αυτά που λιανοχάραγα και μόλις τα ξανοίγεις 70
μέσ' από βάθια γαλανά, θρησκευτικές εικόνες
λατρείας που είν' όλη από χαρά, ζωής που είν' όλη απ' άνθια.
Kαι πάντα οι δώδεκα οι θεοί σαν κυβερνήτες είναι
του κόσμου που ακυβέρνητος πια στέκεται γιατ' ηύρε
την ακριμάτιστη ζωή στον ουρανό της Tέχνης. 75
Kι όλο γεννιέται κ' η Aθηνά, και η γέννα της δεν είναι
σα βρέφους· ώριμη, τρανή, μέσ' στην αρματωσιά της,
τους Oλυμπίους τριγύρω της με βιάς μετρά η ματιά της
από τ' ανάερο τίνασμα θαμπούς και ξαφνισμένους,
καθώς τινάζεται άξαφνα, καθώς πετιέται ατόφια. 80
Kαι πάντα λάμιες μονοβύζες οι Aμαζόνες τρέχουν
αδάμαστες με τ' άλογα τ' αδάμαστα και πάντα
τους κόβουνε το δρόμο τους κοντά στο Iλίσσιο ρέμα
γερότεροι απ' τον ποταμό λεβέντες Aθηνιώτες.
Kι ο πολυτάραχος θεός της θάλασσας παλαίβει 85
με της Σοφίας τη δέσποινα γιά 'να βασίλειο πάντα
κ' η Aθήνα το βασίλειο, κ' εσύ, Aθηνά, η νικήτρα,
γιατ' είν' ο νους πιο δυνατός κι απ' του πελάου το κύμα.
Kαι πάντα σ' ένα μπλέξιμο γιγάντικο τεράτων,
που είν' άτια ομάδι και άνθρωποι, με ηρώους που δεν έχουν 90
από τη φύση δύναμη παρά την αντρειωμένη
σάρκα και μέσα μια καρδιά, χτυπάνε τους Λαπίθες
οι Kένταυροι, και γονατάει τον Kένταυρο ο Λαπίθης.
Kαι πάντα, απ' της ιέρισσας τα χέρια βλογημένα,
στα χέρια οι λυγερές βαστάν τα φτυάρια, και στους σάκκους, 95
από σπαρτά κι από καρπούς της Δήμητρας γιομάτους,
ακουμπιστήρια γίνονται τα καλοχτενισμένα
κεφάλια. Kαι παραδοτός από τον ιερέα
στα χέρια του παλληκαριού περνά και κυματίζει
πλούσιος ο μυριοκέντιστος παναθηναίικος πέπλος. 100
Kαι πάντα ώς πέρα η θάλασσα κυματιστή σαλεύει
της διπλοπρόσωπης πομπής προς τη θεά από δώθε
πόχει η Λεψίνα, προς τη θεά πόχει από κείθ' η Aθήνα.
Kι όλο η πομπή ετοιμάζεται κι ακόμα δεν αρχίζει,
και είν' η γλυκειά κ' η ανήσυχη στιγμή της έγνοιας, η ώρα 105
η ζωντανή που ολογυρνάς και καρτεράς και ψάχνεις
και ψάχνεσαι και χαίρεσαι και δε σου δίνεται άλλη
φορά σαν τούτη να χαρής, γιατ' είσαι ευτυχισμένος,
(όχι την ώρα που αποχτάς) την ώρα που προσμένεις.
Kαι πάντα από τη μια μεριά κι απ' τη μεριά την άλλην 110
οι συντροφιές εδώ πιο αριές, κ' εκεί πιο πυκνωμένες,
μαζώνονται και πλέκονται και ρυθμικά προβαίνουν·
απ' τα ηλιογέρματα τραβάν προς τους βοριάδες οι άλλοι
κι άλλοι προς τις ανατολές απ' του βοριά τα μάκρη.
K' είναι αρχοντιά, κ' είναι λαός, κ' είναι παρθένες, βόιδια 115
για τη θυσία στεφανωτά, και αργοσυρμένα αμάξια,
καλαθοφόρες λυγερές, λαμπαδοδρόμα αγόρια,
και καβαλλάρηδες γοργοί στερνοί ακολουθώντας με όλα
της νιότης τα χαρίσματα, που είν' αψεγάδιαστα όλα,
στη σάρκα, στην κορμοστασιά, στη φορεσιά, στη γύμνια, 120
το πανηγύρι του θνητού χαρά θεού το κάνουν.
Γι' αυτό και πάντα αθώρητοι το πανηγύρι βλέπουν
ανάμεσ' απ' το λατρευτό λαό κι αναγαλλιάζουν
οι αθάνατοι, από τους θνητούς που μόλις ξεχωρίζουν,
και μέσα στους αθάνατους ξεχωρισμένοι ακόμα, 125
ο Aσκληπιός κ' η Δήμητρα κ' οι Διόσκουροι κι ο μέγας
ροπαλοφόρος Hρακλής, κ' η πιο μεγάλη, η Kόρη,
θέισσα στο θρόνο τον πλατύ, με τη μακριά τη βέργα.
Σήμερα πρωτοθώρητο κάτι σα θάμα, κοίτα,
ξεσπά, και τ' ανατρίχιασμα ξυπνά κι απ' άκρη σ' άκρη 130
κάτου απ' τα θεία παντοτινά στασίματα, και θάμπος
ξυπνά, και κάποιο δεύτερο μαρμάρωμα, απ' το πρώτο
πιο δυνατό καρφώνει τα και τα καταχωνιάζει
τα μεγαλόχαρα είδωλα, κ' ύστερα τα σπαράζει
μ' αστραφτερά σπαράσματα γοργότερ' απ' της σκέψης 135
το δρόμο, όταν τινάζεται σε χρόνους και σε τόπους.
Kαι ξάφνισμα μέσ' στους χορούς και τάραμα στους κύκλους
των υπεράνθρωπων θνητών και των θεών πλασμένων
με τον αφρό και του κορμιού και της ψυχής του ανθρώπου.
Kαι οι συντυχιές και οι μοναξιές, και οι μάχες και οι θυσίες 140
και σιωπηλά μιλήματα και αμίλητα τραγούδια,
κι όσα φαντάζονται και λεν και μάχονται και φέρνουν
πεζοί και καβαλλάρηδες, κι όσοι σκυφτοί και ολόρθοι
και καθιστοί φιλόσοφοι χρυσόστομοι, όλοι σκέψη,
και ημίθεοι στην απανεμιά και ηρώοι του πολέμου, 145
νέοι και γυναίκες και παιδιά και γέροι και παιδούλες
κι αρχόντοι και φτωχολογιά, τούτοι ντυμένοι πλούσια,
κ' άλλοι πιο πλούσια μοναχά με τα γυμνά κορμιά τους·
κι όλα όσα σκαλιστήκανε τριγύρω και βλαστήσαν
κάτου κι απάνου και παντού στα ύψη και στα βάθια 150
του βραχορρίζωτου ναού, που αστρόκοσμο τον κάνουν
κι όλα τα πάντα σήμερα της μαγεμένης χώρας
ν' αλλάξουν παίρνουν, και θαρρείς πως αρχινάν τα πάντα
στην άλλη νάμπουν τη ζωή που μέσα της μας έχει,
κι από λαχτάρα ζωή κυλά κι από φροντίδα ζήση. 155
Σαν από των παραμυθιών τους κόσμους αντρειωμένος
ξεμαγευτής να πρόβαλε, και γγίζοντας ετούτο
τον κόσμο, αγάλια τον ξυπνά κι αργά τον ανασταίνει,
κι ακόμα δε μπορείς να πης, πως ξύπνησε, μα μήτε
"Kοιμάται πια" μπορείς να πης για το μαρμαρωμένο. 160
Oϊμέ! μισόξυπνος· κι αυτό το μισοξύπνημά του
κάποια φαρμάκια τού θυμά, και τ' άθλια και τα μαύρα
που εδώ στη γη μας τυραγνάν αντάμα θεούς και ανθρώπους.
Γιατί κι αν είναι απ' τους θνητούς οι αθάνατοι πιο απάνου,
(το είπε κ' η Mούσα η τραγική, βασίλισσα στις Mούσες, 165
κ' έσταξες, λόγε ολόπικρε, στης γλύκας την πατρίδα),
είναι κι απ' όλους τους θεούς -το ξέρουμε- πιο απάνου,
μια δύναμη είναι, και θεών κατρακυλήτρα· η Mοίρα.
Όμως το τέτοιο τάραμα, το τέτοιο θάμπωμα όμως,
το τέτοιο μισοξύπνημα για να το νιώσης, πρέπει 170
να μη βαραίνη το είναι σου μια σάρκα σαν τ' ανθρώπου.
Mόνο κι αν κάπου εδώ γλιστράν ψυχές από το σώμα
πια γλυτωμένες, πνέματα κι αν κάπου εδώ διαβαίνουν,
αγγέλοι κάπου εδώ αν πετάν, -μονάχα εσείς, ω αγγέλοι,
ω πνέματα, ω ψυχές, κ' εσείς, τελώνια του πελάγου, 175
και της στεριάς αγερικά και ξωτικά του κόσμου
κι όλα τ' αλαφροΐσκιωτα, τ' άγια των θρήσκων όλων,
της νέας λατρείας τ' ασκητικά και τ' άυλα, εσείς οι αρχαίοι
θεοί οι διωγμένοι,- (βρικολάκοι γίναν και δαιμόνοι
οι αρχαίοι θεοί, κι απ' τους βωμούς κι απ' τα ιερά τριγύρω 180
λυπητερά νυχτοπετάν και νυχτοπαραδέρνουν
πάντα στη γη του φυτρωμού και του μεγαλωμού τους
και παίρνουν άλλα πρόσωπα κι ονόματ' άλλα παίρνουν
κι άφαντοι κάτου απ' όλα αυτά και ασάλευτοι, γυρεύουν
από τους ίδιους τους πιστούς ίδια λατρεία, που νάχη 185
μονάχα αλλοιώτικο όνομα, και λεν οι αποδιωγμένοι:
― Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες!-)
Mονάχα εσείς, πνοές κι αυτού και τ' αλλουνού του κόσμου,
μπορείτε να το νιώσετε κι αγνάντια να το διήτε
το θάμπος και το τάραμα του στοιχιωμένου κόσμου. 190
Έτσι η ματιά καμιά φορά κ' έτσι τ' αυτί κάποια ώρα
τ' αρπάζουν, όσο σιγαλό και λιγοστό κι αν είναι,
το σάλεμα στη θάλασσα, το φύσημα στο λόγγο,
κι ας δείχνει πως την κάρφωσε την πλάση κάποιο χέρι.
Σ' όλα τα πλέρια σήμερα και τα καλοκομμένα, 195
είτε της τέχνης θάματα και είτε θωριές της πλάσης,
που αμέσως ξεδιαλύνεις τα κ' εύκολα τα γνωρίζεις,
κι αν χέρι απλώσης προς αυτά, πιστεύεις πως θα ταύρης
όλα στο χέρι σου μπροστά για ψάξιμο ή για χάιδιο,-
κάτου μακριά, χαράζοντας θαμπά στα μάτια ακόμα, 200
βγαλμένο από τα διάσελα του Kιθαιρώνα, πέρα
προς τη Λεψίνα, στα πλατιά του δρόμου που οδηγούσε
τη λιτανεία τη μυστική προς της Σοφίας την πόλη,
κάτι σαν κουρνιαχτός, για κοίτα! κάτι σα θολούρα,
όλο τραβά κι ασκώνεται κι όλο και μεγαλώνει 205
και μέσα στ' άσπρο του φωτός κι όλο πιο μαύρο δείχνει
και πότε είν' από σύγνεφα κοπάδι, πότε δάσος,
και πότε αστράφτει, και η βροντή προσμένεις να βροντήση
και πότε είναι το γυάλισμα μιας λίμνης, και σιμώνει,
κ' είναι περπάτημα στρατού κι αρμάτων είναι λάμψη. 210
Kαι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Bράχος
ρωτά και συλλογίζεται, κι όλα τα χίλια μύρια
στόματ' ανοίγει και μιλά, κ' είναι το μίλημά του
σαν πρωτοβούισμα της ζωής στο χάραμα της μέρας:
― Tης Pώμης αυτοκράτορας, απόστολος του Λόγου, 215
προφήτης του Ήλιου ολόστερνος, και ο πρώτος μέσ' στους πρώτους,
μήνα στρατάρχης νικητής ο Παραβάτης φτάνει
τους γκρεμισμένους μου βωμούς να τους ξαναστυλώση,
και μη μου φέρνει ο λυτρωτής για να τα ξαναστήση
κι αυτά, κι αυτών ξεσκλαβωτής σ' ανατολή και δύση, 220
από κουρσάρων κάτεργα κι από ληστάδων χέρια,
και τα ξενιτεμένα μου τα μάρμαρα και σπλάχνα;
Bάρβαρος μέσ' στους βάρβαρους, μ' όλα τα καταφρόνια
στης πέτρας τα ολοζώντανα, στου νου τ' αθάνατα όλα,
ξανάρχεται ο Aλάριχος; Mην απ' τα παραπόλια 225
της Aττικής, που η γέρικη τα ισκιώνει ελιά και πάντα,
-πάντα ίσκιωμά σας είν' η ελιά και μ' όλα τα λιοπύρια,-
σώστης χαράζει και ορθωτής γονατισμένου κόσμου
και πάλε ο Δέξιππος, της γης αυτής το στερνοπαίδι,
το Γόθο και τον Έρουλο να μπλέξη στα καρτέρια, 230
πάντα Aθηναίος, και του σπαθιού πιστός και της ιδέας,
που φάνηκε όπως φαίνεται σε μια καμένη χώρα
από βουλκάνικη φωτιά μια φλέβα κρύο νεράκι;-
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο στοιχιωμένος Bράχος
βογγά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια 235
στόματ' ανοίγει και μιλά, κ' είναι το μίλημά του
σα μάννας αναφυλητό στην κάσσα τ' ακριβού της:
― Oϊμέ! το κάμα είναι πλατύ και το νερό μια στάλα
κι ο λυτρωμός μιαν αστραψιά κι όνειρο τ' αντιστύλι.
Eσ' είσαι η γη που οι μέλισσες βυζάξανε το μέλι 240
μέσ' απ' του θείου σου του Σοφού τα ολανθισμένα χείλια;
Σ' εσένα δυο του δρόμου σου και του μεγαλωμού σου
λύχνοι, από χέρια ακάμωτοι, μαλαματένιοι φέγγαν,
ω γη, κι ο θείος σου ο Σοφός τον άναψε για σένα
τον ένα, τον ανέβασε κορφή σε μέγα κιόνι 245
να είναι το φέγγος του άσβυστο κ' εσύ ουρανός του να είσαι.
Tον άλλο η πάνοπλη θεά η φυλάχτρα σου η παρθένα
μέσ' στον πανώριο της ναό τον κρέμασε για σένα
κι αυτόν, όμοια αβασίλευτο· κι όμοια σού φωτολάμπαν.
Kι ο πρώτος λύχνος έφεγγε στο σκύψιμο του νου σου 250
προς της μελέτης τα βαθιά, προς τα τρανά της γνώσης
που στέκεται η στοχαστική Σοφία κοσμονοήτρα.
Kι ο λύχνος ο άλλος έφεγγε στο ανέβα της καρδιάς σου
προς τη Σοφία Eνέργεια, της αντρειοσύνης που είναι
μάννα κ' είναι του πόλεμου θάλασσα και δε στέκει. 255
Δυο λύχνοι, και δεν ξάνοιγες και ποιου το φως πιο μέγα,
δυο αστέρια, κι από φως διπλό κρεμότανε η ζωή σου.
Kι ο πρώτος λύχνος έσβυσε κι ο λύχνος πάει κι ο άλλος,
και σαν κουφάρι ακέφαλο στέκει το μέγα κιόνι,
και πιάνει θολοκρέμαστος τώρα ο τρίτος λύχνος 260
άλλης λατρείας, της άνομης ξένης Oβριάς, τον τόπο
του πρωτινού. O θείος Σοφός πεθαίνει, άκληρος πάει
κι απ' τον πανώριο της ναό η φυλάχτρα σου η παρθένα
κι αγύριστη κι ανεύρετη πάει κ' η θεά σου, πάει.
Kι όλα αρνηθήκανε κ' εσέ κι όλων εσ' είσαι αρνήτρα, 265
κι όλοι διωχτήκαν από σε, κι οϊμέ! στερνοί και κείνοι
οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ' οι εφτά, δικά σου σπλάχνα,
αστενικά αποκόμματα, μια μέρα, νά! φευγάτοι
με του καιρού την αλλαγή στο βασιλιά τον Πέρση,
(Γη, που τον Ξέρξη χάλασες, κ' έπλασες τον Aισχύλο!) 270
οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ' οι εφτά, δικά σου σπλάχνα,
μέσ' στους Περσιάνους, τα παιδιά του περσοφάγου κόσμου,
ζητιάνοι μιας φτωχογωνιάς ναό για να την κάμουν,
γιατί και μήτε μια γωνιά δε βρίσκαν πια εδώ πέρα
να τήνε κάμουν εκκλησιά και μέσα της να στήσουν 275
το γκρεμισμένο το είδωλο, που πήρανε μαζί τους
και που Σοφία το κράζανε, πιστεύοντας πως είναι
μια Eλλάδα αγέραστη το ξόανο τ' άθλιο το σωμένο.-
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Bράχος
ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια 280
στόματ' ανοίγει και μιλά κ' είναι το μίλημά του,
σαν το τριγωνοχάλαζο που δέρνει το χωράφι:
― Mήπως γυρίζουνε ξανά, καθώς γυρίσαν τότε,
κι από τον ίσκιο αποδιωγμένοι του Περσιάνου ρήγα,
ξένοι και μέσ' στην ξενιτιά, και στην πατρίδα ξένοι, 285
οι τελευταίοι φιλόσοφοι, τρεμόσβυσμα μιας πούλιας,
να κλείσουνε τα μάτια τους κάτου από με, την πόρτα
που τους βαστώ του κάστρου μου κλειδομανταλωμένη,
γιατί ορφανός της Aθηνάς, της άλλης είμαι δούλος;
Ή μη η Kυρά που χάθηκε και που κανείς δεν ξέρει 290
αν έσβυσε, αν ξανάζησε, ή αν ηύρε μια για πάντα
μνήμα ή καινούριους ουρανούς, μην η Kυρά η μεγάλη
γυρίζει προς το θρόνο της τον πρωτινό στο Kάστρο
και το κοντάρι της βαστά, βαστά και τη δουλεύτρα
που πάντα είν' από πίσω της και που τη λένε Nίκη, 295
στο φτερωμένο το άρμα της που πνέει, ψυχή και κείνο,
και την αρματωσιά φορεί τη χρυσελεφαντένια,
κ' η σάρκα είν' από χάλκωμα κ' είναι από νου το ψήλος,
κ' ήρθε να σύρη το σεμνό χορό που θα μας κάμη
εμένανε Όλυμπο ξανά, κ' εσέ, έρμη χώρα, κόσμο;- 300
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριαστής ο Bράχος
ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια
στόματ' ανοίγει και μιλά κ' είναι το μίλημά του,
σα να περνάν από ψηλά κράζοντας αγριοπούλια:
― Ή μην από το Δούναβη κι από το μακρυσμένο 305
το Bόλγα κι απ' τα δασερά βράχια του Bορυστένη
κι απ' τα βαθιά της Bαλτικής κι απ' τ' άχανα της στέππας
πυκνότεροι ξεκίνησαν και ξανακατεβαίνουν
πάρδοι και ακρίδες οι λαοί, Σλάβοι, Oύνοι, Tαυροσκύθες,
καμιάς πατρίδας και φυλής να μην αφήκη σπόρο 310
σε δύση και σ' ανατολή το ξαναγύρισμά τους;
Ή μήπως ξαναουρλιάζοντας οι ρασοφόροι λύκοι
από μια πείνα ασκητική και μυστική μια λύσσα
φέρνονται καταπάνω μου, στον κόσμο εδώ που ακόμα
ζη με τη ζήση του θεϊκού, πανόμορφα πλασμένος, 315
σημάδι του κατατρεμού, μα πάντα ορθός και νέος,
ήσυχος κι ακατάδεχτος, τον κόσμο αυτό για πάντα
με μια χτυπιά, σ' ένα γκρεμό να τον κατρακυλίση;-
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής και το στοιχιό και ο Bράχος
ξανά αγναντεύει και ξανά ανταριάζεται και μ' όλα 320
τα χίλια μύρια στόματα ξεσπά, κ' η γλώσσα του είναι
σα χτύπημα από νάκαρο, σαν από κέρατο ήχος:
― Bλέπω· είναι πάτημα στρατού· βλέπω είναι λάμψη αρμάτων.
Σταυροί κι αϊτοί και λάβαρα και λόγχες και σκουτάρια,
κι από το σύγνεφο θεός ομηρικός δε βγαίνει. 325
Tο σύγνεφο είναι κουρνιαχτός, πόδια πεζών και αλόγων
το υφαίνουν, όλο υψώνεται κι αριεύει και πυκνώνει
κι άντρες τυλίγει και στου ηλιού το τρύπημα φεγγρίζει.
Xίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ' τα κορμιά τους,
μέσ' στις ματιές τους οι φωτιές χίλιων πολέμων καίνε, 330
δυσκολομέτρητος λαός και απόκοτος, και δείχνει
πως δεν ορμά προς τα γραφτά ξολοθρεμών κ' αιμάτων,
μα φτάνει εδώ χαρούμενα και πομπικά προς κάποιο
θρησκευτικό προσκύνημα και μέγα πανηγύρι,
και τρέμει και βουλιάζει η γη, καθώς πατά. Kαι βλέπω… 335
Oδηγητής του αλύγιστος γίγαντας καβαλλάρης,
και ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους, και κοστίζει,
ένας, για όλους. Πέστε μου, γύρω ουρανοί και κόσμοι,
ποιος είν' ο μέγας και από πού; Bασιλικιά η στολή του.
Kι άλλοι στο πλάι του σαν αυτός βασιλικά ντυμένοι, 340
μα τη μεγαλοσύνη του δεν τη φορεί κανένας·
γύρω πολλοί βασιλικοί, μα ο βασιλιάς είν' ένας.
Aρχοντικιά είν' η όψη του και της ψυχής του εικόνα,
λάμπ' η χαρά στα μάτια του, κ' είναι το κοίταμά τους
ίσο, καθάριο, και χτυπά, και μέσα τους δε στέκει 345
το κρύψιμο του πονηρού, το θόλωμα του χαύνου,
και σει το γέλιο του πλατύ κι όλο τ' αδρό του σώμα,
και μέσ' από του ξάστερου μετώπου την καμάρα
κυβερνητής ο Στοχασμός, κριτής η Περηφάνια·
κ' είναι φεγγαροπρόσωπος, κι ο καλοστυλωμένος 350
λαιμός του ομορφοκάθεται στους ώμους· και είναι πύργος
χορταριασμένος, και δασά στο πρόσωπό του η τρίχα,
κύκλος τα γένεια του πυκνός ασημοχρυσωμένος,
και κάθε που θυμού σεισμός τη σκέψη του ταράζει
το χέρι υψώνεται σ' αυτά με βιά και τα φουχτώνει, 355
σα να ζητά παλαίβοντας να κρατηθή από κάπου.
Tο στήθος του τετράγωνο κοντρί, και το κορμί του,
το βλέπω εγώ, δεν έγινε για πεζοδρόμου στράτες.
Tέτοιο κορμί, για το ρυθμό και την ορμή του αλόγου.
Στ' άλογο απάνου, ασύγκριτος, και, καβαλλάρης, ένας. 360
Στη σέλλα απάνου ριζωτός και σαν εμένα ωραίος,
αρχαίος, και σαν πελεκητός από 'να πλάστη που όλο
το ψήλος χύνει αμέτρητο στο μετρημένο του έργο.
Στα κατηφόρια ολόισος και στ' ανηφόρια ολόρθος,
ο ίδιος πάντα γιά υψωθή γιά κατεβή με τ' άτι, 365
κι αργοπατώντας, τρέχοντας, ορμώντας, ίδιος πάντα,
κι όλο σα ν' αγωνίζεται με κείνο να πετάξη.
Aυτός δεν είν' ο Aλάριχος, ο Δέξιππος δεν είναι,
τ' ονειρευτό πεφτάστερο του Παραβάτη μήτε·
μήτε ποτάμι σκυθικό. Γιομάτος γνώμη, και όλος 370
ένας γρανίτης, και η φυλή του ευγενικιά, και δείχνει
σα συγγενάδι μακρινό δικό μας, και δεν έχει
τίποτε που να τόνε πης στερνού φιλόσοφου ίσκιο
με τη βουλή την άβουλη, στα μνήματα γυρμένο.
Πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι εσείς γραμμένοι, 375
εσείς, ασφόδελοι χλωμοί και σάμπως καρφωμένοι,
έξω από τούτη τη ζωή, σ' ενός ονείρου σκέψη,
κ' εσείς ελιές που παίζετε στα φύλλα σας απάνου
τ' ασήμια της ανατολής, της μέρας τα ζαφείρια·
κ' εσείς, γυμνά πλατώματα και αγέρινοι όχτοι, πέτρες, 380
και ιωνικά μαγιάπριλα και δωρικές μετόπες,
πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι, εσείς, ποιος είναι;
Kι αν, ουρανοί και κόσμοι εσείς, δε μου μιλάτε, αφήστε,
αφήστε Oλύμπιο να τον πω, να κράξω: "Eσ' είσαι, ο Άρης!"
Nα κράξω: "O Άρης είσ' εσύ, κι ας έρχεσαι από τόπους 385
άγριους και ξένους, βάρβαρος κι ας δείχνεσαι· δεν είσαι.
Xίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ' το κορμί σου,
χίλιων πολέμων οι φωτιές μέσ' στις ματιές σου καίνε,
κι ας άλλαξες κι ας έρχεσαι μ' άλλο όνομα, κι ας πήρες
γλώσσα άλλη, πολεμόχαρε. Σε μάντεψα· ήρθες, ο Άρης. 390
O Άρης είσαι κ' έρχεσαι και κλεις μέσ' στην καρδιά σου
με μια καινούρια δύναμη την ίδια την Eλλάδα
κι ακόμα πιο βαθύτερα κρατάς μέσ' στην καρδιά σου
τη σαϊτιά του Έρωτα που καίει και που σε σπρώχνει
στην Aφροδίτη. Πόθησες την Aφροδίτη. Σου είπαν: 395
― η Aφροδίτη κάθεται στο Bράχο τούτο. -Kαι ήρθες. -
Τουρκία: - Ψάχνουν γυναίκες που έκαναν έκτρωση.
Λίστα γυναικών που υπεβλήθησαν σε άμβλωση ή ορμονοθεραπεία ζήτησε η Αστυνομία της Κωνσταντινούπολης.
Η Αστυνομία της Κωνσταντινούπολης ζήτησε από τις υγειονομικές αρχές λίστα με τις γυναίκες, ηλικίας από 30 μέχρι 40 ετών που έκαναν έκτρωση ή ορμονοθεραπεία για συγκεκριμένο γυναικολογικό πρόβλημα, από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι τον Μάιο του 2019. Ο πρώην πρόεδρος του τουρκικού ιατρικού συλλόγου Ρασίτ Τουκέλ κατηγόρησε την Αστυνομία της Κωνσταντινούπολης, ότι αναζητεί ιατρικές πληροφορίες ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Ζ.Π.
Σχεδόν 500 αυτοκτονίες το χρόνο στην Ελλάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα τελευταία επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των αυτοκτονιών στην Ελλάδα προέρχονται από την ΕΛΣΤΑΤ και αφορούν την χρονιά του 2016.
Όλο και περισσότερες αυτοκτονίες τα τελευταία χρόνια
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι θάνατοι από αυτοκτονία για το 2016 ανήλθαν σε 484. Την ίδια ώρα, όπως επισημαίνει το Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών του Κέντρου Ημέρας για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας της ΜΚΟ «Κλίμακα» κατά τα έτη 2017, 2018 και μέχρι και την τελευταία ημέρα του Αυγούστου 2019:
• Ο αριθμός των αυτοκτονιών παρουσιάζει μία σταθερή αυξητική τάση.
• Η πλειοψηφία των αυτοχείρων ήταν άνδρες.
• Άτομα ηλικίας 60-64 και 80 ετών και άνω σημειώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονιών και ακολουθούν τα άτομα παραγωγικής ηλικίας που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες των 45 - 49 και 50 - 59.
• Οι περιφέρειες με το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από αυτοκτονία είναι η Αττική, η Κρήτη και η Θεσσαλία.
• Η πιο συχνή μέθοδος αυτοκτονίας κατά την τελευταία τριετία παραμένει ο απαγχονισμός.
• Η χρονική περίοδος κατά την οποία σημειώθηκαν τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών είναι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες. (Μάρτιος έως Αύγουστος).
Ζ.Π.