ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

14 Ιανουαρίου 2022

Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

 

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ: Ο ΕΧΘΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 


ΤΑΛΜΟΥΔΙΚΟ ΡΗΤΟ: «ΟΤΑΝ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΛΕΦΤΑ». Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΡΟΤΣΙΛΝΤ

 



«ΣΚΛΑΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ». ΕΖΡΑ ΟΥΕΣΤΟΝ ΛΟΥΜΙΣ ΠΑΟΥΝΤ (Ezra Weston Loomis Pound)



Rihaku/Ezra Pound: Η επιστολή του εξορίστου [Cathay 1915]

 





 Ο Γιώργος Σεφέρης με τον Έζρα Πάουντ στην Αθήνα το 1965 


 KANTO  I



Μετάφραση: Γιῶργος Σεφέρης
Γιώργου Σεφέρη, Ἀντιγραφές, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2005
Σημειώσεις επεξηγηματικές: Π. Δρακόπουλος



Καὶ τότε κατηφορίσαμε στὸ καράβι,1
Κυλήσαμε τὴν καρένα στὴ θάλασσα τὴ θεοτική,
Σηκώσαμε τ' ἄλμπουρο καὶ τὸ πανὶ στὸ μελανὸ τοῦτο καράβι,
Καὶ τὸ φορτώσαμε μ' ἀρνιά, φορτώσαμε μαζὶ καὶ τὰ κορμιά μας

Βαριὰ ἀπὸ δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριὰ μὲ τὸ πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στὴν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τὸ τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τὸ πέλαγο ὡς νὰ τελειώ­σει ἡ μέρα.

Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ' ὁλάκερο τὸν ὠκεανό,
Καὶ τότες μπήκαμε στὰ πιὸ βαθιὰ νερά,
Στὶς Κιμμέριες χῶρες, καὶ στὶς πολυάνθρωπες πολι­τεῖες
Σκεπασμένες μὲ μιὰ κρουστὴ καταχνιά, ποτὲς δὲν τὴν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος

Μήτε ὅταν βγαίνει στ' ἀψηλὰ κοντὰ στ' ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὸν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους.

Πίσω τὸ ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στὸν τόπο πού μᾶς ἁρμήνεψε ἡ Κίρκη.

Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καὶ τραβώντας τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ μερί μου
Ἔσκαψα τὸ τετράπηχο χαντάκι·

Χύσαμε τότε σπονδὲς στὸν κάθε νεκρό,

Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκὸ κρασί, νερὸ κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καὶ προσευκήθηκα πολὺ στ' ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θα­νάτου·

Καθὼς γυρίσω στὴν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τοὺς κα­λύτερους
Νὰ τοὺς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στὴν πυρά,

Καὶ γιὰ τὸν Τειρεσία μοναχὰ ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τὸ αἷμα σκοτεινὸ στὸν τράφο,

Ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,

Νέοι καὶ γέροντες ποὺ βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχὲς κηλιδωμένες ἀπὸ δάκρυα νωπά, τρυφερὲς παρ­θένες,

Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι μὲ τὶς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ' ἄρματα ματω­μένα,

Τοῦτοι πληθαῖναν καὶ μαζεύουνταν τριγύρω μου, φω­νάζοντας,

Ἄχνα μὲ σκέπασε. Πρόσταξα στοὺς συντρόφους κι ἄλ­λα σφαχτάρια.
Σφάξανε τὸ κοπάδι, ἀρνιὰ σφαγμένα μὲ τὸ χαλκὸ·
Ἔχυσα μύρα κι ἔκραξα στοὺς θεοὺς

Στὸν κραταιὸ Πλούτωνα καὶ στὴν παινεμένη Περσε­φόνη·
Γύμνωσα τὸ στενὸ σπαθί,
Κάθισα γιὰ νὰ διώχνω τοὺς βιαστικοὺς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν' ἀκούσω τὸν Τειρεσία.

Ἀλλὰ ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπή­νωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στὴ μεγάλη γῆς,
Κουφάρι ποὺ τ' ἀφήσαμε στὸ σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τὰ βάσανα μᾶς κέντριζαν γι' ἀλλοῦ.

Ἀξιολύπητο πνεῦμα. Καὶ φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στὸ σκοτεινὸ τοῦτο ἀκρο­γιάλι ;

Πεζοδρόμος ἦρθες ξεπερνώντας τοὺς θαλασσινούς;»

Καὶ αὐτὸς βαριὰ μιλώντας :
«Τύχη κακιὰ καὶ τὸ πολὺ κρασί. Γλίστρησα στὸ μέ­γαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τὴν ἀψηλὴ σκάλα ἀφύλαχτος

Ἔπεσα πάνω στὸν τοῖχο,
Τσάκισα τὸ κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχὴ γύρεψε τὸν Ἅδη.

Μὰ ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,

Σώριασε τ' ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στὴν ἀκρο­γιαλιά, καὶ γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος καὶ μ’ ὄνομα μελλούμενο.
Καὶ στῆσε τὸ κουπί μου ποὺ ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συν­τρόφους.»

Ἦρθε κι ἡ Ἀντίκλεια καὶ τὴν ἔδιωξα, κι ὕστερα ὁ Τει­ρεσίας ὁ Θηβαῖος,
Κρατώντας τὸ χρυσὸ ραβδί, μὲ γνώρισε καὶ μίλησε πρῶτος:

«Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,

Μέσα στοὺς ἀνήλιαγους νεκρούς, στὴν ἄχαρη τούτη χώρα;

Τραβήξου ἀπ' τὸν τάφρο, ἄφησε τὸ αἱματερὸ πιοτό μου
Γιὰ νὰ μαντέψω.»

Καὶ τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτὸς δυναμωμένος ἀπὸ τὸ αἷμα εἶπε τότες : «­δυσσέα
Θ γυρίσεις διαβαίνοντας τν πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σ μαρες θάλασσες,
Θ χάσεις λους τος συντρόφους.» Κα τότες  ντί­κλεια ρθε.

Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νὰ πῶ τὸν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538, 2  ἔξω ἀπὸ τὸν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σὲ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ' ἀνοιχτὰ
Καὶ πρὸς τὴν Κίρκη.

Venerandam, 3

Κατὰ τὴ φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφρο­δίτη,
Cypri munimenta sortita est4, πασίχαρη, orichalci 5
μὲ τὶς μαλαματένιες

Ζῶνες καὶ τοὺς στηθόδεσμουςσὺ μὲ τὰ μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τὸ χρυσὸ κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη 6. Ἔτσι
λοιπόν:






1. Το ποίημα δεν έχει αρχή και τέλος: ο ποιητής θέλησε να μοιάζει με σωζόμενο απόσπασμα αρχαίου κειμένου.



2. Ο Andrea Divo (Andreas Divus) ήταν ομηριστής φιλόλογος. Αντίτυπο μετάφρασής του της Οδύσσειας (Homeri Odyssea ad verbum translata, Andrea Divo... interprete, έκδοση του γνωστού με το εκλατινισμένο όνομα παρισινού οίκου Christiani Wecheli, 1538) λέγεται ότι είχε αγοράσει ο Πάουντ από παλαιοπωλείο στο Παρίσι. Στον τόμο περιλαμβάνονταν επίσης η Βατραχομυομαχία σε μετάφραση Άλδου Μανούτιου και Ὑμνοι Ομηρικοί σε μετάφραση Georgio Dartona του Κρητός.
3. Η Αφροδίτη είναι Σεβάσμια, Venerandam, κατά τον ‘Υμνο της (V) που μετέφρασε ο Georgio Dartona ο Κρής.
4. «αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου» (μτφρ Ε.Λαδιά-Δ.Παπαδίτσα), από τον 
Ύμνο αρ. VI.
5. ορειχάλκινο
6. ο «χρυσόρραπις Αργειφόντης», ο χρυσόρραβδος, ονομασία του Ερμή στην Οδύσσεια 
( ε’ 87)
__________________________________________
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης από "Αντιγραφές"



Ανάλυση του Σεφέρη για τα "Κάντος"  του Πάουντ




«Στις 12 Ιουλίου του 1959, ο Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του πως άκουσε στο ραδιόφωνο, και για πρώτη φορά, την «καταπληκτικά έντονη», «καταπληκτικά ρυθμική και χρωματισμένη μ'’ εναλλαγές του δυνατού και του ήπιου» φωνή του Πάουντ. 



Ο Πάουντ απαγγέλλει, μεταξύ άλλων, τα Cantos I, XIII και XLIX. Τα δύο πρώτα είχαν ήδη μεταφραστεί από τον Σεφέρη. Είναι πολύ πιθανόν η απαγγελία αυτή να έδωσε το έναυσμα για την απόπειρα μετάφρασης και του Canto XLIX την ίδια χρονιά, σε συνδυασμό με το γεγονός πως το μεταγενέστερο Canto μοιάζει να επισκέπτεται ξανά τον τόπο του ήδη μεταφρασμένου Canto XII, σαν προέκταση της χειρονομίας του».

«Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.



   Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής. 

Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ' αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.

   Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού». 

___ Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].





 
Ezra Pound – Canto XLIX  - 
Canto τν φτά Λιμνν,  πόσπασμα


«Γιά τίς φτά λίμνες, κι’ χι πό χέρι νθρώπου τοτοι ο στίχοι:
Βροχή· δειο ποτάμι· να ταξίδι,
φωτιά πό μαργωμένο σύννεφο· χοντρή βροχή στό μούχρωμα
κάτω πό τς καλύβας τήν σκεπή εταν να φανάρι.
Εναι βαρειά τά καλάμια· λυγισμένα·
καί τά μπαμπού μιλον θλεγες κλανε.

Φεγγάρι φθινοπωρινό· λόφοι γύρω σέ λίμνες
πάνω στό λιόγερμα1
Τό βράδι μοιάζει μιά κουρτίνα σύννεφα,
θάμπωμα πάνω σέ σπηλιάδες· καί διακρίνεις
ψηλούς τούς μυτερούς μίσχους τς κανέλας,
νας κρύος σκοπός μές στά καλάμια.
Πίσω π’ τό λόφο το καλόγερου  καμπάνα
πού παίρνει  νεμος.
Πανιά πέρασαν δθε τόν πρίλη· μπορε νά ξαναρθονε τόν χτώβρη
 βάρκα χάνεται στ’ σήμι· ργά·
 λιος καίει μονάχος στό ποτάμι.

κε πού τό κρασάτο φλάμπουρο σμίγει τό λιόγερμα
Σπάνιες καμινάδες καπνίζουν στό παράλληλο φς».
___________________________________________________________________________
Ezra Pound – Canto XLIX  [ πόσπασμα ], ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ



Canto XLIX:

 Μιά ματιά στόν Παράδεισο

Τό «Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν», ὅπως εἶναι γνωστό τό Canto XLIX, ἀναπνέει σχεδόν στό κέντρο τῆς γραφῆς ἑνός Παραδείσου, ὅπως θέλησε τά Cantos του ὁ Πάουντ, καί ἀποτελεῖ καί τό ἴδιο, μέ τά λόγια τοῦ ποιητῆ, μιά ὄψη ἤ ματιά στόν Παράδεισο. 

Ἐκδίδεται τό 1937 καί εἶναι ἡ ἠχώ τοῦ Canto XIII, μέ τό ὁποῖο συνδέεται μέσω τῆς ἔννοιας τῆς ὀργανικῆς ἁρμονίας καί τάξης ὅπως διατυπώνεται στή διδασκαλία τοῦ Κομφούκιου, καί μιά προοικονομία τῶν Cantos κινεζικῆς ἱστορίας (LII-LXI). 

Ἦταν, σύμφωνα μέ τήν κόρη τοῦ Μαίρυ ντέ Ράχεβιλτς (Mary de Rachewiltz), ἕνα ἀπό τά ἀγαπημένα Cantos τοῦ ἴδιου τοῦ Πάουντ καί ὁ Χιού Κέννερ (Hugh Kenner) τό ἀποκαλεῖ ἄξονα γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφονται τά Cantos, συμπυκνώνοντας ἔτσι τήν ἰδιαίτερη σημασία του.




O Έζρα Πάουντ, ο καλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα, κατά τον Χέμινγουεϊ (οι υπόλοιποι απλά φοβούνται να το πούνε ανοιχτά) τάραξε τα νερά αλλάζοντας την ποίηση μια για πάντα. Πολλά είναι τα επίθετα που του έχουν δοθεί, "γίγαντας της διανόησης", "ψυχοπαθής ναζί", "παγκόσμιος άνθρωπος", "πεφωτισμένος φασίστας", "προδότης", "ήρωας", "τρελός", "¨τιτάνας" κτλ
Έζησε δημιουργώντας και πέθανε πιστός στις ιδέες και αιώνιες αξίες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού παρά τις διώξεις, τα βασανιστήρια και την χλεύη των δούλων του "αιώνιου εχθρού", όπως έλεγε:«Αν δεν κάνεις θυσίες για τις Ιδέες σου, ή εσύ δεν αξίζεις ή οι ιδέες σου».

Ο Pound γεννήθηκε στο Hailey (1885) του Αϊντάχο, μεγάλωσε στο Wyncote, φοίτησε στο κολέγιο Χάμιλτον και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας. Δίδαξε γαλλικά και ισπανικά στο Κολέγιο Wabash, απολύθηκε γιατί ένα βράδυ πρόσφερε στέγη σε μια απένταρη χορεύτρια. Αμέσως ξενιτεύτηκε στην Ευρώπη (1907). Έμεινε ένα χρόνο στη Βενετία, όπου τύπωσε (1908) την πρώτη του συλλογή "A lune spento". Το 1909 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και άρχισε να εμφανίζεται με προκλητική εμφάνιση στα καλλιτεχνικά σαλόνια. Εκεί τύπωσε τις συλλογές του Personae και Exultations, πρωτοστατώντας στο αμερικάνικο ποιητικό κίνημα του εικονισμού. Το 1914 παντρεύτηκε τη Dorothy Shakespear, αποχτώντας ένα γιο (1926). Αργότερα την εγκατέλειψε για να συνδεθεί έως το τέλος της ζωής του με την πιανίστα Όλγα Rudge. Καρπός του δεσμού τους υπήρξε η κόρη τους πριγκίπισσα Mary de Rachewiltz. Την εποχή εκείνη παρακίνησε τον Τζόυς και τον Έλιοτ να τυπώσουν τα έργα τους, περιέκοψε σχεδόν τη μισή "Έρημη χώρα" του Έλιοτ και της έδωσε την τελική της μορφή. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μουσική. Συνέθεσε (μουσική και λιμπρέτο) την όπερα "Francois Villon" και ήταν από τους πρώτους που ανακάλυψαν στον αιώνα μας τον Βιβάλντι.
Φύση ανήσυχη, ευγενική και συνάμα μαχητική, μπορούσε να βοηθάει από το υστέρημα του τους φίλους του ή να αναπτύσει μια δική του οικονομική θεωρία περί κοινωνικής πίστεως, να μελετά επί χρόνια νεκρές γλώσσες για να μεταφράζει ή να παραφράζει αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο ή να αγορεύει κατά των Εβραίων από το ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης. Αυτές οι τακτικές εκπομπές συνεχίστηκαν σ΄ όλο το διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ακολούθησε η σύλληψή του (1945) από τα αμερικάνικα στρατεύματα που κατέκτησαν την Ιταλία, η απομόνωσή του σ΄ ένα ξέσκεπο κλουβί με συρματοπλέγματα σαν ζώο στην Πίζα και η μεταφορά του στην Ουάσιγκτον (1945) για να δικαστεί για προδοσία. Αδυνατώντας να βρουν αποδείξεις για τα "εγκλήματα" του κρίθηκε "διανοητικά ακατάλληλος" για δίκη και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Αποφυλακίστηκε (1958) και ξαναγύρισε τον ίδιο χρόνο στην Ιταλία, αποβιβαζόμενος στην αγαπημένη του Βενετία χαιρέτισε τον κόσμο που τον περίμενε φασιστικά!
Πέθανε στη Βενετία  στις 2/11/1972.-


ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...