ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ: Ο ΕΧΘΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΑΛΜΟΥΔΙΚΟ ΡΗΤΟ: «ΟΤΑΝ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΛΕΦΤΑ». Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΡΟΤΣΙΛΝΤ
Ο Γιώργος Σεφέρης με τον Έζρα Πάουντ στην Αθήνα το 1965
KANTO I
Μετάφραση: Γιῶργος Σεφέρης
Γιώργου Σεφέρη, Ἀντιγραφές, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2005
Σημειώσεις επεξηγηματικές: Π. Δρακόπουλος
Καὶ τότε κατηφορίσαμε στὸ καράβι,1
Κυλήσαμε τὴν καρένα στὴ θάλασσα τὴ θεοτική,
Σηκώσαμε τ' ἄλμπουρο καὶ τὸ πανὶ στὸ μελανὸ τοῦτο καράβι,
Καὶ τὸ φορτώσαμε μ' ἀρνιά, φορτώσαμε μαζὶ καὶ τὰ κορμιά μας
Βαριὰ ἀπὸ δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριὰ μὲ τὸ πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στὴν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τὸ τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τὸ πέλαγο ὡς νὰ τελειώσει ἡ μέρα.
Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ' ὁλάκερο τὸν ὠκεανό,
Καὶ τότες μπήκαμε στὰ πιὸ βαθιὰ νερά,
Στὶς Κιμμέριες χῶρες, καὶ στὶς πολυάνθρωπες πολιτεῖες
Σκεπασμένες μὲ μιὰ κρουστὴ καταχνιά, ποτὲς δὲν τὴν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος
Μήτε ὅταν βγαίνει στ' ἀψηλὰ κοντὰ στ' ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὸν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους.
Πίσω τὸ ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στὸν τόπο πού μᾶς ἁρμήνεψε ἡ Κίρκη.
Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καὶ τραβώντας τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ μερί μου
Ἔσκαψα τὸ τετράπηχο χαντάκι·
Χύσαμε τότε σπονδὲς στὸν κάθε νεκρό,
Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκὸ κρασί, νερὸ κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καὶ προσευκήθηκα πολὺ στ' ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θανάτου·
Καθὼς γυρίσω στὴν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τοὺς καλύτερους
Νὰ τοὺς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στὴν πυρά,
Καὶ γιὰ τὸν Τειρεσία μοναχὰ ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τὸ αἷμα σκοτεινὸ στὸν τράφο,
Ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,
Νέοι καὶ γέροντες ποὺ βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχὲς κηλιδωμένες ἀπὸ δάκρυα νωπά, τρυφερὲς παρθένες,
Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι μὲ τὶς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ' ἄρματα ματωμένα,
Τοῦτοι πληθαῖναν καὶ μαζεύουνταν τριγύρω μου, φωνάζοντας,
Ἄχνα μὲ σκέπασε. Πρόσταξα στοὺς συντρόφους κι ἄλλα σφαχτάρια.
Σφάξανε τὸ κοπάδι, ἀρνιὰ σφαγμένα μὲ τὸ χαλκὸ·
Ἔχυσα μύρα κι ἔκραξα στοὺς θεοὺς
Στὸν κραταιὸ Πλούτωνα καὶ στὴν παινεμένη Περσεφόνη·
Γύμνωσα τὸ στενὸ σπαθί,
Κάθισα γιὰ νὰ διώχνω τοὺς βιαστικοὺς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν' ἀκούσω τὸν Τειρεσία.
Ἀλλὰ ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπήνωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στὴ μεγάλη γῆς,
Κουφάρι ποὺ τ' ἀφήσαμε στὸ σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τὰ βάσανα μᾶς κέντριζαν γι' ἀλλοῦ.
Ἀξιολύπητο πνεῦμα. Καὶ φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στὸ σκοτεινὸ τοῦτο ἀκρογιάλι ;
Πεζοδρόμος ἦρθες ξεπερνώντας τοὺς θαλασσινούς;»
Καὶ αὐτὸς βαριὰ μιλώντας :
«Τύχη κακιὰ καὶ τὸ πολὺ κρασί. Γλίστρησα στὸ μέγαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τὴν ἀψηλὴ σκάλα ἀφύλαχτος
Ἔπεσα πάνω στὸν τοῖχο,
Τσάκισα τὸ κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχὴ γύρεψε τὸν Ἅδη.
Μὰ ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,
Σώριασε τ' ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στὴν ἀκρογιαλιά, καὶ γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος καὶ μ’ ὄνομα μελλούμενο.
Καὶ στῆσε τὸ κουπί μου ποὺ ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους.»
Ἦρθε κι ἡ Ἀντίκλεια καὶ τὴν ἔδιωξα, κι ὕστερα ὁ Τειρεσίας ὁ Θηβαῖος,
Κρατώντας τὸ χρυσὸ ραβδί, μὲ γνώρισε καὶ μίλησε πρῶτος:
«Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,
Μέσα στοὺς ἀνήλιαγους νεκρούς, στὴν ἄχαρη τούτη χώρα;
Τραβήξου ἀπ' τὸν τάφρο, ἄφησε τὸ αἱματερὸ πιοτό μου
Γιὰ νὰ μαντέψω.»
Καὶ τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτὸς δυναμωμένος ἀπὸ τὸ αἷμα εἶπε τότες : «Ὀδυσσέα
Θὰ γυρίσεις διαβαίνοντας τὸν πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σὲ μαῦρες θάλασσες,
Θὰ χάσεις ὅλους τοὺς συντρόφους.» Καὶ τότες ἡ Ἀντίκλεια ἦρθε.
Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νὰ πῶ τὸν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538, 2 ἔξω ἀπὸ τὸν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σὲ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ' ἀνοιχτὰ
Καὶ πρὸς τὴν Κίρκη.
Venerandam, 3
Κατὰ τὴ φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφροδίτη,
Cypri munimenta sortita est4, πασίχαρη, orichalci 5
μὲ τὶς μαλαματένιες
Ζῶνες καὶ τοὺς στηθόδεσμους, σὺ μὲ τὰ μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τὸ χρυσὸ κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη 6. Ἔτσι
λοιπόν:
1. Το ποίημα δεν έχει αρχή και τέλος: ο ποιητής θέλησε να μοιάζει με σωζόμενο απόσπασμα αρχαίου κειμένου.
2. Ο Andrea Divo (Andreas Divus) ήταν ομηριστής φιλόλογος. Αντίτυπο μετάφρασής του της Οδύσσειας (Homeri Odyssea ad verbum translata, Andrea Divo... interprete, έκδοση του γνωστού με το εκλατινισμένο όνομα παρισινού οίκου Christiani Wecheli, 1538) λέγεται ότι είχε αγοράσει ο Πάουντ από παλαιοπωλείο στο Παρίσι. Στον τόμο περιλαμβάνονταν επίσης η Βατραχομυομαχία σε μετάφραση Άλδου Μανούτιου και Ὑμνοι Ομηρικοί σε μετάφραση Georgio Dartona του Κρητός.
3. Η Αφροδίτη είναι Σεβάσμια, Venerandam, κατά τον ‘Υμνο της (V) που μετέφρασε ο Georgio Dartona ο Κρής.
4. «αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου» (μτφρ Ε.Λαδιά-Δ.Παπαδίτσα), από τον
Ύμνο αρ. VI.
5. ορειχάλκινο
6. ο «χρυσόρραπις Αργειφόντης», ο χρυσόρραβδος, ονομασία του Ερμή στην Οδύσσεια
( ε’ 87)
__________________________________________
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης από "Αντιγραφές"
Ανάλυση του Σεφέρη για τα "Κάντος" του Πάουντ
«Στις 12 Ιουλίου του 1959, ο Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του πως άκουσε στο ραδιόφωνο, και για πρώτη φορά, την «καταπληκτικά έντονη», «καταπληκτικά ρυθμική και χρωματισμένη μ'’ εναλλαγές του δυνατού και του ήπιου» φωνή του Πάουντ.
Ο Πάουντ απαγγέλλει, μεταξύ άλλων, τα Cantos I, XIII και XLIX. Τα δύο πρώτα είχαν ήδη μεταφραστεί από τον Σεφέρη. Είναι πολύ πιθανόν η απαγγελία αυτή να έδωσε το έναυσμα για την απόπειρα μετάφρασης και του Canto XLIX την ίδια χρονιά, σε συνδυασμό με το γεγονός πως το μεταγενέστερο Canto μοιάζει να επισκέπτεται ξανά τον τόπο του ήδη μεταφρασμένου Canto XII, σαν προέκταση της χειρονομίας του».
«Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.
Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής.
Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ' αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.
Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού».
___ Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].
Ezra Pound – Canto XLIX -
Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν, ἀπόσπασμα
«Γιά τίς ἑφτά λίμνες, κι’ ὄχι ἀπό χέρι ἀνθρώπου τοῦτοι οἱ στίχοι:
Βροχή· ἄδειο ποτάμι· ἕνα ταξίδι,
φωτιά ἀπό μαργωμένο σύννεφο· χοντρή βροχή στό μούχρωμα
κάτω ἀπό τῆς καλύβας τήν σκεπή εἴταν ἕνα φανάρι.
Εἶναι βαρειά τά καλάμια· λυγισμένα·
καί τά μπαμπού μιλοῦν θἄλεγες κλαῖνε.
Φεγγάρι φθινοπωρινό· λόφοι γύρω σέ λίμνες
πάνω στό λιόγερμα1
Τό βράδι μοιάζει μιά κουρτίνα σύννεφα,
θάμπωμα πάνω σέ σπηλιάδες· καί διακρίνεις
ἀψηλούς τούς μυτερούς μίσχους τῆς κανέλας,
ἕνας κρύος σκοπός μές στά καλάμια.
Πίσω ἀπ’ τό λόφο τοῦ καλόγερου ἡ καμπάνα
πού παίρνει ὁ ἄνεμος.
Πανιά πέρασαν δῶθε τόν Ἀπρίλη· μπορεῖ νά ξαναρθοῦνε τόν Ὀχτώβρη
Ἡ βάρκα χάνεται στ’ ἀσήμι· ἀργά·
Ὁ ἥλιος καίει μονάχος στό ποτάμι.
Ἐκεῖ πού τό κρασάτο φλάμπουρο σμίγει τό λιόγερμα
Σπάνιες καμινάδες καπνίζουν στό παράλληλο φῶς».
___________________________________________________________________________
Ezra Pound – Canto XLIX [ ἀπόσπασμα ], ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Canto XLIX:
Μιά ματιά στόν Παράδεισο
Τό «Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν», ὅπως εἶναι γνωστό τό Canto XLIX, ἀναπνέει σχεδόν στό κέντρο τῆς γραφῆς ἑνός Παραδείσου, ὅπως θέλησε τά Cantos του ὁ Πάουντ, καί ἀποτελεῖ καί τό ἴδιο, μέ τά λόγια τοῦ ποιητῆ, μιά ὄψη ἤ ματιά στόν Παράδεισο.
Ἐκδίδεται τό 1937 καί εἶναι ἡ ἠχώ τοῦ Canto XIII, μέ τό ὁποῖο συνδέεται μέσω τῆς ἔννοιας τῆς ὀργανικῆς ἁρμονίας καί τάξης ὅπως διατυπώνεται στή διδασκαλία τοῦ Κομφούκιου, καί μιά προοικονομία τῶν Cantos κινεζικῆς ἱστορίας (LII-LXI).
Ἦταν, σύμφωνα μέ τήν κόρη τοῦ Μαίρυ ντέ Ράχεβιλτς (Mary de Rachewiltz), ἕνα ἀπό τά ἀγαπημένα Cantos τοῦ ἴδιου τοῦ Πάουντ καί ὁ Χιού Κέννερ (Hugh Kenner) τό ἀποκαλεῖ ἄξονα γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφονται τά Cantos, συμπυκνώνοντας ἔτσι τήν ἰδιαίτερη σημασία του.
O Έζρα Πάουντ, ο καλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα, κατά τον Χέμινγουεϊ (οι υπόλοιποι απλά φοβούνται να το πούνε ανοιχτά) τάραξε τα νερά αλλάζοντας την ποίηση μια για πάντα. Πολλά είναι τα επίθετα που του έχουν δοθεί, "γίγαντας της διανόησης", "ψυχοπαθής ναζί", "παγκόσμιος άνθρωπος", "πεφωτισμένος φασίστας", "προδότης", "ήρωας", "τρελός", "¨τιτάνας" κτλ
Έζησε δημιουργώντας και πέθανε πιστός στις ιδέες και αιώνιες αξίες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού παρά τις διώξεις, τα βασανιστήρια και την χλεύη των δούλων του "αιώνιου εχθρού", όπως έλεγε:«Αν δεν κάνεις θυσίες για τις Ιδέες σου, ή εσύ δεν αξίζεις ή οι ιδέες σου».
Ο Pound γεννήθηκε στο Hailey (1885) του Αϊντάχο, μεγάλωσε στο Wyncote, φοίτησε στο κολέγιο Χάμιλτον και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας. Δίδαξε γαλλικά και ισπανικά στο Κολέγιο Wabash, απολύθηκε γιατί ένα βράδυ πρόσφερε στέγη σε μια απένταρη χορεύτρια. Αμέσως ξενιτεύτηκε στην Ευρώπη (1907). Έμεινε ένα χρόνο στη Βενετία, όπου τύπωσε (1908) την πρώτη του συλλογή "A lune spento". Το 1909 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και άρχισε να εμφανίζεται με προκλητική εμφάνιση στα καλλιτεχνικά σαλόνια. Εκεί τύπωσε τις συλλογές του Personae και Exultations, πρωτοστατώντας στο αμερικάνικο ποιητικό κίνημα του εικονισμού. Το 1914 παντρεύτηκε τη Dorothy Shakespear, αποχτώντας ένα γιο (1926). Αργότερα την εγκατέλειψε για να συνδεθεί έως το τέλος της ζωής του με την πιανίστα Όλγα Rudge. Καρπός του δεσμού τους υπήρξε η κόρη τους πριγκίπισσα Mary de Rachewiltz. Την εποχή εκείνη παρακίνησε τον Τζόυς και τον Έλιοτ να τυπώσουν τα έργα τους, περιέκοψε σχεδόν τη μισή "Έρημη χώρα" του Έλιοτ και της έδωσε την τελική της μορφή. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μουσική. Συνέθεσε (μουσική και λιμπρέτο) την όπερα "Francois Villon" και ήταν από τους πρώτους που ανακάλυψαν στον αιώνα μας τον Βιβάλντι.
Φύση ανήσυχη, ευγενική και συνάμα μαχητική, μπορούσε να βοηθάει από το υστέρημα του τους φίλους του ή να αναπτύσει μια δική του οικονομική θεωρία περί κοινωνικής πίστεως, να μελετά επί χρόνια νεκρές γλώσσες για να μεταφράζει ή να παραφράζει αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο ή να αγορεύει κατά των Εβραίων από το ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης. Αυτές οι τακτικές εκπομπές συνεχίστηκαν σ΄ όλο το διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ακολούθησε η σύλληψή του (1945) από τα αμερικάνικα στρατεύματα που κατέκτησαν την Ιταλία, η απομόνωσή του σ΄ ένα ξέσκεπο κλουβί με συρματοπλέγματα σαν ζώο στην Πίζα και η μεταφορά του στην Ουάσιγκτον (1945) για να δικαστεί για προδοσία. Αδυνατώντας να βρουν αποδείξεις για τα "εγκλήματα" του κρίθηκε "διανοητικά ακατάλληλος" για δίκη και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Αποφυλακίστηκε (1958) και ξαναγύρισε τον ίδιο χρόνο στην Ιταλία, αποβιβαζόμενος στην αγαπημένη του Βενετία χαιρέτισε τον κόσμο που τον περίμενε φασιστικά!
Πέθανε στη Βενετία στις 2/11/1972.-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου