Ο «ΠΡΟΒΑΤΑΡΗΣ» ΛΟΧΑΓΟΣ
Σε μια μάχη, έχοντας μπροστά από τον επιτιθέμενο λόχο του ιταλικό ναρκοπέδιο, έστειλε ένα κοπάδι πρόβατα να περάσει το ναρκοπέδιο και μετά επετέθη νικηφόρα στους ιταλούς. Το αποτέλεσμα: Νίκησε και δεν έχασε κανένα άντρα. Οι συμπολεμιστές του τον επευφημούσαν σαν «προβατάρη» λοχαγό.
ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΠΕΖΟΣ
Το 1941, περπατώντας μέσα στα βουνά, επέστρεψε νικητής, από την Βόρειο Ήπειρο στο αγαπημένο του χωριό, το Διακοφτό Αχαΐας.
Ο «ΠΡΟΒΑΤΑΡΗΣ» ΛΟΧΑΓΟΣ
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε ένα πολύ ζεστό βράδυ, στις 12 Ιουλίου 1912, στο Διακοφτό, στο πατρικό του πατέρα του Σπήλιου, σε ένα δίπατο σπίτι δίπλα στις γραμμές του τραίνου και ήταν το 8ο παιδί που έφερε στον κόσμο η μητέρα του Μαρία.
Ήταν πολύ καλός μαθητής, αυτό που λένε «υπόδειγμα» όμως και υπερβολικά ατίθασος. Βασάνιζε συμμαθητές και ζώα, ώσπου μια μέρα σταμάτησε να τα πειράζει μετά από ένα τετράστιχο που διάβασε σε ένα απόκομμα εφημερίδας:
«Η καλοσύνη ειπ΄ η γιαγιά,
μονάχα η καλοσύνη,
όλα στον κόσμο φεύγουνε,
μόνη απομένει εκείνη».
Σε μια μαθητική φωτογραφία του δίπλα στον συνομήλικό του (επίσης γεννηθέντα το 1912) Γιάννη Σπυρόπουλο που θα γινόταν αργότερα ο γνωστός ζωγράφος, μοναχικός και αυτός όπως και ο Παπαγιαννόπουλος, ο «Νιόνιος» φαίνεται πως… είχε γεννηθεί φαλακρός. Ίσα που κάλυπτε την κορυφή του κεφαλιού του κάποιο σκούρο τρίχωμα.
Το 1924 γράφτηκε στο γυμνάσιο του Αιγίου και τότε, πάλι κάποιο κείμενο σε ένα απόκομμα χαρτιού του άλλαξε τη ζωή. Παρότι όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές του απεχθάνονταν τα αρχαία ελληνικά, άρχισε να διαβάζει ελληνική γραμματεία όταν ξετύλιξε τις σαρδέλες για να δει τι έγραφε το χαρτί που είχε τυλίξει ο μπακάλης. Ήταν μια σελίδα βιβλίου με ένα μεταφρασμένο απόσπασμα του Ηρόδοτου!
Παράλληλα, έπαιζε και πολύ καλό ποδόσφαιρο, το οποίο σταμάτησε εξαιτίας ενός πολύ σκληρού χτυπήματος που δέχθηκε στο κεφάλι από έναν Άγγλο (του οποίου είχε κάνει τη ζωή δύσκολη με τις τρίπλες του) σε ένα φιλικό ματς που είχε δώσει η ομάδα του (ο «Κεραυνός Παναιγιαλείου») απέναντι σε Άγγλους ναύτες. Έκτοτε, είχε θα είχε πόνους σε όλην του την ζωή στον σβέρκο όποτε άλλαζε ο καιρός…
Εκείνη την εποχή έτυχε να παρακολουθήσει μια παράσταση ενός περιοδεύοντος θιάσου: «Ο Βαρκάρης του Βόλγα». Μάλιστα, παραλίγο να μη δοθεί καν η παράσταση, αφού οι θεατές ήταν ελάχιστοι. Τελικά, δόθηκε λες και αυτό συνέβη μόνο και μόνο για να ωφεληθεί το ελληνικό θέατρο, αφού μετά από αυτήν ο μικρός Διονύσης αποφάσισε πως θα γινόταν ηθοποιός.
Οργάνωσε λοιπόν παράσταση με 3 θεατρικά έργα με τους συμμαθητές του, την «Γκόλφω», το «Κόκκινο Πουκάμισο» και τον «Γιο του ήσκιου» με τις εισπράξεις να πήγαιναν υπέρ του ναού του Αγίου Τρύφωνα, αφού αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πείσουν τους γονείς τους που δεν ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν «θεατρίνοι» για να παίξουν. Μετά τη παράσταση, κόσμος τον περίμενε να τον συγχαρεί. Ανάμεσά τους και μια συμμαθήτριά του η οποία τον φίλησε και ο Νιόνιος «έχασε το φως του». Δυστυχώς όμως γι αυτόν, η μικρή μετακόμισε και έχασε τα ίχνη της, χωρίς κανείς να μπορεί να του απαντήσει πού βρισκόταν, όπως ο ίδιος δήλωσε 3,5 δεκαετίες αργότερα σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Βραδυνή».
Από το 1939 οπότε έβγαλε το εξατάξιο γυμνάσιο και για 6 χρόνια, προσπαθούσε ένα πείσει τους γονείς του να τον αφήσουν να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Τελικά, μεταχειρίστηκε ένα τέχνασμα: έβαλε τον παπά της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα να ζητήσει από τους θεοσεβούμενους γονείς του να του επιτρέψουν να σπουδάσει σε ιεροδιδασκαλείο της Αθήνας. Βέβαια, ο Νιόνιος συνειδητά εξαπατούσε εκείνη τη στιγμή ιερέα και γονείς, όμως του βγήκε σε καλό. Πήγε στην Αθήνα, και το 1938 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα. Σημειωτέον δε, ότι την πρώτη φορά τον είχαν κόψει στις εισαγωγικές εξετάσεις, διότι πρόφερε βαθιά το «λάμδα» και το «σίγμα». Όταν ο Αιμίλιος Βεάκης έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του για το δίπλωμα, αυτοί νόμισαν πως ο Βεάκης ήταν διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου και έσπευσαν με χαρά να δείξουν το τηλεγράφημα στους συγχωριανούς. Και βέβαια, το σοκ δεν άργησε να έλθει, καθώς κάποιοι συγχωριανοί γνώριζαν το όνομα του μεγάλο αυτού ηθοποιού.
«Η καλοσύνη ειπ΄ η γιαγιά,
μονάχα η καλοσύνη,
όλα στον κόσμο φεύγουνε,
μόνη απομένει εκείνη».
Σε μια μαθητική φωτογραφία του δίπλα στον συνομήλικό του (επίσης γεννηθέντα το 1912) Γιάννη Σπυρόπουλο που θα γινόταν αργότερα ο γνωστός ζωγράφος, μοναχικός και αυτός όπως και ο Παπαγιαννόπουλος, ο «Νιόνιος» φαίνεται πως… είχε γεννηθεί φαλακρός. Ίσα που κάλυπτε την κορυφή του κεφαλιού του κάποιο σκούρο τρίχωμα.
Το 1924 γράφτηκε στο γυμνάσιο του Αιγίου και τότε, πάλι κάποιο κείμενο σε ένα απόκομμα χαρτιού του άλλαξε τη ζωή. Παρότι όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές του απεχθάνονταν τα αρχαία ελληνικά, άρχισε να διαβάζει ελληνική γραμματεία όταν ξετύλιξε τις σαρδέλες για να δει τι έγραφε το χαρτί που είχε τυλίξει ο μπακάλης. Ήταν μια σελίδα βιβλίου με ένα μεταφρασμένο απόσπασμα του Ηρόδοτου!
Παράλληλα, έπαιζε και πολύ καλό ποδόσφαιρο, το οποίο σταμάτησε εξαιτίας ενός πολύ σκληρού χτυπήματος που δέχθηκε στο κεφάλι από έναν Άγγλο (του οποίου είχε κάνει τη ζωή δύσκολη με τις τρίπλες του) σε ένα φιλικό ματς που είχε δώσει η ομάδα του (ο «Κεραυνός Παναιγιαλείου») απέναντι σε Άγγλους ναύτες. Έκτοτε, είχε θα είχε πόνους σε όλην του την ζωή στον σβέρκο όποτε άλλαζε ο καιρός…
Εκείνη την εποχή έτυχε να παρακολουθήσει μια παράσταση ενός περιοδεύοντος θιάσου: «Ο Βαρκάρης του Βόλγα». Μάλιστα, παραλίγο να μη δοθεί καν η παράσταση, αφού οι θεατές ήταν ελάχιστοι. Τελικά, δόθηκε λες και αυτό συνέβη μόνο και μόνο για να ωφεληθεί το ελληνικό θέατρο, αφού μετά από αυτήν ο μικρός Διονύσης αποφάσισε πως θα γινόταν ηθοποιός.
Οργάνωσε λοιπόν παράσταση με 3 θεατρικά έργα με τους συμμαθητές του, την «Γκόλφω», το «Κόκκινο Πουκάμισο» και τον «Γιο του ήσκιου» με τις εισπράξεις να πήγαιναν υπέρ του ναού του Αγίου Τρύφωνα, αφού αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πείσουν τους γονείς τους που δεν ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν «θεατρίνοι» για να παίξουν. Μετά τη παράσταση, κόσμος τον περίμενε να τον συγχαρεί. Ανάμεσά τους και μια συμμαθήτριά του η οποία τον φίλησε και ο Νιόνιος «έχασε το φως του». Δυστυχώς όμως γι αυτόν, η μικρή μετακόμισε και έχασε τα ίχνη της, χωρίς κανείς να μπορεί να του απαντήσει πού βρισκόταν, όπως ο ίδιος δήλωσε 3,5 δεκαετίες αργότερα σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Βραδυνή».
Από το 1939 οπότε έβγαλε το εξατάξιο γυμνάσιο και για 6 χρόνια, προσπαθούσε ένα πείσει τους γονείς του να τον αφήσουν να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Τελικά, μεταχειρίστηκε ένα τέχνασμα: έβαλε τον παπά της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα να ζητήσει από τους θεοσεβούμενους γονείς του να του επιτρέψουν να σπουδάσει σε ιεροδιδασκαλείο της Αθήνας. Βέβαια, ο Νιόνιος συνειδητά εξαπατούσε εκείνη τη στιγμή ιερέα και γονείς, όμως του βγήκε σε καλό. Πήγε στην Αθήνα, και το 1938 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα. Σημειωτέον δε, ότι την πρώτη φορά τον είχαν κόψει στις εισαγωγικές εξετάσεις, διότι πρόφερε βαθιά το «λάμδα» και το «σίγμα». Όταν ο Αιμίλιος Βεάκης έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του για το δίπλωμα, αυτοί νόμισαν πως ο Βεάκης ήταν διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου και έσπευσαν με χαρά να δείξουν το τηλεγράφημα στους συγχωριανούς. Και βέβαια, το σοκ δεν άργησε να έλθει, καθώς κάποιοι συγχωριανοί γνώριζαν το όνομα του μεγάλο αυτού ηθοποιού.
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ
Το 1940 ο ηθοποιός Διονύσης Παπαγιαννόπουλος κλήθηκε από τον Μεταξά να υπηρετήσει την πατρίδα. Παρουσιάσθηκε στο 6ο σύνταγμα που ήταν εμπροσθοφυλακή και πήρε μέρος σε μεγάλες μάχες. Στη Χειμάρα έγινε λοχίας και εκεί του ήλθε το γράμμα που τον πληροφορούσε πως ο πατέρας του πέθανε από εγκεφαλικό. Έμεινε στην 1η γραμμή πυρός μέχρι και την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.Ο ίδιος αργότερα είπε σε συνέντευξή του: «Όλα αυτά δεν ξεχνιούνται, όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμηση στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα»; «Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες».
Ο «ΠΡΟΒΑΤΑΡΗΣ» ΛΟΧΑΓΟΣ
Σε μια μάχη, έχοντας μπροστά από τον επιτιθέμενο λόχο του ιταλικό ναρκοπέδιο, έστειλε ένα κοπάδι πρόβατα να περάσει το ναρκοπέδιο και μετά επετέθη νικηφόρα στους ιταλούς. Το αποτέλεσμα: Νίκησε και δεν έχασε κανένα άντρα. Οι συμπολεμιστές του τον επευφημούσαν σαν «προβατάρη» λοχαγό.
ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΠΕΖΟΣ
Το 1941, περπατώντας μέσα στα βουνά, επέστρεψε νικητής, από την Βόρειο Ήπειρο στο αγαπημένο του χωριό, το Διακοφτό Αχαΐας.
Το Θέατρο στην Κατοχή
Η Ελλάδα βρισκόταν πλέον υπό γερμανική κατοχή και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είχε επιστρέψει στη μεγάλη του αγάπη, το σανίδι. Ο κόσμος που ασφυκτιούσε κάτω από τον γερμανικό ζυγό, είχε ανάγκη από διασκέδαση. Το θέατρο ήταν κατάμεστο κάθε βράδυ. Καθημερινά δεχόταν στο καμαρίνι του πολύ κόσμο, που ήθελε να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του.
Τον Δεκέμβριο του 1942, συμπρωταγωνιστής με την Έλλη Λαμπέτη στον Θίασο Κοτοπούλη, παρουσίαζε το έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Ένα βράδυ, παρακολούθησε την παράσταση ο γερμανός στρατιωτικός διοικητής Αθηνών και μετά πήγε στο καμαρίνι του για να τον συγχαρεί, αλλά ο «Νιόνιος» αρνήθηκε να τον δεχτεί.
Το 1943 συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. Στο έργο «Λουίζα Μύλλερ» του Φρειδερίκου Σίλερ, έπαιξε τον ρόλο του «Βουρμ» (στην γερμανική, σημαίνει «σκουλήκι» και «ραδιούργος»). Ένα βράδυ, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και ο Γερμανός διοικητής της βορείου Ελλάδας, ο Μαξ Μέρτεν. Ο Μέρτεν παρακολούθησε την παράσταση και συγκλονίστηκε από την ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου. Όταν έπεσε η αυλαία, ο Μέρτεν θέλησε να συγχαρεί τον ηθοποιό, που του είχε τραβήξει την προσοχή, ο Παπαγιαννόπουλος όμως αρνήθηκε να δεχτεί τα συγχαρητήρια του Γερμανού διοικητή Μαξ Μέρτεν. Οι προσπάθειες του απεσταλμένου του Μέρτεν, να έρθει σε επαφή με τον Παπαγιαννόπουλο, έπεσαν στο κενό. Αρχικά ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του, γιατί άλλαζε ρούχα. Ο Γερμανός απεσταλμένος επέμεινε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταδώσει προφορικά το μήνυμα του Μέρτεν προς τον Παπαγιαννόπουλο. Το μήνυμα έλεγε: «Τον ρόλο αυτό στη Γερμανία τον παίζει ο καλύτερος ηθοποιός που έχουμε, ο διάσημος Κράους αλλά σε ορισμένες σκηνές εσύ, ο Παπαγιαννόπουλος, είσαι καλύτερος. Και αυτό έγκειται στην πονηριά και στην καπατσοσύνη, την οποία έχει ο Έλληνας».
Από το βιβλίο «Διονύσης ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ. Ο πρίγκιπας της ελληνικής κωμωδίας» του Κάρολου Μωραΐτη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γιάννης Β. Βασδέκης» το 1993.
Ὑπῆρξε καὶ ὁ ἄλλος «κυρ-Νιόνιος»
24 Σεπτεμβρίου 2019 ἀπὸ τὴν Φιλονόη Κανέλλος ΝτόντοςΦωτογραφία ἡ ὁποία ἐμφανίζει τὸν γνωστὸ καὶ ἀγαπητὸ ἠθοποιὸ Διονύσιο Παπαγιαννόπουλο (1912-1984) ὡς ἔφεδρο Ὑπολοχαγὸ (ΠΖ), κατὰ τὴν περίοδο 1947-1949.
Ὁ ἴδιος ὑπηρέτησε ἀρχικὰ ὡς ἔφεδρος Ἀνθυπολοχαγὸς τὸ 1940-1941 καί, κατόπιν ὅπως προανεφέρθη, ὡς ἔφεδρος Ὑπολοχαγὸς κατὰ τὴν περίοδο τοῦ συμμοριτοπολέμου 1947-1949. Ἦταν ἰκανότατος ἀξιωματικὸς καὶ ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸς στοὺς ὑφισταμένους του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν προσάψη τὸ παρατσούκλι «ἀγελαδάρης», καθὼς στὰ ὕποπτα δρομολόγια κατὰ τὴν περίοδο 1947-1949, ἄφηνε νὰ προπορεύεται πάντα ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ὑπομονάδα ποὺ διοικοῦσε μία ἀγελάδα, πρὸ κειμένου, ἐὰν ὑπῆρχε ναρκοπέδιο στὸ δρομολόγιό του, ἀφ’ ἑνὸς νὰ μὴν ὑπάρξουν θύματα ἀπὸ τοὺς ὁπλῖτες ποὺ διοικοῦσε καί, ἀφ΄ ἑτέρου ἄνευ ἀπωλειῶν νὰ μπορῇ νὰ ἐντοπίζῃ τὰ ναρκοπέδια.
Ἐπίσης στὴν φωτογραφία αὐτὴν ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι ὁ τρόπος ποὺ φέρει τὸ περίστροφο μετὰ τῆς θήκης του στὴν μέση του, καθὼς ἡ τοποθέτησις τοῦ περιστρόφου μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπὶ τῆς χλαίνης ἦταν γιὰ τὴν ταχυτάτη καὶ ἄμεσο χρήση τοῦ περιστρόφου.
ΛΟΧΑΓΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΚΟΦΤΟ ΑΧΑΪΑΣ
ΑΘΑΝΑΤΟΣ
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου