ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ (1.300 π.Χ.) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΩΪΚΟ ΠΟΛΕΜΟ - Ι΄ ΜΕΡΟΣ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ 1.300 Π.Χ. - ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΙ - ΟΙ ΣΗΜΙΤΕΣ ΑΜΟΡΡΑΙΟΙ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ «ΜΟΡΦΩΜΕΝΕΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ»;
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΝΕΚΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ (1.300 π.Χ.) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΩΪΚΟ ΠΟΛΕΜΟ - Θ΄ ΜΕΡΟΣ - ΟΙ ΣΟΥΜΕΡΙΟΙ, ΟΙ ΒΑΒΥΛΩΝΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΣΥΡΙΟΙ - Οι Βαβυλώνιοι ΙΙ
Ι΄ ΜΕΡΟΣ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ 1.300 Π.Χ.
ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΙ
2. Η Χώρα των Χουρριτών
Η έκταση της χώρας των Χουρριτών κατά την διάρκεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού. (2.300 π.Χ. - μωβ χρώμα). |
Οι Χουρρίτες, (στην σφηνοειδή γραφή: HU-ur-ri ) ήταν ένας λαός της Εποχής του Χαλκού (ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ: 3.000 - 1.000 Π.Χ.) που έζησε στην Βόρεια Μεσοποταμία. Το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό Χουρριτικό έθνος ήταν το πολυεθνικό βασίλειο του Μιτάννι. Το βασίλειο της χώρας Μιτάννι
Το λιοντάρι του Λούβρου και η συνοδευτική πέτρινη πλάκα που φέρει την παλαιότερη γνωστή επιγραφή Χουρριτικής γλώσσας. |
Γλώσσα και γραφή των Χουρριτών
Οι Χουρρίτες μιλούσαν μία συγκολλητική γλώσσα που ονομάζεται συμβατικά Χουρριανική
ή Χουρριτική γλώσσα. Οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι την θεωρούν ως «απομονωμένη γλώσσα»,
που δεν έχει σχέση με τις γειτονικές Ινδοελληνικές ή Σημιτικές γλώσσες.
Η «συγκολλητική» γλώσσα είναι ένας τύπος γλώσσας στην οποία οι ρίζες των λέξεων συνενώνονται για το σχηματισμό σύνθετων λέξεων, ένα χαρακτηριστικό που διαχωρίζει την «συγκολλητική» γλώσσα από τις κλιτές
γλώσσες. Ο όρος αυτός έχει εισαχθεί από τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ το 1836, για να ταξινομήσει τις γλώσσες από μορφολογική άποψη. Η συγκολλητική γλώσσα είναι μια μορφή συνθετικής γλώσσας. Οι συνθετικές γλώσσες που δεν είναι συγκολλητικές αποκαλούνται συγχωνευτικές γλώσσες. Η διάκριση μεταξύ μιας συγκολλητικής και μιας συγχωνευτικής γλώσσας δεν είναι πολλές φορές σαφής.
Παραδείγματα συγκολλητικών γλωσσών περιλαμβάνουν την Βασκική, την Γεωργιανή, τις Αλταϊκές γλώσσες, τα Γιαπωνέζικα, την Κορεατική, την Μαλαισιανή και την Ινδονησιακή, πολλές Θιβετοβιρμανικές γλώσσες, τις Δαρβιδικές γλώσσες των Ινδιών, πολλές Ουραλικές γλώσσες (Ουγγρική, Φινλανδική και Εσθονική), τις γλώσσες των Μπαντού, γλώσσες της Βορείου Αμερικής (Νάουατλ, Ουαστέκ, Σαλίς), γλώσσες την Νοτίου Αμερικής (Κέτσουα, Αϊμάρα).
Η συγκόλληση είναι ένα τυπολογικό χαρακτηριστικό και δεν συνεπάγεται γλωσσική συγγένεια.
Πολλές ξεχωριστές γλώσσες ανέπτυξαν αυτήν την ιδιότητα μέσα από μια συγκλίνουσα εξέλιξη. Φαίνεται να υπάρχει μια εξελικτική κατεύθυνση από τις συγκολλητικές συνθετικές γλώσσες προς τις συγχωνευτικές γλώσσες και κατόπιν στις μη συνθετικές γλώσσες, που με την σειρά τους εξελίσσονται σε απομονωμένες γλώσσες και από εκεί ξανά σε συγκολλητικές σύνθετες γλώσσες.
Μερικές πραγματικές και φανταστικές τεχνητές γλώσσες, όπως η Εσπεράντο, η Newspeak,
η Klingon (γλώσσα του Star Trek), η Atlantean και η Black Speech έχουν παρουσιαστεί ως συγκολλητικές γλώσσες.
Από το 1.800 π.Χ. και μετά οι Χουρρίτες, όπως και οι Χετταίοι, εγκατέλειψαν την Ελληνοκρητική Ιδεογραφική γραφή και υιοθέτησαν την Ασσυριακή Ακκαδική σφηνοειδή γραφή.
Κείμενά της Χουρριτικής γλώσσας, στην σφηνοειδή γραφή, έχουν βρεθεί στην Πρωτεύουσα των Χετταίων Χαττούσα, στην αρχαία Ελληνική πόλη (στα παράλια της βόρειας Συρίας) Ευαγορίτιδα - Ουγκαρίτ (Ras Shamra - 14ος αιώνας), καθώς και στην Αμάρνα της Αιγύπτου. Άλλα Χουρρίτικα κείμενα έχουν βρεθεί στο Ουρκές (περιοχή Μαρντίν, 2.300 π.Χ.) και στο Μαρί (μέσος Ευφράτης, 18ος αιώνας π.Χ.).
Το κείμενο της Αμάρνα γράφτηκε από τον βασιλιά των Μιττάνι Tουσράττα στον Φαραώ
Αμενχοτέπ ΙΙΙ, τον πατέρα του Ακενατών (1.391-1.353 π.Χ.) . Ήταν το μοναδικό Χουρριτικό
γνωστό κείμενο μέχρι που ανακαλύφθηκε στην Χαττούσα το 1983 μία συλλογή
πινακίδων με λογοτεχνικά κείμενα στην Χουρρίτικη γλώσσα και με μετάφραση στην
γλώσσα των Χετταίων.
Υπάρχει μία επιγραφή στην Χουρριανική γλώσσα από την περίοδο των Σημιτών Ακκάδων
και άλλη μία του βασιλιά Aρισέν της Χουρριτικής Ουρκές που είναι γραμμένη στην
Ακκαδική γλώσσα.
Κύρια ονόματα σε κείμενα σφηνοειδούς γραφής, που η συχνότητά τους αυξάνεται κατά την περίοδο της Ελληνοσουμεριακής Ουρ ΙΙΙ, αποτελούν τον κύριο αποδεικτικό στοιχείο για την παρουσία των Χουρριτών στην Μεσοποταμία το 2.000 π.Χ.. Στο Μαρί, λογοτεχνικά κείμενα σε Χουρριανική γλώσσα έχουν βρεθεί, υποδεικνύοντας ότι οι Χουρρίτες είχαν
από το 1.700 π.Χ ένα πλήρως ανεπτυγμένο σύστημα γραπτής γλώσσας
Ιστορία
Μέση Εποχή του Χαλκού
Χουρρίτικα ονόματα εμφανίζονται σποραδικά στη βορειοδυτική Μεσοποταμία και την περιοχή του Κιρκούκ, στο σύγχρονοΙράκ, από τη Μέση Εποχή του Χαλκού . Οι φυλές των Χουρριτών είχαν διεισδύσει και κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος με γόνιμα εδάφη, που εκτείνεται από την κοιλάδα του ποταμού Καμπούρ στα δυτικά μέχρι τους πρόποδες των βουνών Ζάγρος στα ανατολικά. Κείμενα του 18ου αιώνα π.Χ., από το Mαρί μιλάμε για μάχες με μία Χουρριανική φυλή, νότια της λίμνης Ουρμία, περίπου 200 χιλιόμετρα δυτικά της Κασπίας Θάλασσας.
Ο Ιουδαίος Γκελμπ και άλλοι Ιουδαίοι ιστορικοί και συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τo
γλωσσικό και εθνοτικό υπόστρωμα της βόρειας Μεσοποταμίας ήταν από την αρχή Σημιτικό
και ότι οι μη Σημίτες Χουρρίτες έφθασαν πολύ αργότερα και κατέλαβαν την περιοχή.
γλωσσικό και εθνοτικό υπόστρωμα της βόρειας Μεσοποταμίας ήταν από την αρχή Σημιτικό
και ότι οι μη Σημίτες Χουρρίτες έφθασαν πολύ αργότερα και κατέλαβαν την περιοχή.
Η κοιλάδα του ποταμού Καμπούρ (ο Αβόρας των
αρχαίων Ελλήνων) ήταν το επίκεντρο όπου έζησε ο
Χουρρίτικος λαός για χίλια χρόνια (2.300 - 1.300 π.Χ.).
Ήταν επίσης μία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΩΡΑ πριν ακόμη από τον Τρωϊκό πόλεμο. Εκατοντάδες Ελληνικές πόλεις
ήταν χτισμένες στην ευρύτερη περιοχή. Στην περιοχή κατοικούσαν γνήσιοι απόγονοι Σπαρτιατών.
Παρέκβαση:
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΓΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ
(ΠΟΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΗΝ ΞΕΡΕΙ;)
Η Μυγδονία ήταν αρχαία χώρα της ΒΑ Μεσοποταμίας εκτεινόμενη μεταξύ του Μασίου όρους και του ποταμού Αβόρα ή Χαβόρα (σημ. Κχαβούρ) που αποτελούσε όριο με την Οσροηνή.
Το όνομά της οφείλει στην μετά τη Μακεδονική κατάκτηση μετονομασία του ποταμού που διαρρέει αυτή σε Μυγδόνιο. Υπάρχει όμως και η εκδοχή που θέλει τους Θράκες της Μυγδονίας να έχουν μεταναστεύσει εκεί προ του Τρωϊκού πολέμου. Για την προς ανατολάς επέκταση των Θρακών (συγκεκριμένα των Φρυγών), αναφέρεται και ο Ηρόδοτος που υποστηρίζει ότι οι Αρμένιοι υπήρξαν Φρύγες άποικοι ("Ἀρμένιοι δὲ κατά περ Φρύγες ἐσεσάχατο, ἐόντες Φρυγῶν ἄποικοι). Η Αρμενία βρισκόταν βορείως της Μυγδονίας. Επίσης η χώρα αυτή ονομαζόταν και Ανθεμουσία από το εύφορο του εδάφους της.
Το όνομά της οφείλει στην μετά τη Μακεδονική κατάκτηση μετονομασία του ποταμού που διαρρέει αυτή σε Μυγδόνιο. Υπάρχει όμως και η εκδοχή που θέλει τους Θράκες της Μυγδονίας να έχουν μεταναστεύσει εκεί προ του Τρωϊκού πολέμου. Για την προς ανατολάς επέκταση των Θρακών (συγκεκριμένα των Φρυγών), αναφέρεται και ο Ηρόδοτος που υποστηρίζει ότι οι Αρμένιοι υπήρξαν Φρύγες άποικοι ("Ἀρμένιοι δὲ κατά περ Φρύγες ἐσεσάχατο, ἐόντες Φρυγῶν ἄποικοι). Η Αρμενία βρισκόταν βορείως της Μυγδονίας. Επίσης η χώρα αυτή ονομαζόταν και Ανθεμουσία από το εύφορο του εδάφους της.
Πρωτεύουσά της ήταν η Νίσιβις που επί Σελευκιδών μετονομάστηκε σε Αντιόχεια (της Μυγδονίας).
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΝΙΣΙΒΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ
Η Ελληνική πόλη Νίσιβις ( που κανείς έλληνας δεν γνωρίζει), ήταν οχυρώτατη πόλη της Μεσοποταμίας, χτισμένη μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, κατά τη μακεδονική περίοδο της χώρας. Ήταν πρωτεύουσα της Μυγδονίας της Μεσσοποταμίας, από το όνομα του Μυγδόνιου ποταμού που τη διαρρέει. Αναφέρεται από τον Πλούταρχο σχολιάζοντας ότι στη πόλη αυτή κατοικούσαν γνήσιοι απόγονοι των Σπαρτιατών.
Κατά το 309 π.Χ. ο Σέλευκος Α΄, μετά την λήξη του Βαβυλωνιακού πολέμου προς τον Αντίγονο, επανίδρυσε την πόλη σε Αντιόχεια την εν Μυγδονία. Εκεί μεταφέρθηκαν Μακεδόνες άποικοι και εξελληνίστηκε πλήρως. Ο Πολύβιος (Ε΄,51) αναφέρει την Αντιόχεια, ως ένα σταθμό στην εκστρατεία του Αντιόχου Γ΄ εναντίον του στασιαστή Μόλωνα στις ανατολικές σατραπείες.
Σήμερα η πόλη διατηρεί παραφρασμένο το αρχαίο όνομά της, στα τουρκικά Nusaybin, που βρίσκεται ακριβώς επί της μεθορίουΤουρκίας - Συρίας και σε απόσταση 60 χλμ. ΝΑ. της πόλης Μαρντίν, στον ομώνυμο νομό, επί του μικρού ποταμού Τσαχτσαχά (τουΜυγδονίου των αρχαίων).
Η αρχαία πόλη λόγω ακριβώς της επίκαιρης θέσης της στη μεγάλη τότε οδό μεταξύ του Τίγρητος ποταμού και της Μεσογείου είχε αποκτήσει μεγάλη σπουδαιότητα, από τους χρόνους ακόμη των Ασσυρίων. Αργότερα υπήρξε πρωτεύουσα της Αρμενίας, από το 149 π.Χ. μέχρι το 14 μ.Χ.. Στη συνέχεια περιήλθε στους Ρωμαίους. Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία και τον θάνατο του αυτοκράτοραΙουλιανού στην Περσία, ο διάδοχός του Ιοβιανός αναγκάστηκε να την παραχωρήσει, μαζί με άλλες οχυρές θέσεις όπως τα Σίνγκαρα, στους Πέρσες. Το 1514, περιήλθε στους Τούρκους.
Μυγδόνιος ποταμός / Τσαγ-τσάγ
Τοπική ονομασία
Τουρκία: Çağ-çağ Deresi,
Συρία: Nahr al-Jagh Jagh / Jagjag
Ο χείμαρρος Σιγιαχ-σού / τουρκ. Siyah su (= σκοτεινό νερό) έχει τις πηγές του κοντά στο χωριουδάκι Τόπτεπε / Toptepe Köyü (κοντινό μεγαλοχώρι το Τσάλντερε / Çaldere, της Επαρχίας Νισίβεως / Νουσαϊμπίν / Nusaybin του Νομού Μαρντίν / τουρκ. Mardin ili).
Ο χείμαρρος Μπεγιάζ-σου / Beyaz su (= λευκό νερό), πηγάζει Ν της κωμόπολης Μιντιάτ (της Επαρχίας Μιντιάτ / Midyat) και βόρεια από το χωριό Κιλετσίκ / Kılecik που είναι πάνω στον δρόμο Nusaybin-Midyat.
Εκβολές
Στον ποταμό Καμπούρ / Nahr al Khabour, ΒΑ Συρία, παραπόταμο του Ευφράτη
Ο Μυγδόνιος και οι δυο χείμαρροι που τον δημιουργούν, ο Σιγιαχ-σού / Siyah su και ο Μπεγιάζ-σου / Beyaz su (το σκοτεινό και το φωτεινό νερό), διαρρέουν έναν κατάφυτο ορεινό μικρόκοσμο στην καρδιά της Άνω Μεσοποταμίας. Όλη αυτή η περιοχή, το ιστορικό Τουρ Αμπντίν / Tour Abdin, είναι το μεγαλύτερο και ιερότερο μοναστηριακό κέντρο του συριακού κόσμου. Ένα «Άγιον Όρος» των Ορθοδόξων της Συρίας, που ιδρύθηκε εξακόσια χρόνια πριν από την Αθωνική Πολιτεία.
Μετά τον τερματισμό του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις διευθετήσεις που ακολούθησαν (1918-1923) το βουνό βρέθηκε στην επικράτεια της Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία και σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Τίγρη και τα σύνορα με το Ιράκ. Το Μαρντίν / Mardin, πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού, είναι χτισμένο στις δυτικές πλαγιές του.
Ο Μυγδόνιος, που οφείλει το παλαιό ελληνικό όνομά του στους Μακεδόνες εποικιστές, κατευθύνεται από Βορρά προς Νότο. Στα βόρεια του ποταμού βρίσκεται η κωμόπολη Μιντιάτ / Midyat, έδρα μιας επαρχίας του Νομού Μαρντίν. Ο κεντρικός δρόμος Midyat-Nusaybin ακολουθεί τη μόνη φυσική οδό που διασχίζει το βουνό: την κοιλάδα του Μυγδόνιου, που σε πολλά σημεία δεν ξεπερνάει τα 100 μ πλάτος κι αλλού φτάνει στα 200-250.
Αφήνοντας πίσω το βουνό, ο Μυγδόνιος φτάνει στη μεγάλη και διχοτομημένη, λόγω κρατικών συνόρων, πεδιάδα του παραποτάμου του Ευφράτη, Καμπούρ (Αβόρας).
Πολιτισμός και κοινωνία των Χουρριτών
Η γνώση του Χουρριανικού πολιτισμού βασίζεται σε αρχαιολογικές ανασκαφές και σε πινακίδες σφηνοειδούς γραφής, κυρίως από την Χαττούσα, την πρωτεύουσα των Χετταίων, των οποίων ο πολιτισμός επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Χουρρίτες.
Οι Χουρρίτες είχαν μία εξαιρετική κεραμική καθαρά ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ τεχνοτροπίας. Η
αγγειοπλαστική τους βρίσκεται συνήθως στη Μεσοποταμία, σε εδάφη δυτικά του Ευφράτη,
ακόμη και στην μακρινή Αίγυπτο. Μεταλλουργία.
Οι Χουρρίτες είχαν εξαιρετική φήμη σαν μεταλλουργοί . Οι Σουμέριοι δανείστηκαν την ορολογία της κατεργασίας του χαλκού από το λεξιλόγιο των Χουρριτών. Η κοιλάδα του
Καμπούρ είχε μία κεντρική θέση στο εμπόριο των μετάλλων, του χαλκού, του αργύρου και του κασσιτέρου. Η Κιζζουβάτνα (Κιλικία) εφοδιαζόταν με Κυπριακό χαλκό και η μεταφορά και επεξεργασία του γινόταν από τους Χουρρίτες της κεντρικής Ανατολίας. Ο χρυσός
συνήθως προερχόταν, όπως μας πληροφορούν οι πινακίδες της Αμάρνα, από την Αίγυπτο.
Το άλογο
Οι Χουρρίτες και η χώρα των Μιτάννι ήταν στενά συνδεδεμένοι με τα άλογα. Το όνομα της χώρας Ishuwa (Ισούβα) σήμαινε «άλογο-γη. Ένα διάσημο κείμενο που ανακαλύφθηκε στην πρωτεύουσα των Χετταίων Χαττούσα και αναφέρεται στους Χουρίτες ασχολείται με την εκπαίδευση των αλόγων. Η ορολογία που χρησιμοποιείται σε σχέση με τα άλογα περιέχει πολλές Ινδοελληνικές λέξεις.
Μουσική
Στα κείμενα των Χουρριτών που βρέθηκαν στην Ευαγορίτιδα (Ουγκαρίτ), έχουμε την παλαιότερη γνωστή περίπτωση συνθετών μουσικής (1.400 π.Χ.).
Θρησκεία
Ο πολιτισμός και η θρησκεία των Χουρριτών επέδρασαν βαθειά στην θρησκεία των Χετταίων. Η Χουρρίτικη θρησκεία, σε διάφορες μορφές, επηρέασε και ολόκληρη την αρχαία Εγγύς Ανατολή, εκτός από την αρχαία Αίγυπτο και τη νότια Μεσοποταμία.
Χουρριανικό δοχείο θυμιάματος |
Το Χουρριτικό πάνθεον περιλάμβανε:
• Τον Τεσούμπ , τον πανίσχυρο θεό των καιρικών φαονομένων.
• Την Ήπα, την θεά μητέρα..
• Τον γιο τους Kουμαρμπή.
• Τον Σιμεγκή, τον θεό του ήλιου.
• Την Kουσού, την θεά της σελήνης.
• Τον Νεργκάλ, μια βαβυλωνιακή θεότητα του κάτω κόσμου.
• Τον Eα, ο Ελληνοσουμεριακός θεός – Ανουνάκι.
• Στους Χουριανικούς σφραγιδοκύλινδρους, οι Χουρρίτες συχνά απεικονίζουν μυθολογικά ελληνικά πλάσματα, όπως: φτερωτούς ανθρώπους και ζώα, μονόκερους, δράκους και άλλα τέρατα.
Η μυθολογία των Χουριτών που είναι γραμμένη στο έπος «Οι ωδές του Ουλλικούμμι», η οποία διαδόθηκε τους Χετταίους, μοιάζει αταπληκτικά με την Θεογονία του Ησιόδου. Σ΄αυτή
αναφέρεται ο ευνουχισμός του Ελληνοσουμεριακού θεού Ανού από τον Kουμαρμπή. Έχει υποστηριχθεί ότι η λατρεία του Άττις και της Φρυγικής θεάς Κυβέλης προήλθε από τους
Χουρρίτες.
Ο πολιτισμός των Χουρριτών δεν εκπροσωπείται από μεγάλο αριθμό πόλεων. Η Ουρκές
ήταν η μόνη Χουριανική πόλη στην τρίτη χιλιετία π.Χ. Στην δεύτερη χιλιετία π.Χ. γνωρίζουμε ένα μικρό αριθμό Χουρρίτικων πόλεων, όπως την Aρράπα, την Χαρράν, την Καχάτ,
την Νούζη, την Τάιδου και την Βασουκάνη, την πρωτεύουσα της χώρας Μιτάννι.
Αρχαιολογικά ευρήματα για τους Χουρρίτες
Οι Ελληνοχουρριτικοί αρχαιολογικοί οικισμοί κατανέμονται, δυστυχώς, σήμερα σε τρεις
χώρες, το Ιράκ, την Συρία και την Τουρκία. Η καρδιά του Ελληνοχουρριανικού κόσμου τεμαχίζεται από τα σύγχρονα σύνορα μεταξύ της Συρίας και της Τουρκίας. Πολλές τοποθεσίες βρίσκονται ακριβώς στα σύνορα, καθιστώντας την πρόσβαση στις ανασκαφές προβληματική.
Μια μεγάλη απειλή για τα αρχαία ελληνικά μνημεία είναι τα πολλά έργα και φράγματα
που γίνονται στις κοιλάδες των ποταμών Ευφράτη, Τίγρη και του Καμπούρ, με πλήρη
αδιαφορία (αν όχι με χαιρεκακία), για το αν καταστραφούν οι ελληνικές αρχαιότητες.
Αρκετές επιχειρήσεις διάσωσης των ελληνικών μνημείων έχουν ήδη αναληφθεί από
φιλέλληνες (και χωρίς τους Έλληνες !) Η κατασκευή των φραγμάτων έχει θέσει ολόκληρες
κοιλάδες ποταμών μαζί με αρχαίες ελληνικές πόλεις κάτω από τα νερά.
Οι πρώτες σημαντικές ανασκαφές στις Χουρρίτικες τοποθεσίες στο Ιράκ και τη Συρία ξεκίνησαν την δεκαετία του 1920 και του 1930 από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Edward Chiera και τον Βρετανό αρχαιολόγο Max Mallowan. Οι πρόσφατες ανασκαφές και έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη πραγματοποιούνται από Αμερικανούς, Βέλγους, Δανούς, Ολλανδούς, Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς, εκτός από Έλληνες, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Συρίας.
Βασίλειο της Ουρκές
Το πρώτο γνωστό Χουριανικό βασίλειο προέκυψε γύρω από την πόλη κράτος της Ουρκές
(σύγχρονη πόλη Moζάν) γύρω στο 2.300 π.Χ. Αρχικά είχε σχέσεις με την σημιτική Ακκαδική Αυτοκρατορία της Μεσοποταμίας (2.254-2.218 π.Χ.). Περί το 1.900 π.Χ. το σημιτικό
Αμορρίτικο βασίλειο του Μαρί κατέλαβε την Ουρκές. Οι σημίτες Ασσύριοι, στη συνέχεια, έγιναν κύριοι του Μαρί και όλης της βόρειο-ανατολικής Συρίας.
Βασίλειο Γιαμάντ
Οι Χουρρίτες το 1.725 π.Χ. εξαπλώνονται στην βόρεια Συρία (Αλαλάκ). Το Χουριανικό
βασίλειο της Γιαμάντ προσπαθεί να ανεξαρτοποιηθεί από τους Χετταίους του βασιλιά Αττάσιλου γύρω στο 1.600 π.Χ..
Οι Χουρρίτες εγκαταστάθηκαν επίσης στην Μεσόγειο, στην παράκτια περιοχή των
Αδάνων (Adaniya), στη χώρα Κιζζουβάτνα (Kizzuwatna), στην μετέπειτα Ελληνική Κιλικία.
Ύστερη Εποχή του Χαλκού
Βασίλειο των Μιτάννι
Ο πρώτος κυβερνήτης ήταν ένας μυθικός Έλληνας βασιλιάς που ονομάζεται Κίρτα, ο οποίος ίδρυσε το βασίλειο τωνΜιτάννι (γνωστό στους Ασσύριους ως Χανιγκαλμπάτ και στους Αιγυπτίους ως Ναχαρίν) γύρω στο 1.500 π.Χ.
Το βασίλειο Μιτάννι αυξήθηκε σταδιακά γύρω από την κοιλάδα του Αβόρα (Καμπούρ)
και ήταν το πιο ισχυρό βασίλειο της Εγγύς Ανατολής στο 1.475 - 1.365 π.Χ., (εποχή της
Ελληνικής Αργοναυτικής εκστρατείας). Στα επόμενα χρόνια το Βασίλειο των Μιτάννι
καταστράφηκε από την Μέση Ασσυριακή Αυτοκρατορία .
Aρράπα
Ένα άλλο Χουριανικό βασίλειο επωφελήθηκε από τη διάλυση της σημιτικής βαβυλωνιακής εξουσίας στο δέκατο έκτο αιώνα π.Χ.. στην περιοχή γύρω από τη σύγχρονη πόλη Κιρκούκ. Αυτό ήταν το βασίλειο της Aρράπα. Οι ανασκαφές στο Ιορδάν Τεπέ, στην αρχαία Nούζη, απέδειξαν ότι η Αρράπα ήταν μία από τις πιο σημαντικές πόλεις των Χουρριτών. Χουρρίτες βασιλιάδες όπως ο Ιθή-Tεσούπ και ο Iθύγια κυβέρνησαν την Aρράπα, αλλά από τα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα, η Αρράπα έγινε υποτελής του Μεγάλου Βασιλιά της Μιτάννι. Το βασίλειο της ίδιας της Aρράπα καταστράφηκε από τους Σημίτες Ασσύριους στα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ., και στη συνέχεια έγινε μια ασσυριακή πόλη.
Βασίλειο της Ουραρτού
Κατά τη διάρκεια του 11ου και του 10ου αιώνα π.Χ., γύρω από τη λίμνη Βαν (Θωσπίτις) και το όρος Αραράτ, σχηματίσθηκε ένα νέο κράτος των Χουριτών, το βασίλειο της Ουραρτού. Το βασίλειο περιλάμβανε μία περιοχή που εκτείνεται από τα βουνά του Καυκάσου στα βόρεια, μέχρι τα σύνορα της βόρειας Ασσυρίας. Από τον 9ο έως 7ο αιώνα π.Χ. σταδιακά άρχισε να χάνει έδαφος και τελικά τον 7ο αιώνα π.Χ., υποτάχθηκε πλήρως στην Νέα Ασσυριακή Αυτοκρατορία.
Κατά την διάρκεια της περσικής αυτοκρατορίας οι Χουρρίτες Ουράρτιοι. μετανάστευσαν πάνω από τον Καύκασο. Τελικά οι Χουρίτες και οι Ουράρτιοι εξαφανίζονται από την ιστορία
και απορροφώνται από τον Ινδοελληνικό λαό των Αρμενίων.
Τέλος της εποχής του Χαλκού
Μέχρι το 1.200 π.Χ. όλα τα Χουριανικά κράτη καταστράφηκαν από την Ασσυρία και
αποτέλεσαν επαρχίες της Μέσης Ασσυριακής Αυτοκρατορίας (1.366 – 1.020 π.Χ.).
Στον Ελληνοχουριανικό πληθυσμό της βόρειας Συρίας και της βόρειας Μεσοποταμίας
κατά τους επόμενους αιώνες επιβλήθηκε με την βία, από τους Σημίτες Ασσύριους, να
εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους και να μιλούν την Ασσυριακή Ακκαδική γλώσσα και αργότερα τα Σημιτικά Αραμαϊκά. Επίσης τους υποχρέωσαν να υποστούν το σημιτικό έθιμο της περιτομής.
Αυτή η πολιτική είχε σαν συνέπεια τον ουσιαστικό αφανισμό του Χουρριτικού έθνους
της περιοχής.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου