ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, ΣΤΙΣ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 480 Π.Χ. ΠΡΙΝ 2.502 ΧΡΟΝΙΑ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΙΚΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΝΩΜΕΝΟΥΣ ΠΕΡΣΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΧΗΔΟΝΙΟΥΣ ΣΤΗΝ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ. ΜΑΣ ΚΡΥΒΟΥΝ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΜΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΞΥΠΝΑΕΙ ΚΑΙ ΥΠΟΒΑΛΛΕΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ.
«By his bootstraps», 1941, Ρόμπερτ Χάινλάιν.
«Στο κατόπιν», ή «Από τα κορδόνια της αρβύλας του».
1.
Ό Μπόμπ Γουίλσον δέν είδε τόν κύκλο πού μεγάλωνε. Ούτε τόν ξένο ττού βγήκε άπό τόν κύκλο και στάθηκε πίσω του κοιτάζοντας επίμονα τόν σβέρκο του... τόν κοίταζε κι ανάπνεε βαθιά σά νά τόν κυριαρχούσε μιά βαριά κι ασυνήθιστη συγκίνηση.
Ό Γουίλσον δέν είχε κανένα λόγο νά υποπτεύεται ότι στό δωμάτιο βρισκόταν και κάποιος άλλος· είχε κάθε λόγο νά υποθέτει ακριβώς τό αντίθετο. Είχε κλειδωθεί στό δωμάτιο του μέ σκοπό νά κάνει μιά έντονη, παρατεταμένη προσπάθεια και νά τελειώσει τήν διατριβή του. Έπρεπε, ή αυριανή ήταν ή τελευταία μέρα τής προθεσμίας και
χτες ακόμα ή διατριβή του δεν ήταν παρά μόνο τίτλος: «Έρευνα έπί ορισμένων Μαθηματικών απόψεων Μεταφυσικής».
Πενήντα δύο τσιγάρα — τέσσερις καφετιέρες και δεκατρείς ώρες εργασίας είχαν προσθέσει στον τίτλο εφτά χιλιάδες λέξεις. Αλλά ώς προς τήν εγκυρότητα τής διατριβής δέν έδινε δεκάρα. Τό κεφάλι του είχε γίνει καζάνι. «Τέλειωνε», ήταν ή μόνη του σκέψη, «τέλειωνε, παράδοσέ το, ρούφα τρία ποτηράκια και ρίξτο στον ύπνο γιά καμιά βδομάδα».
Σήκωσε τό κεφάλι του κι άφησε τό βλέμμα του νά πλανηθεί προς τήν πόρτα τής ντουλάπας· πίσω της είχε φυλάξει ένα μπουκάλι τζιν, σχεδόν γεμάτο.
«Όχι», μάλωσε τόν εαυτό του, «άν κατεβάσεις ακόμα ένα ποτηράκι, παλιόφιλε Μπόμπ, δέν θά τά καταφέρεις ποτέ».
Ό ξένος από πίσω του δέν είπε τίποτα.
Ό Γουίλσον ξανάρχισε νά χτυπά τά πλήκτρα τής μηχανής — «και δέν είναι ορθή ή παραδοχή ότι μιά καταληπτή ύπόθεσις είναι συγχρόνως και δυνατή ακόμη και όταν είναι δυνατόν νά δοθούν μαθηματικαί προτάσεις αίτινες περιγράφουν ακριβώς τήν ύπόθεσιν. Έστω π.χ. ή έννοια «Διαχρονική κίνησις». Ή έννοια «Διαχρονική κίνησις» δύναται νά θεωρηθεί κατανοητή, αί δέ προϋποθέσεις δύνανται νά τεθούν μαθηματικώς δι' οιανδήποτε καί δι' άπάσας τάς θεωρίας περί Χρόνου, δύνανται δηλαδή νά καταστρωθούν μαθηματικοί εξισώσεις διά τών όποιων έπιλύονται όλα τά παράδοξα οιασδήποτε θεωρίας. Εν τούτοις γνωρίζομεν έμπειρικώς ορισμένα χαρακτηριστικά τού χρόνου τά όποία αποκλείουν τήν δυνατότητα μιας τοιαύτης υποθέσεως. Ή διάρκεια ώς ποσότης προσδιορίζεται ύπό της συνειδήσεως και όχι έκ των έξω. Δεν είναι ένα πράγμα «καθ' εαυτό», ώς εκ τούτου...»
2.
Ενα πλήκτρο τής μηχανής κόλλησε, άλλα τρία μπερδεύτηκαν πάνω του. Ό Γουίλσον βλαστήμησε σιγανά κι έσκυψε γιά νά ξεμπλέξει τήν πεισματάρα μηχανή.
«Παράτα το», άκουσε μιά φωνή νά λέει. «Ετσι κι άλλοιώς είναι βλακείες μέ περικεφαλαία».
Ό Γουίλσον τινάχτηκε στην καρέκλα του, έπειτα γύρισε τό κεφάλι του αργά. Είχε τήν ελπίδα ότι κάποιος βρισκόταν πράγματι πίσω του. Αλλοιώς...
Παρατήρησε τόν ξένο μέ ανακούφιση. Δόξα τω θεώ, σκέφτηκε. Νόμιζα πώς μούστριψε. Αλλά ή ανακούφιση πού ένιωσε μεταμορφώθηκε στή στιγμή σέ ενόχληση. «Τι στό διάβολο κάνεις στό δωμάτιο μου», ρώτησε. Έσπρωξε πίσω τήν καρέκλα του, σηκώθηκε και μέ μεγάλα βήματα πήγε στην πόρτα. Ήταν κλειδομανταλωμένη από μέσα.
Ούτε τά παράθυρα βοηθούσαν. Ήταν απέναντι στό γραφείο του και έβλεπαν σ' ένα δρόμο μέ μεγάλη κίνηση, τρία πατώματα ύψος.
«Πώς μπήκες μέσα», πρόσθεσε.
«Πέρασα μέσα άπ' αυτό», απάντησε ό ξένος δείχνοντας τόν κύκλο πάνω άπό τόν ώμο του. Ό Γουίλσον πρόσεξε τόν κύκλο γιά πρώτη φορά, άνοιγόκλεισε τά μάτια του και τόν ξανακοίταξε. Κρεμόταν εκεί ανάμεσα σ' αυτούς και στον τοίχο, καμωμένος άπό τό τίποτα, τό χρώμα του έμοιαζε μ' εκείνο πού βλέπουμε όταν κλείσουμε σφιχτά τά μάτια.
Ό Γουίλσον κούνησε τό κεφάλι του μέ δύναμη. Ό κύκλος έμεινε στή θέση του. Διάβολε, σκέφτηκε, καλά μού φάνηκε άπ' τήν αρχή. Πότε άραγε μούστριψε ή βίδα; Πλησίασε τόν κύκλο, άπλωσε τό χέρι του νά τόν αγγίξει.
«Μή», φώναξε επιτακτικά ό ξένος.
«Γιατί μή;» ρώτησε ό Γουίλσον έτοιμος γιά καυγά. Σταμάτησε όμως.
«θά σού εξηγήσω. Αλλά πρώτα νά πιούμε κάτι». Πήγε ίσια στην ντουλάπα, τήν άνοιξε, έχωσε μέσα τό χέρι του κι έβγαλε τή μποτίλια μέ τό τζιν, χωρίς νά βλέπει τι κάνει.
«Ει», ούρλαξε ό Γουίλσον. «Τί παριστάνεις; Αυτό τό ποτό είναι δικό μου».
«Δικό σου;» Ό ξένος κοντοστάθηκε. «Μέ συγχωρείς. Σέ πειράζει νά πιώ μιά γουλιά;»
3.
«Υποθέτω όχι», συμφώνησε ό Μττόμπ σκυθρωπά. «Βάλε μου κι έμενα μιά κι έχεις τή μπουκάλα».
«Εντάξει», συμφώνησε ό ξένος, «μετά θά σου εξηγήσω».
«Καλά θά 'κανες νά δώσεις μιά πλήρη εξήγηση», είπε ό Γουΐλσον απειλητικά. Παρ' όλα αυτά ήπιε τό ποτό του κοιτάζοντας τόν ξένο εξεταστικά. Ό ξένος είχε τό δικό του ύψος, φαινόταν λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία, ίσως όμως αυτή τήν εντύπωση τήν δημιουργούσε μιά γενειάδα περίπου τριών ημερών. Είχε επίσης ένα μάτι μαυρισμένο και τό απάνω χείλι του ήταν σκισμένο και πρισμένο. Ό Γουΐλσον αποφάσισε πώς δεν τού άρεσαν αυτά τά μούτρα. Κι όμως τό πρόσωπο έμοιαζε γνωστό, τού φαινόταν πώς θά έπρεπε νά τό αναγνωρίσει, είχε τήν εντύπωση πώς τό είχε ξαναδεί πολλές φορές πριν σέ διαφορετικές συνθήκες.
«Ποιος είμαι;» είπε ό ξένος. «Δέν μέ γνωρίζεις;»
«Δεν είμαι σίγουρος», παραδέχτηκε ό Γουΐλσον. «Σ' έχω ξαναδεί;» «Ε! — όχι ακριβώς». Ο άλλος προσπαθούσε φανερά νά κερδίσει καιρό. «Παράτα τα — δέν μπορείς νά καταλάβεις».
«Πώς σέ λένε;»
«Πώς μέ λένε; Χμ!... άς πούμε Τζό».
Ό Γουΐλσον έβαλε κάτω τό ποτήρι του. «Εντάξει, Τζό. Όποιο κι άν είναι τ' όνομα σου, κατέβαινε τήν εξήγηση στά γρήγορα».
«Ναι», συμφώνησε ο Τζό. «Αυτό τό μαραφέτι πού δρασκέλισα — είναι μιά «Διαχρονική Βαλβίδα».
«Πώς τό 'πες;»
«Μιά «Διαχρονική βαλβίδα». Ό Χρόνος κυλάει παράλληλα κι άπ' τις δυό μεριές τής Πύλης άλλα έχει μιά διαφορά μερικών χιλιάδων χρόνων — δέν ξέρω πόσες χιλιάδες ακριβώς. Αλλά γιά μιά δυό ώρες ή Πύλη θά μείνει ανοιχτή. Μέσα άπ' αυτόν τόν κύκλο μπορείς νά περάσεις στό μέλλον». Ό ξένος σταμάτησε.
Ό Μπόμπ έπαιζε ταμπούρλο στό γραφείο. «Προχώρα. Σ' ακούω. Σπουδαία ή ιστορία σου».
«Δέν μέ πιστεύεις, έ; θά σού δείξω». Ό Τζό σηκώθηκε, ξαναπήγε στή ντουλάπα, πήρε τό καπέλλο τού Μπόμπ, τό μοναδικό του καπέλο πού έξι χρόνια φοιτητικής κακομεταχείρισης τό είχαν καταντήσει στά σημερινά του μεγαλειώδη χάλια. Τό πέταξε καταπάνω σ' αυτόν τόν σχεδόν ανύπαρκτο δίσκο.
Χτύπησε πάνω στην επιφάνεια, τήν πέρασε χωρίς φανερή αντίσταση, εξαφανίστηκε.
Ό Γουΐλσον σηκώθηκε, γυρόφερε προσεκτικά τόν δίσκο και εξέτασε τό άδειο πάτωμα άπ' τήν πίσω μεριά. «Σπουδαίο κόλπο», σχολίασε. «Τώρα δώσε μου πίσω τό καπέλο, σέ παρακαλώ».
Ό ξένος κούνησε τό κεφάλι του. «Μπορείς νά τό βρεις μόνος σου όταν περάσεις άτι' τήν άλλη πλευρά
4.
«Ε!;»
«Ακριβώς... ακριβώς... Άκου...». Μέ σύντομες φράσεις ό ξένος επανέλαβε τις εξηγήσεις του γιά τήν «Διαχρονική Βαλβίδα». Επέμεινε ότι ό Γουΐλσον είχε μια ευκαιρία πού έρχεται μιά φορά στά χίλια χρόνια — μόνο πού έπρεπε νά βιαστεί και νά δρασκελίσει τόν κύκλο. Μά δεν μπορούσε τώρα ό Τζό νά κάθεται νά εξηγεί τις λεπτομέρειες, το σημαντικό ήταν νά περάσει ό Γουΐλσον μέσα από τόν κύκλο.
Ό Μπόμπ Γουΐλσον κατέβασε ένα δεύτερο κι ένα τρίτο ποτήρι.
Άρχισε νά αισθάνεται συγχρόνως ευφορία και διάθεση γιά καυγά.
«Γιατί;» ρώτησε τσεκουράτα.
Ό Τζό έμοιαζε απαυδισμένος. «Στό διάολο... άν περνούσες μιά κι έξω δέν θα χρειαζότανε οι εξηγήσεις. Αλλά μιά και είναι έτσι...»
Άν έπρεπε κανείς νά πιστέψει τόν Τζό, άπ' τήν άλλη μεριά ήταν ένας γέρος πού χρειαζότανε τή βοήθεια τού Γουΐλσον. Μέ τή βοήθεια τού Γουΐλσον οι τρεις τους θά κυβερνούσαν τήν χώρα. Ό Τζό δέν μπορούσε ή δέν ήθελε νά πει ποια ήταν ακριβώς ή βοήθεια πού χρειαζόταν. «Δέν θέλεις νά περάσεις τήν ζωή σου στην σκλαβιά, δασκαλεύοντας ανόητους σέ κανένα επαρχιακό κολλέγιο», επέμεινε. «Σού δόθηκε ή ευκαιρία... άρπα την».
"Ενδόμυχα ό Μπόμπ Γουΐλσον παραδέχτηκε πώς ένα πτυχίο κι ένα διορισμός δέν ήταν τό ιδεώδες του. Οπωσδήποτε όμως ήταν κάτι καλύτερο άπ' τό νά δουλεύεις γιά τό ψωμί σου. Τά μάτια του έπεσαν στή μπουκάλα μέ τό τζιν. Είχε κατέβει σέ αξιοθρήνητο έπίττεδο. Αυτό τά εξηγούσε όλα. Σηκώθηκε, όχι όμως μέ μεγάλη σταθερότητα.
«Όχι αγαπητέ μου. Δέν πρόκειται νά σκαρφαλώσω στην ρόδα μαζί σου. Ξέρεις γιατί;»
«Γιατί;»
«Γιατί είμαι μεθυσμένος, νά γιατί. Δέν είσαι καθόλου έδώ. Ούτε κι αυτό είναι εδώ». Έκανε μιά πλατιά χειρονομία προς τήν γενική κατεύθυνση τού κύκλου. «Τίποτα δέν είναι έδώ. Μόνο έγώ, κι είμαι τύφλα... Παραδούλεψα», πρόσθεσε απολογητικά, «θά πέσω στό κρεβάτι».
«Δέν είσαι μεθυσμένος».
«Είμαι και παρά είμαι. Μιά πάπια, ποια πάπια...»
Ξεκίνησε γιά τό κρεβάτι.
Ό Τζό τόν άρπαξε άπ' τό χέρι. «Δέν μπορείς νά τό κάνεις αυτό», είπε.
«Άσε τον ήσυχο!»
5.
Γύρισαν κι οί δυό απότομα. Αντίκρυ τους, ακριβώς μπροστά στον κύκλο στεκόταν ένας τρίτος. Ό Μπόμπ κοίταξε τόν καινούριο, ξανακοίταξε τόν Τζό, άνοιγόκλεισε τά μάτια του και προσπάθησε νά συγκεντρώσει τό βλέμμα του. Εμοιαζαν πολύ οί δυό τους, σκέφτηκε, αρκετά γιά νά τους πει αδέλφια. Ή ίσως τό 'βλεπε διπλά. Βαρύ πράγμα τό τζιν. θά 'πρεπε νά τό είχε γυρίσει στό ρούμι από καιρό τώρα. Τό ρούμι ήταν ελαφρύ. Μπορούσες νά τό πιεις ή νά τό βάλεις στό μπάνιο σου. Όχι τό ρούμι, τό τζιν... δηλαδή ό Τζό.
Μωρέ ανοησία. Ό Τζό ήταν εκείνος μέ τό μαυρισμένο μάτι. Αναρωτήθηκε πώς τά είχε μπερδέψει έτσι.
«Ποιας είσαι;» ρώτησε μέ ήρεμη αξιοπρέπεια.
Ό καινούριος επισκέπτης έστριψε τό κεφάλι, ξανακοίταξε τό Τζό. «Αυτός μέ ξέρει», είπε. Ή φωνή του ήταν γεμάτη σημασία.
Ό Τζό τόν εξέτασε από πάνω ώς κάτω. «Ναι, σέ ξέρω υποθέτω. Αλλά τί διάβολο γυρεύεις εδώ; Και γιατί προσπαθείς νά χαλάσεις τό σχέδιο;»
«Δέν έχουμε καιρό γιά μακρόσυρτες εξηγήσεις. Ξέρω περισσότερα από σένα — αυτό είναι σίγουρο — και οι αποφάσεις μου είναι πιό σωστές άπ' τις δικές σου. Δέν πρόκειται νά περάσει τήν Πύλη».
«Τίποτα δέν είναι σίγουρο».
Τό τηλέφωνο χτύπησε. «Απάντησε», διέταξε ό νεοφερμένος. Ό Μπόμπ έκανε νά διαμαρτυρηθεί γιά τόν τόνο του άλλα μετάνιωσε. Δέν ανήκε στους φλεγματικούς πού μπορούν ν' αγνοήσουν τό τηλέφωνο πού χτυπά. «Εμπρός!»
«"Εμπρός», ήρθε ή απάντηση. «Είσαι ό Μπόμπ Γουίλσον;»
«Ναι. Ποιος είναι εκεί;»
«Δέν έχει σημασία. Ήθελα μόνο νά βεβαιωθώ πώς είσαι εκεί. Τό περίμενα. Ζεύτηκες στό μαγγανοπήγαδο, νεαρέ, στό μαγγα-νοπήγαδο».
Ό Γουίλσον άκουσε ένα καγχασμό, έπειτα τό τηλέφωνο πού έκλεισε. «Εμπρός», είπε, «εμπρός!» Ταρακούνησε λίγο τό τηλέφωνο, έπειτα κρέμασε τό ακουστικό.
«Ποιος ήταν;» ρώτησε ό Τζό.
«Τίποτα. Κάποιος παλαβός μέ διεστραμμένη αίσθηση τού χιούμορ». Τό τηλέφωνο ξανακουδούνησε. «Νάτος πάλι», και σήκωσε τό ακουστικό. «'Ακου δώ πίθηκε. Εχω δουλειά κι αυτό έδώ δέν είναι δημόσιο τηλέφωνο».
«θεέ μου... Μπόμπ...» ακούστηκε μιά προσβεβλημένη γυναικεία φωνή. «Ε! τί; Ά έσύ είσαι Ζενεβιέβ! Κοίτα... μέ συγχωρείς... λυπάμαι...».
«Ώστε λυπάσαι... Τό ήξερα...».
6.
«Δεν καταλαβαίνεις, γλύκα μου. Κάποιος μού κάνει κρύα αστεία μέ τή τηλέφωνο και νόμιζα πώς ήταν αυτός. Τό ξέρεις πώς δέν θά μιλούσα έτσι σέ σένα, μωρό μου».
«Αυτό ήθελα ν' ακούσω κι έγώ. Προπαντός μετά άπ' ό,τι μού είπες τό απόγευμα γιά τό τι είμαστε ό ένας γιά τόν άλλο».
«Ε, τό απόγευμα; Σήμερα τό απόγευμα, είπες;»
«Φυσικά. Αλλά σού τηλεφώνησα γιά νά σού πώ πώς άφησες τό καπέλο σου στό δωμάτιο μου. Τό βρήκα μόλις έφυγες και πήρα νά σού τό πώ. 'Οπωσδήποτε», πρόσθεσε χαριτωμένα, «βρήκα μιά ευκαιρία νά ξανακούσω τή φωνή σου».
«Καλά. Εντάξει», είπε μηχανικά. «Κοίτα μωρό, μού φαίνεται πώς τά 'χω μπερδέψει λίγο. Είχα μπελάδες όλη τή μέρα και τώρα πιό πολλούς, θά 'ρθώ τό βράδυ νά τά βρούμε. Αλλά είμαι σίγουρος πώς δέν άφησα τό καπέλο σου στην κάμαρα μου...»
«Τό δικό σου καπέλο, ανόητε».
«Τι; Ά ναι, βέβαια. Πάντως θά σέ δώ τό βράδυ». Κατέβασε τό ακουστικό βιαστικά. Διάβολε, σκέφτηκε, αυτή ή γυναίκα άρχισε νά γίνεται πρόβλημα. Έχει παραισθήσεις. Ξαναγύρισε στους συντρόφους του.
«Εντάξει Τζό. Έτοιμος νά φύγω άν είσαι κι έσύ».
Δέν ήξερε ακριβώς πότε ή γιατί είχε αλλάξει γνώμη, μιά φορά είχε αλλάξει. Ποιος νόμιζε πώς ήταν τούτος ό καινούριος τύπος πού ήθελε νά επέμβει στην «ελευθερία εκλογής» τού άτομου;
«Δόξα τώ θεώ», είπε ό Τζό ανακουφισμένος. «Πήδα από μέσα. Αυτό είναι».
«Όχι ποτέ», φώναξε ό πανταχού παρών ξένος. Χώθηκε ανάμεσα στον Γουίλσον και στην Πύλη.
Ό Μπόμπ Γουίλσον τον άγριοκοίταξε. «Γιά νά σού πώ. Μπαίνεις έδώ μέσα κι ανακατεύεσαι σαν νά νομίζεις πώς είμαι κανένας αλήτης. Αν δέν σ' αρέσει, άντε πνίξου... θέλεις νά βοηθήσω κι εγώ;»
Ο ξένος προσπάθησε νά τόν αρπάξει άπ' τό γιακά. Ό Γουίλσον τίναξε τήν γροθιά του άλλα δέν πέτυχε τόν στόχο. Ό ξένος έσκυψε κάτω άπ' τό τεντωμένο του χέρι και του κοπάνησε μιά γερή — πολύ γερή — στά μούτρα. Ο Τζό πλησίασε βιαστικά γιά νά βοηθήσει τόν Μπόμπ. Αρχισαν νά άνταλλάσουν γροθιές οι δυό τους κι ο Μπόμπ μπήκε στό παιχνίδι άλλα χωρίς πολύ αποτελεσματικότητα. Τή μόνη γροθιά του πού βρήκε στόχο τήν άρπαξε ό Τζό πού θεωρητικά ήταν σύμμαχος του. Μιά φορά ή πρόθεση του ήταν νά τήν δώσει στον άλλον.
Αυτό ακριβώς ήταν τό λάθος. Εδωσε στον άλλο τήν ευκαιρία νά κοπανήσει μιά γερή αριστερή στά μούτρα τού Γουίλσον. Έπεσε κάπως ψηλότερα άπ' ό,τι έπρεπε άλλα στην κατάσταση πού βρισκόταν ό Μττόμπ ήταν αρκετή γιά νά τόν βγάλει άπό τή μέση.
7.
Ό Μττόμττ Γουίλσον ανέκτησε τις αισθήσεις του αργά. Βρισκόταν καθισμένος σ' ένα πάτωμα πού δεν φαινόταν και πολύ σταθερό. Κάποιος έσκυβε επάνω του.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ή σιλουέτα.
«"Ετσι μού φαίνεται», απάντησε βραχνά. Τό στόμα του πονούσε, έβαλε τό χέρι του, τό τράβηξε ματωμένο. «Τό κεφάλι μου πονάει».
«Πολύ φυσικό. Πέρασες κουτρουβαλιστά. Νομίζω πώς χτύπησες τό κεφάλι σου πέφτοντας».
Οί σκέψεις τού Γουίλσον άρχισαν νά ξεκαθαρίζουν. Πέρασες; Κοίταξε πιό προσεχτικά τόν καλό Σαμαρείτη. Είδε έναν μεσόκοπο άντρα μέ γκριζαρισμένα φουντωτά μαλλιά και κοντή περιποιημένη γενειάδα. Φορούσε κάτι πού έμοιαζε μέ πυτζάμα πολυτελείας σέ πορφυρό χρώμα.
Αλλά τό δωμάτιο τό οποίο βρισκόταν τόν μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Ήταν κυκλικό και ή οροφή σχημάτιζε ένα θόλο μέ τόσο μικρή κλίση πού ήταν δύσκολο νά υπολογίσεις τό ύψος του. Ενα απαλό φώς τό πλημμύριζε, ή πηγή του όμως δέν ήταν φανερή. Επιπλα δέν υπήρχαν έκτος άπό κάτι πού έμοιαζε μέ εξέδρα ή βωμό κοντά στον τοίχο, απέναντι του.
«Πέρασα άπό μέσα; Μέσα άπό τί;»
«Μέσα άπό τήν Πύλη, φυσικά».
Ό Γουίλσον κοίταξε πάνω άπό τόν ώμο του προς τά κει πού έδειχνε ό άλλος και είδε τόν κύκλο. Τό κεφάλι του άρχισε νά πονάει ακόμα περισσότερο.
«θεέ μου», σκέφτηκε. «Τώρα τρελάθηκα στ' αλήθεια. Μά γιατί λοιπόν δέν ξυπνάω;» Κούνησε τό κεφάλι του γιά νά καθαρίσει τή σκέψη του.
Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Τό κεφάλι του δέν ξεκόλησε — τουλάχιστον όχι τελείως. Ό κύκλος έμεινε εκεί πού βρισκόταν, ένα απλό σημείο στον χώρο γεμάτο μέ τά άμορφα σχήματα και χρώματα ενός οράματος. «Πέρασα άπό κει μέσα;»
«Ναι».
«Πού είμαι;»
«Στην αίθουσα τής Πύλης στό μεγάλο παλάτι τής Νορκάαλ. Αλλά τό πιό σημαντικό είναι τό πότε. Εχεις δρασκελίσει 30.000 χρόνια».
Τώρα είμαι τελείως σίγουρος πώς είμαι τρελός, συλλογίστηκε ό Γουίλσον. Σηκώθηκε μέ δυσκολία και κατευθύνθηκε προς τήν Πύλη.
Ο ηλικιωμένος άντρας έβαλε τό χέρι στον ώμο του.
8.
«Πού πάς;»
«Πίσω».
«Όχι τόσο γρήγορα, θά γυρίσεις οπωσδήποτε πίσω — έχεις τόν λόγο μου γι' αυτό. Πρέπει όμως πρώτα νά περιποιηθώ τις πληγές σου. Πρέπει νά σου εξηγήσω ορισμένα πράγματα κι ύστερα είναι κάτι πού μπορείς νά κάνεις γιά μένα όταν γυρίσεις πίσω — γιά τό καλό και τών δυό μας. Εχουμε σπουδαίο μέλλον εμείς οί δυό, παιδί μου — σπουδαίο μέλλον».
Ό Γουίλσον σταμάτησε αναποφάσιστος. Η επιμονή του γέρου τόν ανησυχούσε αόριστα. «Δέν μ' αρέσουν όλα αυτά».
Ό άλλος τού 'ριξε μιά προσεχτική ματιά, «θά 'θελες νά πιεις κάτι πριν φύγεις;»
Και βέβαια ήθελε. Τέτοιες ώρες ένα γερό ποτό ήταν τό πιό επιθυμητό πράγμα στή γή — ή στον χρόνο.
«Μιά κι ήρθαν έτσι τά πράγματα», ρώτησε καθώς προχωρούσαν σ' ένα μακρύ διάδρομο, «πώς σέ λένε;»
«Δίκτωρ».
«Εντάξει, Δίκτωρ. θέλεις τό δικό μου όνομα;»
«Τ' όνομα σου;» Ό Δόκτωρ γέλασε. «Τό ξέρω τ' όνομα σου, σέ λένε Μπόμπ Γουίλσον».
«Ε; Ά μάλιστα... θά σού τό είπε ό Τζό φαντάζομαι».
«Ό Τζό; Δέν ξέρω κανέναν μέ τέτοιο όνομα».
«Δέν ξέρεις; Νόμιζα πώς σέ ήξερε. Δέν μού λές, μήπως δέν είσαι εκείνος πού έπρεπε νά συναντήσω;»
«Μά είμαι. Σέ περίμενα — κατά κάποιο τρόπο. Ώ κατάλαβα. Γιά μιά στιγμή μέ μπέρδεψες. Ώστε σού είπε νά τόν λές Τζό».
«Δέν είναι τό αληθινό του;»
«Καλό είναι, σαν όλα τά ονόματα. Φτάσαμε». Πέρασε τόν Γουίλσον σ' ένα μικρό άλλα χαρούμενο δωμάτιο. Δέν είχε κανενός είδους έπιπλα, τό πάτωμα όμως ήταν μαλακό και ζεστό, σάν ζωντανή σάρκα.
«Κάθησε. θά γυρίσω αμέσως».
Ο Μπόμπ γύρισε τή ματιά του γιά νά βρει κάτι νά καθίσει, μετά
θέλησε νά ζητήσει άπ' τόν Δίκτορα μιά καρέκλα. Αλλά εκείνος είχε φύγει και τό χειρότερο — είχε εξαφανιστεί και τό άνοιγμα άπ' όπου μπήκαν. Ό Μπόμπ κάθησε στό μαλακό πάτωμα και προσπάθησε νά μήν ανησυχεί. Ο Δίκτωρ γύρισε σχεδόν αμέσως. Ό Μπόμπ είδε τό άνοιγμα νά διαστέλλεται γιά νά τόν αφήσει νά περάσει άλλα δέν κατάφερε νά καταλάβει πώς γινότανε. Ό Δίκτωρ κρατούσε μιά καράφα πού κελάρυζε ευχάριστα και μιά κούπα.
«Στην υγειά σου», είπε κι έριξε τέσσερα δάχτυλα στην κούπα.
Ό Μπόμπ τήν πήρε. «Εσύ δέν πίνεις;»
«Σέ λίγο. Νά κοιτάξω πρώτα τις πληγές σου».
9.
Ό Μπόμπ κατέβασε την πρώτη γουλιά μέ αγενή σχεδόν βιασύνη — ήταν πολύ καλό, έμοιαζε λίγο μέ ούίσκυ, άλλα ήταν πιό απαλό και όχι τόσο ξηρό — στό μεταξύ ό Δΐκτωρ δούλευε μέ γρήγορα δάχτυλα χρησιμοποιώντας μιαν αλοιφή πού στην αρχή έτσουζε, ύστερα όμως έγινε πολύ δροσιστική. «Σέ πειράζει νά πιώ ακόμα ένα;»
«Βάλε μόνος σου».
Ό Μπόμπ ήπιε την δεύτερη κούπα πιό αργά. Αλλά δέν πρόφτασε νά τήν τελειώσει, γλύστρησε άπ' τά χαλαρωμένα του δάχτυλα και τό υγρό σχημάτισε στό πάτωμα ένα σκούρο κοκκινωπό λεκέ. Ροχάλιζε.
Όταν ξύπνησε, ό Μπόμπ Γουίλσον αισθανότανε όμορφα και τελείως ξεκούραστος. Έμεινε ξαπλωμένος, χαλαρωμένος, μέ κλειστά μάτια, αφήνοντας τήν ψυχή του νά ξανασμίξει μέ τό σώμα του. Ή μέρα θά 'ταν καλή, έτσι αισθανόταν. Ά ναι! Είχε τελειώσει αυτήν τήν καταραμένη διατριβή. Μά όχι δέν τήν είχε τελειώσει. Ανακάθησε απότομα.
Τά θυμήθηκε όλα μόλις είδε τους παράξενους τοίχους γύρω του. Αλλά πριν προφτάσει ν' ανησυχήσει — σχεδόν αμέσως — εμφανίστηκε τό άνοιγμα και ό Δΐκτωρ μπήκε μέσα. «Αισθάνεσαι καλύτερα;»
«Ναι πολύ καλύτερα. Αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά;»
«θά φτάσουμε κι εκεί. Τι θά έλεγες γιά πρωινό,».
Στην κλίμακα άξιων τού Γουίλσον τό πρωινό ερχόταν αμέσως μετά τήν ίδια τή ζωή και πριν άπό τήν αθανασία. Ό Δΐκτωρ τόν οδήγησε σ' άλλο δωμάτιο — τό πρώτο πού είδε νά έχει παράθυρα.
Στην πραγματικότητα τό μισό δωμάτιο ήταν ανοιχτό, μιά βεράντα κρεμασμένη ψηλά πάνω άπό μιά πράσινη έξοχη. Ένα απαλό, ζεστό, καλοκαιρινό αεράκι πλανιότανε γύρω. Άρχισαν νά τρώνε μέ μεγάλη πολυτέλεια, ξαπλωμένοι σέ ρωμαϊκό στυλ, ένώ ό Δΐκτωρ έδινε εξηγήσεις.
Ό Μπόμπ δέν παρακολουθούσε όπως θά 'πρεπε τις εξηγήσεις γιατί τήν προσοχή του τήν αποσπούσαν οι νεαρές πού σερβίριζαν τά φαγητά. Ή πρώτη μπήκε μέσα κουβαλώντας πάνω στό κεφάλι της ένα δίσκο μέ φρούτα. Τά φρούτα ήταν υπέροχα. Τό ίδιο και ή κοπέλα. Όσο κι αν έψαχνε δέν τής έβρισκε κανένα ψεγάδι.
Τά ρούχα της δέν εμπόδιζαν τό ψάξιμο.
Πλησίασε πρώτα τόν Δίκτορα, γονάτισε στό ένα πόδι μέ μιά μοναδικά χαριτωμένη κίνηση, κατέβασε τόν δίσκο άπ' τό κεφάλι της και τού τόν πρόσφερε. Πήρε ένα μικρό κόκκινο φρούτο και τήν έδιωξε μέ μιά χειρονομία. Τότε αυτή πρόσφερε τό δίσκο στον Μπόμπ μέ τόν ίδιο χαριτωμένο τρόπο.
10.
«Οπως σού έλεγα», συνέχισε ό Δϊκτωρ, «δεν είναι βέβαιο από πού ήρθαν οι Μεγάλοι Αφέντες ούτε πού πήγαν όταν εξαφανίστηκαν. Προσωπικά νομίζω πώς προχώρησαν μέσα στον Χρόνο. Πάντως κυβέρνησαν γιά είκοσι χιλιάδες χρόνια και εξαφάνισαν τελείως τήν μορφή τού ανθρώπινου πολιτισμού όπως τήν ήξερες εσύ. Εκείνο πού έχει μεγαλύτερη σημασία γιά σένα και μένα είναι ή αλλαγή πού επέφεραν στην ανθρώπινη ψυχή. Ένας καταφερτζής τού εικοστού
αιώνα μπορεί νά κάνει ό,τι θέλει έδώ πέρα. — Δεν μ' ακούς;»
«"Ε, Ναι βέβαια... βέβαια. Καταπληκτικά όμορφη κοπέλα».
Τά μάτια του ήταν ακόμα στυλωμένα στην έξοδο άπ' όπου είχε εξαφανιστεί τό κορίτσι.
«Ποια, αυτή; Ναι, είναι. Όχι πιό όμορφη άπ' τις άλλες έδώ γύρω».
«Δύσκολο νά τό πιστέψω. Θά τά πήγαινα μιά χαρά μ' ένα τέτοιο κορίτσι».
«Σ' αρέσει; Πάρτην, δική σου είναι».
«Τι;»
«Είναι σκλάβα. Μή σέ πιάνει αγανάκτηση. Είναι όλοι σκλάβοι άπό τή φύση τους. Αν σ' αρέσει στή χαρίζω, θά χαρεί πολύ».
Τό κορίτσι είχε γυρίσει. Ό Δϊκτωρ τή φώναξε σέ μιά γλώσσα πού φάνηκε άγνωστη στό Μπόμπ. «Τήν λένε Αρμα», είπε αδιάφορα, και τής είπε και δυό τρεις κουβέντες.
Ή Αρμα γέλασε πονηρά. Σοβαρεύτηκε όμως στην στιγμή, προχώρησε προς τόν μισοξαπλωμένο Γουίλσον, έπεσε στά γόνατα και χαμήλωσε τό κεφάλι, μέ τά δυό της χέρια ενωμένα μπροστά της. «Άγγισε τό μέτωπο της», συμβούλεψε ό Δϊκτωρ.
Ό Μπόμπ τό έκανε. Ή κοπέλα σηκώθηκε και στάθηκε ήρεμα δίπλα του, περιμένοντας. Ό Δϊκτωρ τής μίλησε, έδειξε ξαφνιασμένη άλλα βγήκε άπό τό δωμάτιο.
«Τής είπα ότι παρά τήν καινούρια της θέση θέλεις νά συνεχίσει τό σερβίρισμα».
Ό Δϊκτωρ ξανάρχισε τις εξηγήσεις του ένώ τό σερβίρισμα συνεχιζόταν. Τό επόμενο πιάτο τό έφερε ή Άρμα μαζί μέ μιά άλλη κοπέλα. Όταν ό Μπόμπ είδε τό δεύτερο κορίτσι σφύριξε θαυμαστικά. Συνειδητοποίησε ότι βιάστηκε κάπως νά επιτρέψει στον Δίκτορα νά τού χαρίσει τήν Άρμα. Ή ό μέσος όρος τής ομορφιάς είχε ανέβει απίστευτα ή ό Δϊκτωρ διάλεγε τις υπηρέτριες του μέ πολλή προσοχή.
«Γι' αυτό τό λόγο», έλεγε ό Δϊκτωρ, «είναι απαραίτητο νά γυρίσεις αμέσως πίσω άπ' τήν «Διαχρονική Βαλβίδα». Ή πρώτη σου δουλειά θά είναι νά φέρεις πίσω τόν άλλο. Εκτός άπ' αυτό υπάρχει ακόμα κάτι πού πρέπει νά γίνει και θά 'μαστε μιά χαρά.
11.
Μετά όττ' αυτό θά τά χαιρόμαστε όλα παρέα; Και υπάρχουν ένα σωρό πράγματα νά χαρεί κανείς εδώ... εγώ... Δεν μέ παρακολουθείς».
«Στά σίγουρα αφεντικό. Δεν μού ξέφυγε λέξη». Πασπάτεψε τό σαγόνι του. «Αλήθεια, έχεις νά μού δανείσεις ένα ξυράφι; Χρειάζομαι ξύρισμα».
Ό Δίκτωρ βλαστήμησε σιγανά, σέ δυό γλώσσες. «Τράβα τά μάτια σου άπ' αυτά τά δουλικά καί άκουσε με. Έχουμε δουλειά».
«Βέβαια... βέβαια τό καταλαβαίνω — κι είμαι ό άνθρωπος σου. Πότε αρχίζουμε;» Ό Ουίλσον έχει πάρει την απόφαση του άπό ώρα — στην πραγματικότητα μόλις μπήκε μέσα ή Αρμα μέ τόν δίσκο μέ τά φρούτα ατό κεφάλι. Ενιωθε σά νά ζούσε ένα εξαιρετικό ευχάριστο όνειρο. Αν ή συνεργασία μέ τόν Δίκτορα ήταν απαραίτητη γιά νά εξασφαλιστεί ή συνέχεια τού ονείρου εντάξει. Στό διάβολο ή ακαδημαϊκή καριέρα.
Ετσι κι άλλοιώς τό μόνο πού τού ζητούσε ό Δϊκτωρ ήταν νά γυρίσει άπό κει πού 'ρθε καί νά πείσει κάποιον τύπο νά περάσει μέσα άπό τήν Πύλη. Τό χειρότερο πού θά μπορούσε νά τού συμβεί ήταν νά καταλήξει εκεί άπ' όπου ξεκίνησε, πίσω στό εικοστό αιώνα. Τι είχε, τι έχασε.
Ό Δίκτωρ σηκώθηκε. «Αντε, άς ξεκινήσουμε», είπε απότομα «πριν αρχίσει πάλι νά ταξιδεύει τό μυαλό σου. Ακολούθα». Ξεκίνησε μέ γρήγορο βήμα μέ τόν Γουίλσον πίσω του.
Ό Δίκτωρ τόν οδήγησε πίσω στην αίθουσα τής Πύλης καί σταμάτησε. «Όλο κι όλο πού έχεις νά κάνεις», είπε, «είναι νά δρασκελίσεις τήν Πύλη. θά ξαναβρεθείς στό δωμάτιο σου και στόν δικό σου χρόνο. Πρέπει νά καταφέρεις τόν άνθρωπο πού θά βρεις εκεί νά περάσει άπό δώ μεριά. Επειτα γύρνα πίσω καί σύ».
Ό Μπόμπ κροτάλισε τά δάχτυλα του. «Έγινε κι όλας, αφεντικό». Ξεκίνησε γιά τήν Πύλη.
«Σταμάτα», διέταξε ό Δίκτωρ. «Δεν έχεις συνηθίσει στά Διαχρονικά
Ταξίδια. Σέ προειδοποιώ πώς θά αισθανθείς κάποιο σόκ όταν περάσεις. Αυτόν τόν τύπο πού θά βρεις θά τόν γνωρίσεις, ξέρεις.
»Δέν θά σού πώ, γιατί δέν θα καταλάβαινες, θά τόν δεις μόνος σου. Μόνο νά θυμάσαι... μερικά παράδοξα είναι συνδεδεμένα μέ τέτοια ταξίδια. Ό,τι κι αν δεις μήν τό αφήσεις νά σέ ταράξει. Κάνε ό,τι σού είπα καί θά είναι εντάξει όλα».
«Τελείωσες; Είμαι έτοιμος».
«Μιά στιγμή!» Ο Δίκτωρ πέρασε άπ' τήν άλλη μεριά τής εξέδρας. Τό κεφάλι του πρόβαλε πίσω της. «Τακτοποίησα τις συντεταγμένες. Εντάξει. Φεύγω».
12.
Ό Μπόμπ πέρασε μέσα σττό τό τοπογραφικό σημείο, τό γνωστό σαν «Διαχρονική Βαλβίδα».
Δεν ένιωσε τίποτα τό ιδιαίτερο καθώς περνούσε. Ήταν σάν νά περνούσες μέσα από δύο κουρτίνες σ' ένα πιό σκοτεινό δωμάτιο.
Σταμάτησε μιά στιγμή γιά νά συνηθίσουν τά μάτια του. Είδε πώς βρισκόταν πράγματι στό δωμάτιο του. Ενας άνθρωπος ήταν εκεί, καθισμένος στό γραφείο του. Σωστά τά είχε προβλέψει ό Δίκτωρ. Αυτός λοιπόν ήταν ό τύπος πού έπρεπε νά στείλει πίσω μέσα από τήν Πύλη. Ό Δίκτωρ είχε πει πώς θά τόν αναγνώριζε. Εντάξει λοιπόν, άς δούμε ποιος είναι.
Αισθάνθηκε κάποια δυσαρέσκεια βρίσκοντας κάποιον στό δικό του γραφείο, μέσα στό δικό του δωμάτιο, έπειτα όμως τό σκέφτηκε καλύτερα. Στό κάτω κάτω ήταν ένα δωμάτιο γιά νοίκιασμα, ήταν φυσικό νά ξανανοικιαστεί όταν αυτός εξαφανίστηκε. Δεν ήξερε πόσον καιρό είχε λείψει, δεν αποκλείεται νά είχαν περάσει μιά-δυό βδομάδες.
Ό νεαρός έμοιαζε απροσδόκητα γνωστός άν και έβλεπε μόνο τήν πλάτη του. Ποιος ήταν; Νά τόν κάνει νά γυρίσει; Δίσταζε, πριν μάθει ποιος ήταν. Προσπαθούσε νά δικαιολογήσει τόν δισταγμό του λέγοντας στον εαυτό του ότι θά έπρεπε νά ξέρει μέ ποιόν έχει νά κάμει πριν προσπαθήσει νά πείσει τόν άνθρωπο νά περάσει μέσα άπ' τήν Πύλη.
Ό άνθρωπος πού καθόταν στό γραφείο εξακολουθούσε νά χτυπά τά πλήκτρα, σταμάτησε γιά νά τραβήξει μιά ρουφηξιά άπ' τό τσιγάρο πού βρισκόταν εκεί κοντά σ' ένα τασάκι, μετά τό έσβησε πατώντας το μ' ένα βάρος γιά χαρτιά. Ό Μπόμπ Γουίλσον ήξερε καλά αυτή τήν χειρονομία.
Ανατριχίλες άρχισαν νά τρέχουν στην πλάτη του. «Αν ανάψει τό επόμενο», ψιθύρισε, «μέ τόν τρόπο πού νομίζω...»
Ό άνθρωπος τού γραφείου έβγαλε ένα καινούριο τσιγάρο, χτύπησε τήν μιά άκρη στό πακέτο, τό γύρισε, χτύπησε και τήν άλλη, ίσιωσε τό χαρτί στην μιά άκρη μέ προσοχή και έβαλε τήν ισιωμένη άκρη στό στόμα του.
Ό Γουίλσον αισθάνθηκε τό αίμα ν' ανεβαίνει στό κεφάλι του. Καθισμένος έκεί μέ τήν πλάτη γυρισμένη προς τό μέρος του ήταν ό εαυτός του, ό Μπόμπ Γουίλσον.
Τού ήρθε λιποθυμιά. Εκλεισε τά μάτια του κι αρπάχτηκε άπ' τήν πλάτη μιας καρέκλας. «Τό ήξερα», σκέφτηκε, «όλα είναι παράλογα. Είμαι τρελός, ντιπ τρελός. Ίσως νά έχω διπλή προσωπικότητα. Δέν έπρεπε νά δουλεύω τόσο σκληρά».
Προσπάθησε νά συμμαζέψει τό μυαλό του και ξανασκέφτηκε τά πράγματα. Ό Δίκτωρ τόν είχε προειδοποιήσει πώς θά βρισκόταν μπροστά σέ μιά έκπληξη, μιά έκπληξη πού δέν μπορούσε νά εξηγηθεί άπό πριν, γιατί ή εξήγηση δέν θά γινόταν πιστευτή.
13.
«Εντάξει. Ας υποθέσουμε πώς δεν τρελάθηκα. Αν πάρω σάν δεδομένο πώς τό ταξίδι στό χρόνο είναι δυνατό, δεν βλέπω γιατί δεν μπορώ νά γυρίσω πίσω και νά δώ τόν εαυτό μου νά κάνει κάτι πού ήδη τό έκανε στό παρελθόν. Αν είμαι στά λογικά μου, αυτό ακριβώς έχει συμβεί. Αν πάλι είμαι τρελός, ό,τι κι άν κάνω δεν έχει σημασία».
«Επί πλέον», πρόσθεσε απευθυνόμενος στον εαυτό του, «ίσως νά μπορώ νά μείνω έτσι και νά ξαναπεράσω την Πύλη. Οχι, αυτό δεν φαίνεται λογικό, νά πάρει ό διάβολος».
Πλησίασε αθόρυβα και κοίταξε πάνω άπό τόν ώμο του σωσία του. «Ή διάρκεια ώς ποσότης», διάβασε «...και όχι έκ τών έξω...»
«Αυτό ήταν», σκέφτηκε, «βρίσκομαι ακριβώς εκεί όπου ξεκίνησα και αντικρίζω τόν εαυτό μου νά γράφει τήν διατριβή μου».
Ή γραφομηχανή συνέχιζε. «Δέν είναι πράγμα καθ' εαυτό. Ώς έκ τούτου...» Ενα πλήκτρο τής μηχανής κόλλησε και άλλα τρία μπερδεύτηκαν. Ό σωσίας του στό γραφείο βλαστήμησε κι άπλωσε τό χέρι του νά τό ξεμπλέξει.
«Παράτα το», είπε ό Γουίλσον μέ ξαφνική έμπνευση. «Ετσι κι άλλοιώς είναι βλακείες μέ περικεφαλαία».
Ό άλλος Μπόμπ Γουίλσον τινάχτηκε στην καρέκλα του. Επειτα γύρισε αργά. Στο πρόσωπο του ή έκπληξη μεταβλήθηκε σέ ενόχληση.
«Τι στό διάβολο κάνεις στό δωμάτιο μου;» ρώτησε. Χωρίς νά περιμένει απάντηση σηκώθηκε, πήγε γρήγορα στην πόρτα, εξέτασε τήν κλειδαριά.
«Πώς μπήκες μέσα;»
Τώρα τά μπλέξαμε, σκέφτηκε ό Γουίλσον. «Πέρασα μέσα άπ' αυτό», απάντησε δείχοντας τήν Πύλη. Ό άλλος κοίταξε προς τά εκεί πού τού 'δειχνε, είδε τόν κύκλο, έκανε μεταβολή, προχώρησε μέ προσοχή κι άπλωσε τό χέρι του νά τόν αγγίξει.
«Μή!» ούρλιαξε ό Γουίλσον.
Ό άλλος σταμάτησε. «Γιατί μή;; θέλησε νά μάθει.
Ό Γουίλσον δέν ήξερε τόν ακριβή λόγο γιά τόν οποίο δέν έπρεπε ν' αγγιχτεί ό κύκλος, αισθανόταν όμως σάν νά κρεμόταν μιά καταστροφή στον αέρα. Προσπάθησε νά κερδίσει καιρό λέγοντας, «θά σού εξηγήσω. Αλλά πρώτα νά πιούμε κάτι».
Πάντως ένα ποτό δέν θά 'ταν άσχημο. Ποτέ δέν τό είχε χρειαστεί όσο τώρα. Αυτόματα, πήγε στό συνηθισμένο μέρος πού φύλαγε τό μπουκάλι, και έβγαλε τό ποτό πού ήξερε πώς βρισκόταν εκεί.
«Ε», διαμαρτυρήθηκε ό άλλος. «Τί παριστάνεις; Αυτό τό ποτό είναι δικό μου».
«Δικό σου!» θεέ και Κύριε! Ηταν τό δικό του ποτό. Οχι δεν ή αν... ήταν τό δικό τους ποτό. Νά πάρει ό διάβολος, νά πάρει. Το πράγμα ήταν πολύ μπερδεμένο γιά εξηγήσεις. «Μέ συγχωρείς. Σέ πειράζει νά πιω μιά γουλιά;»
14.
«Υποθέτω όχι», συμφώνησε ό Μπόμπ σκυθρωπά. «Βάλε μου κι έμενα μιά κι έχεις τή μπουκάλα».
«Εντάξει», συμφώνησε ό Γουίλσον «μετά θά σου εξηγήσω». Ήταν όμως δύσκολο, πολύ δύσκολο νά τού εξηγήσει, τουλάχιστον πριν κατεβάσει ένα ποτήρι. Καλά καλά δέν μπορούσε νά τό εξηγήσει οτόν εαυτό του.
«Καλά θά 'κανες νά δώσεις μιά πλήρη εξήγηση», τόν προειδο-ποίησε ό άλλος, κοιτάζοντας τον από πάνω ώς κάτω ένώ έπινε.
Ό Γουίλσον παρακολουθούσε τόν άλλο, πού τόν εξέταζε μέ μπερδεμένα αισθήματα. Δέν μπορούσε ό ηλίθιος ν' αναγνωρίσει ούτε τό ίδιο του τό μούτρο όταν τό έβλεπε; Αν δέν μπορούσε νά δει τήν κατάσταση πώς θά τού τήν εξηγούσε;
Τού 'χε διαφύγει ότι κι ό ίδιος μόλις πού θά αναγνώριζε τό πρόσωπο του καθώς ήταν ταλαιπωρημένο κι αξύριστο. Επειτα ήταν και τό άλλο. Αγνοούσε τό γεγονός ότι κανείς δέν κοιτάζει τό ίδιο του τό πρόσωπο μέ τόν τρόπο πού κοιτάζει τά πρόσωπα τών άλλων. Στό κάτω κάτω, κανείς λογικός άνθρωπος δέν περιμένει νά δει τό πρόσωπο του κολλημένο πάνω σ' ένα άλλο.
Ό Γουίλσον έβλεπε ότι ό άλλος ήταν σαστισμένος μέ τήν εμφάνιση
του άλλα ήταν σαφές ότι δέν τόν αναγνώριζε.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ό άλλος ξαφνικά.
«Εγώ;» απάντησε ό Γουίλσον. «Δέν μέ γνωρίζεις;»
«Δέν είμαι σίγουρος. Σ' έχω ξαναδεί;»
«Ε... όχι ακριβώς». Ό Γουίλσον προσπαθούσε νά κερδίσει καιρό. Πώς νά εξηγήσεις σ' ένα τύπο ότι οι δυό σας είσαστε κάτι παραπάνω άπό δίδυμα; «Παράτα τα, δέν μπορείς νά καταλάβεις».
«Πώς σέ λένε;»
«Πώς μέ λένε; Χμ!...» Τό πράγμα κολούσε. Ή κατάσταση ήταν γιά γέλια. "Ανοιξε τό στόμα του, προσπάθησε νά σχηματίσει τις λέξεις «Μπόμπ Γουίλσον», έπειτα παραιτήθηκε μέ τήν αίσθηση τής απόλυτης ματαιότητας. Οπως κι άλλοι πριν άπ' αυτόν βρέθηκε στην ανάγκη νά καταφύγει στό ψέμμα γιατί ή αλήθεια δέν θά γινόταν πιστευτή.
«...Ας πούμε Τζό».
Ξαφνικά τρόμαξε μέ τά ίδια του τά λόγια. Σ' αυτό ακριβώς τό σημείο συνειδητοποίησε ότι ήταν πράγματι ό Τζό, ό ίδιος πού είχε συναντήσει προηγουμένως. Κατάλαβε ότι είχε βρεθεί στό δωμάτιο του τήν ίδια ακριβώς στιγμή πού είχε σταματήσει να γράφει τήν διατριβή, αλλά δεν είχε τόν καιρό ν' αντιληφθεί ολοκληρωμένα τήν κατάσταση. Τόν βάραινε ή επίγνωση ότι ή σκηνή πού ζούσε δεν ήταν απλά και μόνο μιά παρόμοια σκηνή άλλα ή Ίδια σκηνή πού είχε παιχτεί πριν — μόνο πού τήν έβλεπε από διαφορετική θέση. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε, ότι ήταν ή ίδια σκηνή. Μήπως διέφερε λιγάκι; Δεν ήταν βέβαιος καθώς δέν μπορούσε νά θυμηθεί λέξη προς λέξη τήν συνομιλία όπως είχε γίνει πριν.
15.
Γιά νά 'χει τά πλήρη πρακτικά τής σκηνής, όπως είχε παιχτεί πριν, θά έδινε εικοσιπέντε δολλάρια και τόν αναλογούντα φόρο.
Γιά περίμενε όμως, δέν υπήρχε κανένας καταναγκασμός. Ήταν βέβαιος γι' αυτό. Ό,τι κι άν έλεγε ή έκανε ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης θέλησης. Ακόμη κι άν δέν μπορούσε νά θυμηθεί τόν διάλογο, υπήρχαν μερικά πράγματα πού ήξερε πώς δέν τά είχε πει ό Τζό.
Π.χ. «αρνάκι άσπρο και παχύ...» Μπορούσε ν' αρχίσει ν' άπαγγέλει ένα παιδικό ποιηματάκι και νά σπάσει αυτό τόν διαβολικό κύκλο. Ανοιξε τό στόμα του.
«Εντάξει Τζό, όποιο κι άν είναι τ' όνομα σου», παρατήρησε ό σωσίας του κατεβάζοντας τό ποτήρι του, άδειο τώρα, «κατέβαινε τήν εξήγηση στά γρήγορα».
Άνοιξε ξανά τό στόμα του γιά ν' απαντήσει, τό ξανάκλεισε. Ηρεμία παιδί μου, ηρεμία, συμβούλεψε τόν εαυτό του. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, θέλεις ν' απαγγείλεις ένα παιδικό ποιηματάκι, εμπρός λοιπόν, κάνε το. Μήν τού απαντάς, κάνε αυτό πού θέλεις, σπάσε αυτό τόν φαύλο κύκλο.
'Αλλά ανακάλυψε ότι κάτω άττό τό εχθρικό, υποψιασμένο βλέμμα τού ανθρώπου απέναντι του δέν μπορούσε νά θυμηθεί ούτε ένα στιχάκι άττό τό παιδικό ποίημα. Κάθε δυνατότητα σκέψης είχε εξανεμιστεί. Παραδόθηκε. «Ναι... αυτό τό μαραφέτι πού δρασκέλισα... λοιπόν είναι μιά Διαχρονική Βαλβίδα».
«Πώς τό 'πες;» «Μιά Διαχρονική Βαλβίδα. Ό χρόνος κυλάει παράλληλα... Καθώς μιλούσε ένιωθε κρύο ιδρώτα - ήταν βέβαιος σχεδόν ότι έδινε τήν ίδια εξήγηση, μέ τις ίδιες λέξεις, πού τού είχε προσφερθεί εκείνου. «Μέσα άπ' αυτόν τόν κύκλο μπορείς νά περάσεις στό Μέλλον». Σταμάτησε και σκούπισε τό ιδρωμένο του μέτωπο.
«Προχώρα», είπε ό άλλος αλύγιστος, «σ' ακούω. Σπουδαία ή ιστορία σου».
Ό Μπόμπ αναρωτήθηκε ξαφνικά άν ό άλλος μπορούσε νά είναι ό εαυτός του. Ο ανόητος, ματαιόδοξος δογματισμός στους τρόπους τού άλλου τόν εξαγρίωνε. "Εντάξει, εντάξει, θά τού 'δειχνε αύτουνού. Ξαφνικά όρμησε στην ντουλάπα, έβγαλε έξω τό καπέλο του και τό
πέταξε μέσα άττό τήν Πύλη.
16.
Ό αντικρινός του παρακολούθησε τήν εξαφάνιση τού καπέλου μέ ανέκφραστα μάτια, έπειτα σηκώθηκε, έκανε τό γύρο της Πύλης περπατώντας μέ τά προσεχτικά βήματα τού ανθρώπου πού είναι λίγο πιωμένος άλλα και" αποφασισμένος νά μην τό αφήσει νά φανεί. «Σπουδαίο κόλπο», είπε θαυμαστικά, αφού βεβαιώθηκε ότι τό καπέλο είχε εξαφανιστεί. «Τώρα δώσε μου πίσω τό καπέλο, σέ παρακαλώ».
Ό Γουίλσον κούνησε τό κεφάλι. «Μπορείς νά τό βρεις μόνος σου όταν περάσεις από τήν άλλη», απάντησε αφηρημένα. Αναρωτιόταν πόσα άραγε καπέλα νά βρισκόταν από τήν άλλη πλευρά τής Πύλης.
«Ε;...»
«Ακριβώς... ακριβώς... Ακου». Ό Γουίλσον προσπάθησε νά εξηγήσει όσο μπορούσε πιό πειστικά τι γύρευε άπ' τόν άλλο εαυτό του. Ή μάλλον νά τόν καλοπιάσει. Οι εξηγήσεις δεν έπιαναν έτσι κι άλλοιώς. θά προτιμούσε νά προσπαθήσει νά εξηγήσει τόν «Τανυστικό λογισμό» σ' έναν άγριο τής Αυστραλίας παρόλο πού ούτε ό ίδιος καταλάβαινε αυτόν τόν μυστικοπαθή μαθηματικό κλάδο. Ό άλλος δεν τόν βοηθούσε. Φαινότανε νά ενδιαφέρεται περισσότερο γιά τό τζιν παρά γιά τις ικετευτικές προτροπές τού Γουίλσον.
«Γιατί;» τόν διέκοψε καυστικά.
«Στό Διάβολο», απάντησε ό Γουίλσον, «άν περνούσες μιά κι έξω δέν θά χρειαζόταν οι εξηγήσεις. Αλλά μιά κι είναι έτσι...»
Προσπάθησε νά μεταφέρει συνοπτικά τις προτάσεις τού Δίκτορα. Συνειδητοποίησε ενοχλημένος, ότι οι προτάσεις τού Δίκτορα ήταν πολύ θολές. Προσπάθησε νά τονίσει τά πιό λογικά σημεία και ν' απευθυνθεί στά συναισθήματα τού άλλου. Εδώ αισθανόταν ασφαλής — κανείς δέν ήξερε καλύτερα άπ' τόν ίδιο πόσο μπουχτισμένος ήταν ό προηγούμενος Μπόμπ Γουίλσον μέ τις μικροπρέπειες και τήν μουχλιασμένη ατμόσφαιρα πού συνοδεύει μιά Ακαδημαϊκή καριέρα.
«Δέν θέλεις νά πετάξεις τή ζωή σου στην σκλαβιά δασκαλεύοντας ανόητους σέ κανένα επαρχιακό κολλέγιο;» συμπέρανε. «Σού δόθηκε ή ευκαιρία... άρπα την».
Ο Γουίλσον παρακολουθούσε προσεκτικά τό σύντροφο του και τού φάνηκε πώς διέκρινε μιά ευνοϊκή αντίδραση. Αλλά ό άλλος έβαλε προσεκτικά τό ποτήρι του στό τραπέζι, κοίταξε τήν μποτίλια τού τζιν και τελικά απάντησε.
«Οχι, αγαπητέ μου. Δέν πρόκειται νά σκαρφαλώσω στην ρόδα μαζί σου. Ξέρεις γιατί;»
«Γιατί;»
«Γιατί είμαι μεθυσμένος, νά γιατί. Δέν είσαι καθόλου εδώ. Ούτε κι αυτό είναι εδώ». Εκανε μιά αβέβαιη χειρονομία προς τό μέρος τής Πύλης, έχασε την ισορροπία του, την ξαναβρήκε μέ δυσκολία. «Τίποτα δέν είναι έδώ. Μόνο έγώ κι είμαι τύφλα... Παρα-δούλεψα», μουρμούρισε «πά... πάω στό κρεβάτι».
17.
«Δέν είσαι μεθυσμένος», διαμαρτυρήθηκε γεμάτος ελπίδα ό Γουίλσον. «Νά πάρει ό διάβολος», σκέφτηκε, «όποιος δέν αντέχει στό οινόπνευμα δέν πρέπει νά πίνει».
«Είμαι και παραείμαι. Μιά πάπια, ποια πάπια...»
Τρίκλισε προς τό κρεβάτι. Ό Γουίλσον τόν άρπαξε άπ' τό χέρι. «Δέν μπορείς νά τό κάνεις αυτό».
« Άσε τον ήσυχο»
Ό Γουίλσον στριφογύρισε και είδε έναν τρίτο άνθρωπο νά στέκεται μπροστά στην πόρτα — τόν αναγνώρισε κι ένιωσε ένα σόκ. Ή μνήμη
του δέν ήταν και τόσο ξεκάθαρη σχετικά μέ τήν προηγούμενη ακολουθία τών γεγονότων μιά κι ήταν κάπως πιωμένος — σχεδόν σκνίπα, παραδέχτηκε — τήν πρώτη φορά πού είχε ζήσει αυτό τό ιδιαίτερα κουραστικό και γεμάτο γεγονότα άπόγεμα. Κατάλαβε ότι θά έπρεπε νά είχε προβλέψει τήν άφιξη τού τρίτου άνθρωπου. Αλλά ή μνήμη του δέν τόν είχε προετοιμάσει γιά μιά λεπτομέρεια, τήν αποκάλυψη τής ταυτότητας τού τρίτου άνθρωπου.
Αναγνώρισε τόν εαυτό του — άλλο ένα αντίγραφο. Στάθηκε μαρμαρωμένος γιά ένα λεφτό προσπαθώντας ν' αφομοιώσει τό καινούργιο δεδομένο, νά τό ταιριάσει στην νέα κατάσταση. Τούτο πιά πήγαινε πολύ. Πόσο θά 'θελε νά μπορούσε ν' ανταλλάξει μερικές καλοζυγισμένες κουβέντες μέ τόν Δίκτορα!
«Ποιος είσ' έσύ πάλι;» Άνοιξε τά μάτια του και ανακάλυψε ότι ό άλλος του εαυτός, ό μεθυσμένος, απευθυνόταν στην τελευταία έκδοση. Ό νεοφερμένος αδιαφόρησε γιά τόν ανακριτή του και άγριοκοίταξε τόν Γουίλσον. «Αυτός μέ ξέρει».
Ό Γουίλσον άργησε ν' απαντήσει. Τά πράγματα ξέφευγαν τελείως άπ' τόν έλεγχο του. «Ναι», παραδέχτηκε «σέ ξέρω, υποθέτω. Αλλά τι διάβολο γυρεύεις έδώ; Και γιατί προσπαθείς νά χαλάσεις τό σχέδιο;»
Ό σωσίας του τόν έκοψε. «Δέν έχουμε καιρό γιά μακρόσυρτες εξηγήσεις. Ξέρω περισσότερα από σένα — αυτό είναι σίγουρο — και οι αποφάσεις μου είναι πιό σωστές άπ' τις δικές σου. Δέν πρόκειται νά περάσει τήν Πύλη».
Ό αλαζονικός τρόπος τού άλλου δημιούργησε στον Γουίλσον ανταγωνιστική διάθεση.
«Τίποτα δέν είναι σίγουρο...» άρχισε.
Τόν έκοψε στην μέση τό κουδούνισμα τού τηλεφώνου. «Απάντησε», γαύγισε ό αριθμός τρία.
18.
Ό αριθμός ένα — ό μεθυσμένος — αγρίεψε άλλα σήκωσε τ' ακουστικό.
«Εμπρός». Ταρακούνησε τ' ακουστικό και ξαφνικά βρόντησε κάτω τό τηλέφωνο.
«Ποιος ήταν;» ρώτησε ο Γουίλσον, ενοχλημένος που δέν πρόφτασε ν' απαντήσει ό ίδιος.
«Τίποτα. Κάποιος παλαβός μέ διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ». Τό τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Νάτος πάλι». Σήκωσε τό ακουστικό. «Ακου δώ, άμυαλε πίθηκε. Έχω δουλειά κι αυτό έδώ δέν είναι δημόσιο τηλέφωνο... Δέν καταλαβαίνεις γλύκα μου. Κάποιος μού κάνει κρύα αστεία μέ τό τηλέφωνο και νόμισα πώς ήταν αυτός... Τό ξέρεις ότι... Τ' απόγευμα; Σήμερα τ' απόγευμα είπες; ...Ναι βέβαια... Κοίτα μωρό... Πάντως θά σέ δώ τό βράδυ. Γεια...»
Ο Γουίλσον ένιωθε ναυτία ακούγοντας τόν εαυτό του νά καλοπιάνει αυτό τό θηλυκό. Ή αντίθεση μέ τήν Αρμα — σπουδαίο κομμάτι — ήταν πολύ έντονη. Όλα αυτά μεγάλωναν τήν απόφαση του νά προχωρήσει στην πραγματοποίηση τού σχεδίου παρ' όλες τις προειδοποιήσεις τού τελευταίου αφιχθέντος.
Αφού κρέμασε τό ακουστικό ό προηγούμενος εαυτός του ξαναγύρισε προς αυτόν αγνοώντας τήν παρουσία τού τρίτου.
«Εντάξει, Τζό», ανάγγειλε. «Ετοιμος νά φύγω, αν είσαι κι έσύ».
«Δόξα τώ θεώ», συμφώνησε ό Γουίλσον ανακουφισμένα. «Πήδα άπό μέσα. Αυτό είναι».
«Όχι, ποτέ». Ο Νούμερο Τρία έκλεινε τό δρόμο. Ό Γουίλσον ετοιμάστηκε νά μιλήσει άλλα ό απίθανος σύντροφος του τόν πρόλαβε. «Γιά νά σού πώ. Μπαίνεις έδώ μέσα κι ανακατεύεσαι σάν νά νομίζεις πώς είμαι κανένας αλήτης. "Αν δέν σ' αρέσει άντε πνίξου — θέλεις νά βοηθήσω κι εγώ;»
Αμέσως σχεδόν άρχισαν ν' ανταλλάζουν γροθιές. Ο Γουίλσον πλησίασε μέ προφύλαξη προσπαθώντας νά βρει μιά ευκαιρία νά βγάλει τό Νούμερο Τρία άπ' τή μέση μ' ένα αποφασιστικό χτύπημα.
θά 'πρεπε νά προσέχει καλύτερα τόν μεθυσμένο σύντροφο του. Ξαφνικά άπ' αυτή τή μεριά τού 'ρθε μιά γροθιά πού τόν βύθισε στην αγωνία τού πόνου. Τό πάνω χείλι του πληγωμένο, πρισμένο και
ευαίσθητο άπό τόν προηγούμενο καυγά έστελνε κύματα αγωνίας παντού. Δείλιασε κι οπισθοχώρησε.
Μέσα στην αγωνία του ένας ήχος κατάφερε νά περάσει ώς αυτόν, ένας υπόκωφος γδούπος.
Ανάγκασε τά μάτια του νά δουλέψουν και πρόλαβε νά δει δυό αντρικά πόδια νά εξαφανίζονται μέσ' άπό τήν πόρτα.
Τό Νούμερο Τρία στεκόταν ακόμα δίπλα της.
19.
«Τώρα τά κατάφερες», είπε πικρά στον Γουίλσον ενώ μάσαγε τά δάχτυλα τού αριστερού του χεριού.
Ή καταφανώς άδικη κατηγορία βρήκε τόν Γουίλσον σέ άσχημη ώρα. Ένιωθε ακόμα σαν νά είχε γίνει πειραματόζωο σαδιστικών ερευνών. «Εγώ;» είπε θυμωμένα. «Έσύ τόν ξαπόστειλες. Εγώ ούτε πού τόν άγγιξα».
«Ναι, άλλα έσύ φταις. Αν δεν είχες ανακατευτεί δεν θά γινότανε».
«Εγώ ανακατεύτηκα; Έσύ, υποκριτή μέ τήν αθώα φάτσα, έσύ ανακατεύτηκες και τά 'κανες μούσκεμα. Και τώρα πού τό θυμήθηκα... Μού χρωστάς κάποιες εξηγήσεις και θά τις δώσεις οπωσδήποτε. Γιατί...»
Αλλά ό αντικρινός του τόν έκοψε. «Δεν βαριέσαι», είπε μελαγχολικά. «Τώρα πιά είναι αργά. Αυτός πέρασε άπ' τήν άλλη. Πολύ αργά γιά νά σταματήσουμε αυτή τήν αλυσίδα από γεγονότα».
«Και γιατί θά 'πρεπε νά τό κάνουμε;»
«Γιατί», είπε πικρά ό Νούμερο Τρία, «ό Δίκτωρ μέ... σέ... μάς έπιασε κορόιδα. Κοίτα, σού 'πε πώς θά σέ κάνει σπουδαίο πρόσωπο στην εκεί μεριά — έδειξε τήν πόρτα — αυτό δεν σού 'πε;»
«Ναι», ομολόγησε ό Γουίλσον.
«Λοιπόν αυτά είναι φούμαρα. Εκείνο πού θέλει είναι νά δη-μιουργήσει τέτοια άνακατοσούρα μεταξύ μας ώστε νά μήν κατα-φέρουμε νά ξεμπερδευτούμε στον αιώνα τόν άπαντα».
Κάποια αμφιβολία άρχισε νά τρώει τόν Γουίλσον.
θά μπορούσε νά 'ναι αλήθεια. Στο κάτω κάτω γιατί νά χρειάζεται τήν βοήθεια του ό Δίκτωρ, τόσο πολύ μάλιστα πού νά 'ναι πρόθυμος νά μοιραστεί μαζί του μισό — εκείνο τό λουκούμι. «Πώς τό ξέρεις;» ρώτησε.
«Τϊ νά τά λέμε τώρα;» είπε κουρασμένα ό άλλος. «Γιατί δέν μ' εμπιστεύεσαι;»
«Και γιατί νά σ' εμπιστευτώ;»
Ό σύντροφος του τού 'ριξε μιά ματιά τέλειας απελπισίας.
«Αν δέν εμπιστευτείς έμενα, τότε ποιόν άλλον;»
Ή απόλυτη και αναπόφευκτη λογική αυτής τής ερώτησης προξένησε μόνο μιά αντίδραση στον Γουίλσον. Ενόχληση.
Αυτός ό άνακατοσούρας δεύτερος εαυτός του τόν ενοχλούσε έτσι κι άλλοιώς, ή απαίτηση του γιά τυφλή υποταγή τόν εξαγρίωνε. «Είμαι άπ' τό Μισσούρι εγώ», είπε. «θά κρίνω μόνος μου».
Ξεκίνησε γιά τήν Πύλη.
«Πού πάς;»
«Απ' τήν άλλη. θά ψάξω νά βρώ τόν Δίκτορα και θά εξηγηθώ μαζί του».
20.
«Μήν τό κάνεις αυτό», είττε ό άλλος. «Ίσως και τώρα ακόμη μπορούμε νά σπάσουμε τήν αλυσίδα. Μά ό Γουίλσον είχε πεισματώσει και τό 'δειχνε. Ό άλλος αναστέναξε. «Ωραία, προχώρα, Εσύ θά τό πληρώσεις. Εγώ νίπτω τάς χείρας μου».
Την στιγμή πού ετοιμαζόταν νά περάσει την Πύλη ό Γουίλσον κοντοστάθηκε. «Εγώ θά τό πληρώσω έ; Χμ — πώς γίνεται νά τό
πληρώσω εγώ χωρίς νά τό πληρώσεις κι εσύ μαζί;»
Τό πρόσωπο τοό άλλου έμεινε ανέκφραστο, έπειτα ξαφνικά γέμισε ανησυχία. Κι αυτό ήταν τό τελευταίο πού είδε ό Γουίλσον καθώς δρασκέλιζε τήν Πύλη.
Ό Γουίλσον βρέθηκε άπ' τήν άλλη μεριά στην αίθουσα τής Πύλης πού ήταν άδεια. Έψαξε γιά τό καπέλο του άλλα δέν τό βρήκε, μετά πέρασε άπ' τό πίσω μέρος τής υπερυψωμένης εξέδρας ψάχοντας γιά τήν έξοδο πού θυμόταν.
Έπεσε πάνω στον Δίκτορα.
«Α, εδώ είσαι», τόν χαιρέτησε ό Δίκτορας, «ωραία, ωραία! Υπάρχει ακόμα μιά μικρολεπτομέρεια νά φροντίσουμε κι έπειτα τελειώσαμε. Είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, Μπόμπ, πολύ ευχαριστημένος».
«Ά... ώστε είσαι ευχαριστημένος!» αντιγύρισε ό Μπόμπ ύπουλα. «Κρίμα πού δέν μπορώ κι έγώ νά πώ τό ίδιο. Εγώ δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος, όμως. Τι σκοπό είχε και μ' έμπλεξες σ' αυτό τό... σ' αυτό τό γαϊτανάκι; Τι σημαίνουν όλες αυτές οι ανοησίες; Γιατί δέν μέ ειδοποίησες;»
«Ήσυχα, ήσυχα», είπε ό ηλικιωμένος άνδρας, «μήν έξάπτεσαι. Πές τήν αλήθεια. Αν σού 'λεγα ότι εκεί πίσω θά βρισκόσουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν εαυτό σου θά μέ πίστευες; Έλα τώρα... λέγε».
Ό Γουίλσον ομολόγησε πώς δέν θά τόν είχε πιστέψει. «Έ, λοιπόν», συνέχισε ό Δίκτορας, «αν σού τό 'λεγα δέν θά τό πίστευες, θά τό νόμιζες ψέμμα. Δέν είναι καλύτερα ν' αγνοείς τήν αλήθεια παρά νά τήν νομίζεις ψέμμα;»
«Υποθέτω, άλλα...»
«Περίμενε. Δέν σέ παραπλάνησα επίτηδες. Δέν σέ παραπλάνησα καθόλου μάλιστα. Αν σού έλεγα τήν αλήθεια τότε θά σέ είχα παραπλανήσει γιατί θά τήν έπαιρνες γιά ψέμμα. Τό καλύτερο ήταν νά τήν διαπιστώσεις μέ τά μάτια σου. Στην αντίθετη περίπτωση...»
«Γιά σταμάτα, γιά σταμάτα», τόν διέκοψε ό Γουίλσον. «Μέ μπέρδεψες τελείως. Είμαι πρόθυμος νά ξεχάσω τά περασμένα άν μού εξηγηθείς καθαρά. Γιατί μ' έστειλες πίσω;»
21.
«Νά ξεχάσεις τά περασμένα...» επανέλαβε ό Δίκτωρ. «Μακάρι νά μπορούσαμε όλοι μας άλλα δεν γίνεται. Γι' αυτό ακριβώς σ' έστειλα πίσω, γιά νά μπορέσεις νά περάσεις τήν πρώτη φορά».
«Ε, Μιά στιγμή περίμενε... αφού είχα ήδη περάσει μέσα άπ' τήν Πύλη».
Ό Δίκτωρ κούνησε τό κεφάλι του. «Είχες ήδη περάσει; Έτσι λες; Γιά καλοσκέψου το. Όταν γύρισες στον δικό σου τόπο και χρόνο βρήκες εκεί τόν παλιό σου εαυτό, έτσι δέν είναι;...»
«Μμμ!... ναι».
«Εκείνος... ό προηγούμενος δεν είχε περάσει τήν Πύλη, έτσι δέν είναι;»
«Όχι. Εγώ...»
«Τότε πώς μπορούσες νά έχεις περάσει τήν Πύλη, έκτος άν έπειθες εκείνον νά περάσει;»
Τό κεφάλι τού Γουίλσον πήγαινε νά σπάσει. Αρχισε ν' αναρωτιέται ποιος έκανε τι, σέ ποιόν και ποιος έβγαινε κερδισμένος άπ' όλα αυτά.
«Αλλά αυτό είναι αδύνατο. «Ισχυρίζεσαι ότι έκανα κάτι γιατί επρόκειτο νά τό κάνω».
«Έτσι δέν έγινε; Ήσουν εκεί».
«Όχι δέν... όχι... καλά λοιπόν μπορεί νά 'γινε έτσι άλλα δέν έμοιαζε έτσι».
«Και πώς ήξερες μέ τι θά έπρεπε νά μοιάζει; Ήταν μιά ολότελα καινούρια εμπειρία».
«Αλλά... άλλα...» Ό Γουίλσον πήρε βαθιά αναπνοή και προσ-πάθησε ν' αύτοκυριαρχηθεί. «Μά αυτό ανατρέπει όλες τις θεωρίες
περί αιτίας και αποτελέσματος, θά 'πρεπε νά πιστέψω ότι ή ακολουθία τών αιτίων είναι κυκλική. Πέρασα άπό μέσα επειδή γύρισα πίσω αφού πέρασα άπό μέσα γιά νά πείσω τόν εαυτό μου νά περάσει άπό μέσα. Είναι ανόητο».
«Αυτό ακριβώς δέν συνέβη;»
Ό Γουίλσον δέν είχε έτοιμη απάντηση σ' αυτό. Ό Δίκτωρ συνέχισε.
«Μήν ανησυχείς. Ή αρχή τής αίτιότητος όπως τήν ξέρεις έσύ ισχύει απόλυτα στην περιοχή της άλλα είναι μόνο μιά ειδική περίπτωση ενός ευρύτερου φαινομένου. Ή αιτία σ' ένα σύστημα δέν είναι απαραίτητο νά περιορίζεται και δέν περιορίζεται άπό τήν αίσθηση διαρκείας τού υποκειμένου».
Ό Γουίλσον τό σκέφτηκε γιά λίγο. Ακουγόταν ωραία άλλα σάν κάτι νά μήν πήγαινε καλά. «Γιά στάσου μιά στιγμή», είπε, «τι γίνεται μέ τήν εντροπία; Δέν μπορείς ν' αγνοήσεις τήν εντροπία».
«Γιά τ' όνομα τού θεού», διαμαρτυρήθηκε ό Δίκτωρ «δέν θά σταματήσεις ποτέ; Μού θυμίζεις τους Μαθηματικούς πού άποδείξανε ότι τ' αεροπλάνα ήταν αδύνατο νά πετάξουν». Γύρισε και ξεκίνησε γιά τήν έξοδο. «Ελα. Πρέπει νά δράσουμε».
22.
Ό Γουΐλσον τόν ακολούθησε βιαστικά. «Νά πάρ' ό διάβολος δεν μπορείς νά μού φέρεσαι έτσι έμενα. Τι έγιναν οι άλλοι δύο;»
«Τά άλλα δύο εγώ. Πού είναι; Πώς θά τά καταφέρω νά ξεμπλέξω;»
«Δέν είσαι πουθενά μπλεγμένος. Δέν αισθάνεσαι σάν νά είσαι δυό ή περισσότερα πρόσωπα συγχρόνως ή όχι;»
«Όχι άλλα...»
«Τότε πάψε ν' ανησυχείς».
«Αλλά δέν μπορώ νά μην ανησυχώ. Εκείνος πού ήρθε πριν άπό μένα... τι τού συνέβη;»
«Δέν θυμάσαι; Καλά άς είναι...» Ό Δίκτωρ προχώρησε βιαστικά, διέσχισε ένα διάδρομο και άνοιξε μιά πόρτα.
«Κοίτα μέσα», διέταξε.
Ένας άλλος εαυτός του βρισκόταν ξαπλωμένος στό πάτωμα και ροχάλιζε ρυθμικά.
«Όταν πέρασες μέσ' άπ' τήν Πύλη γιά πρώτη φορά», εξήγησε ό Δίκτωρ, πού στεκόταν δίπλα του, «σ' έφερα εδώ, φρόντισα τις πληγές σου και σού 'δωσα κάτι νά πιεις. Μέσα στό πιοτό έριξα ένα καταπραϋντικό πού σ' έκανε νά κοιμηθείς τριάντα έξι περίπου ώρες. Τό ύπνο αυτό τόν χρειαζόσουνα. Όταν ξυπνήσεις θά σού δώσω πρωινό και θά σού εξηγήσω τι πρέπει νά κάνεις».
Τό κεφάλι του Γουίλσον ξανάρχισε νά πονάει. «Μήν τό κάνεις αυτό», παρακάλεσε. «Μήν μιλάς γι' αυτόν τόν τύπο σάν νά πρόκειται γιά μένα. Εγώ είμαι εδώ μπροστά σου».
«Όπως θέλεις», είπε ό Δίκτωρ. «Μιά φορά αυτός ό άνθρωπος ήσουν εσύ. θυμάσαι όλα όσα πρόκειται νά τού συμβούν δέν είναι έτσι;»
«Ναι, άλλα όλα αυτά μού ανακατεύουν τό στομάχι. Κλείσε τήν πόρτα σέ παρακαλώ».
« Εντάξει», είπε ό Δίκτωρ και τού 'κανε τό χατήρι. «Όπως κι άν έχει τό πράγμα, μιά φορά πρέπει νά βιαστούμε. Όταν δημιουργηθεί μιά τέτοια ακολουθία γεγονότων δέν υπάρχει καιρός γιά χάσιμο. Ελα». Τόν οδήγησε πίσω στην αίθουσα τής Πύλης.
«Θέλω νά ξαναγυρίσεις στον εικοστό αιώνα και νά φέρεις μερικά πράγματα πού θά βοηθούσαν τήν ανάπτυξη — ναί, αυτή είναι ή σωστή έκφραση — γιά τήν ανάπτυξη τής χώρας.
«Τι είδους πράγματα;»
«Δέν είναι και λίγα. Σού ετοίμασα ένα κατάλογο — μερικά βιβλία, μερικά είδη τού εμπορίου... Μέ συγχωρείς πρέπει νά ρυθμίσω τά όργανα ελέγχου τής Πύλης. Ανέβηκε στην πίσω μεριά τής εξέδρας. Ό Γουίλσον τόν ακολούθησε ια ανακάλυψε ότι ή εξέδρα έμοιαζε μέ τηλεφωνικό θάλαμο ανοιχτό στην κορυφή, μέ πάτωμα ττιό ψηλά άττ' τήν υπόλοιπη αίθουσα. Μπορούσες νά δεις τήν Πύλη αν κοίταζες πάνω άπ' τους διπλανούς τοίχους.
23.
Τά όργανα έλεγχου δεν έμοιαζαν σέ τίποτα μέ τά συνηθισμένα.
Τέσσερεις χρωματιστές σφαίρες σαν παιδικοί βώλοι στό μέγεθος, ήταν περασμένες σέ τέσσερα κρυστάλλινα ραβδάκια πού σχημάτιζαν τους κύριους άξονες ενός τετραέδρου. Οι τρεις σφαίρες στή βάση ήταν μιά πράσινη, μιά κόκκινη, μιά μπλε, ή τέταρτη στην κορυφή ήταν λευκή.
«Οι τρεις καθορίζουν τις συντεταγμένες στό χώρο, ή άλλη στον χρόνο», εξήγησε ό Δίκτωρ, «είναι πολύ απλό. Αν τό σημείο αναφοράς είναι τό εδώ και τό τώρα τότε ή απόσταση κάθε σφαίρας από τό κέντρο τού τετραέδρου καθορίζει τήν απόσταση τής Πύλης από τό εδώ και τώρα. Μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, πάνω-κάτω, παρελθόν-μέλλον, όλα ελέγχονται μέ τήν μετακίνηση τής αντίστοιχης σφαίρας προς τό κέντρο ή τήν κορυφή κατά μήκος τού ραβδιού της.
Ό Γουίλσον μελετούσε τό σύστημα. «Ναι», είπε, «άλλα πώς ξέρεις πού βρίσκεται ή άλλη άκρη τής Πύλης ή πότε; Δεν βλέπω καμιά αρίθμηση στά ραβδάκια».
«Δέν χρειάζεται. Μπορείς νά δεις άπ' ευθείας πού βρίσκεται, κοίτα».
Πίεσε ένα σημείο κάτω άπ' τό όργανο έλεγχου στον τοίχο προς τήν μεριά τής Πύλης. Ένα κομμάτι τού τοίχου γλίστρησε πλάγια και στό κενό πού σχηματίστηκε ό Γουίλσον είδε ένα μικρό ομοίωμα τής Πύλης. Ό Δίκτωρ ρύθμισε κάτι ακόμα και ό Γουίλσον ανακάλυψε πώς μπορούσε νά δει μέσα άπ' τό ομοίωμα.
Εβλεπε τό ίδιο του τό δωμάτιο σαν νά κοίταζε άπ' τήν ανάποδη μεριά ενός τηλεσκοπίου. Μπορούσε νά διακρίνει δύο σιλουέτες άλλα ή εικόνα ήταν τόσο μικρή πού δέν μπορούσε νά δει καθαρά ή νά διακρίνει ποια άπ' τά αντίγραφα του βρίσκονταν εκεί — αν ήταν πράγματι αυτός. Τού ερχόταν ναυτία.
«Κλειστό», παρακάλεσε.
Ό Δίκτωρ τό έκλεισε και είπε. «Δέν πρέπει νά ξεχάσω νά σού δώσω τόν κατάλογο». Εψαξε στό μανίκι του κι έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί. «Εδώ είναι — πάρτο».
Μηχανικά ό Γουίλσον τό πήρε και τό 'βαλε στην τσέπη του. «Κοίτα δώ», είπε, «όπου κι άν πάω σκουντουφλώ πάνω στον ίδιο μου τόν εαυτό. Δέν είναι καθόλου ευχάριστο. Αισθάνομαι σάν νά είμαι ένα ολόκληρο κοπάδι ινδικά χοιρίδια. Δέν καταλαβαίνω ούτε τά μισά άπ' όσα μού λές κσί τώρα μέ στέλνεις άρον-άρον να περάσω τήν Πύλη μέ χίλιες δυό μασημένες κουβέντες. Εξήγησε μου καθαρά γιατί».
24.
Τό πρόσωπο του Δίκτορα έδειξε γιά πρώτη φορά θυμό. «Είσαι ένας βλάκας μέ άδειο κεφάλι. Σου εξήγησα ό,τι μπορούσες νά καταλάβεις. Τούτη ή χρονική περίοδος είναι έξω άπ' τις δυνατότητες σου. θά σού χρειαζότανε μιά βδομάδα για ν' αρχίσεις μονάχα νά καταλαβαίνεις. Σού πρόσφερα τόν μισό άπό τούτο τον κόσμο γιά λίγες ώρες συνεργασίας κι έσύ κάθεσαι και συζητάς. Άσε τις κουβέντες γι' αργότερα, σού λέω — πού πρέπει νά σέ στείλω ακριβώς;» Απλωσε τό χέρι του στά όργανα έλεγχου.
«Φύγε μακρυά άπό κει», γαύγισε ό Γουίλσον. Μιά ιδέα άρχισε νά ξεκαθαρίζει στό μυαλό του. «Ποιος ακριβώς είσαι;»
«Εγώ; Μά είμαι ό Δίκτωρ».
«Δέν εννοώ αυτό καί τό ξέρεις πολύ καλά. Πού έμαθες εγγλέζικα; »
« Ό Δίκτωρ δέν απάντησε. Τό πρόσωπο του ήταν ανέκφραστο.
«Ελα λέγε», επέμεινε ό Γουίλσον. «Δέν τό 'μαθες έδώ, αυτό είναι φώς φανάρι. Ήρθες άπ' τόν εικοστό αιώνα, έτσι δέν είναι;»
Ό Δίκτωρ χαμογέλασε ξυνά. « Αναρωτιόμουν πόσος καιρός θά σού χρειαζόταν γιά νά τό καταλάβεις».
«Μπορεί νά μήν ανακάλυψα τήν πυρίτιδα άλλα δέν είμαι τόσο βλάκας όσο θαρρείς. Εμπρός. Λέγε καί τά υπόλοιπα».
Ό Δίκτωρ κούνησε τό κεφάλι του. «Αυτά είναι άσχετα, άλλωστε χάνουμε τήν ώρα μας».
Ό Γουίλσον γέλασε. «Έχεις χρησιμοποιήσει ώς τώρα μέ τό παραπάνω αυτή τήν δικαιολογία γιά νά μέ κάνεις νά βιαστώ. Πώς μπορούμε νά χάσουμε τήν ώρα μας αφού έχουμε αυτό; Μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε οποιοδήποτε κομμάτι τού χρόνου όποτε θέλουμε εκτός άν μού είπες ψέμματα. "Οχι, νομίζω ότι καταλαβαίνω τώρα γιατί βιάζεσαι νά μέ ξαποστείλεις. Ή προσπαθείς νά μέ διώξεις άπό δώ γιά καλά ή ή δουλειά πού θέλεις νά σού κάνω είναι διαβολεμένα επικίνδυνη. Καί ξέρω πώς νά εξασφαλιστώ — θά 'ρθείς μαζί μου».
«Δέν ξέρεις τι λές». Απάντησε ό Δίκτωρ αργά. «Είναι τελείως αδύνατο. Πρέπει νά μείνω έδώ γιά νά ρυθμίζω τά όργανα έλεγχου».
«Αυτό ακριβώς είναι πού δέν γίνεται, θά μπορούσες νά μέ στείλεις άπό τήν Πύλη καί μετά νά μέ κλείσεις έξω. Προτιμώ νά είμαι σέ θέση νά τό παρακολουθώ».
«Αποκλείεται», απάντησε ό Δίκτωρ, «είσαι υποχρεωμένος νά μέ εμπιστευθείς». Έσκυψε ξανά πάνω άπό τό όργανα.
«Μακριά», φώναξε ό Γουίλσον. «Βγές γρήγορα άπό κεί πριν σού κοπανήσω καμιά». Υποχωρώντας μπροστά στήν γροθιά πού τόν φοβέριζε, ό Δΐκτωρ βγήκε τελείως άπα τόν θάλαμο ελέγχου. «Εντάξει», πρόσθεσε ό Μπόμπ όταν πάτησαν κι οι δυό στό πάτωμα τής Αίθουσας, «τώρα είμαστε καλύτερα».
25.
Τό σχέδιο πού σχηματιζόταν αργά στό μυαλό του είχε τώρα ολοκληρωθεί. Ήξερε ότι τά όργανα ήταν ήδη ρυθμισμένα ώστε ή Πύλη νά βγάζει στό δωμάτιο πού ζούσε. Απ' ό,τι είχε δει στην οθόνη ελέγχου, ό δείκτης τού χρόνου ήταν τοποθετημένος πίσω στην μέρα πού είχε ξεκινήσει, τό 1942. «Μήν κουνηθείς», διέταξε τόν Δίκτορα, «θέλω νά δώ κάτι».
Κατευθύνθηκε προς τήν Πύλη σαν νά ήθελε νά τήν εξετάσει, άλλα όταν έφτασε μπροστά της δεν στάθηκε — μ' ένα βήμα πέρασε από μέσα.
Τούτη τήν φορά ήταν καλύτερα προετοιμασμένος γιά τό τι θά συναντούσε άπ' ό,τι κατά τις δυό προηγούμενες φορές. "Προη-γούμενες* σύμφωνα μέ τήν σειρά καταγραφής τών γεγονότων στή μνήμη του. Παρ' όλα αυτά ή συνάντηση μέ τόν εαυτό μας δέν είναι ποτέ καλή γιά τά νεύρα.
Γιατί πάλι τά είχε κάνει μούσκεμα. Βρέθηκε βέβαια στό δωμάτιο του άλλα κι οι άλλοι δυό Μπόμπ Γουίλσον βρίσκονταν ήδη εκεί.
Ήταν απασχολημένοι ό ένας μέ τόν άλλον κι έτσι είχε μερικά δευτερόλεπτα γιά νά τους ξεχωρίσει. Ό ένας είχε ένα χαριτωμένα μαυρισμένο μάτι κι άγρια χτυπημένο στόμα. Επίσης χρειαζόταν ένα καλό ξύρισμα. Όλα αυτά ήταν σίγουρα σημάδια πώς είχε διαβεί τήν Πύλη τουλάχιστον μιά φορά. Ό άλλος δέν είχε σημάδια από γροθιές άν και χρειαζόταν κι αυτός ξύρισμα.
Τώρα πού τους ξεχώρισε ήξερε ακριβώς πού και πότε βρισκόταν. Όλα μπερδεύονταν ακόμα σ' ένα καταραμένο κουβάρι άλλα μετά τις προηγούμενες — όχι, όχι προηγούμενες, διόρθωσε — άλλες εμπειρίες ήξερε καλύτερα τί τόν περίμενε. Βρισκόταν πάλι πίσω στην αρχή - αυτή τή φορά θά τά σταματούσε όλα μιά και καλή.
Οι άλλοι δυό είχαν στήσει γερό καυγά. Ό ένας ταλαντευόταν μεθυσμένα προς τό κρεβάτι. Ό άλλος τόν άρπαξε από τό μπράτσο.
—«Δέν μπορείς νά τό κάνεις αυτό».
«Ασε τον ήσυχο», γαύγισε ό Γουίλσον.
Οι άλλοι δυό γύρισαν απότομα και στάθηκαν νά τόν κοιτάζουν. Ό Γουίλσον παρακολουθούσε τόν πιό νηφάλιο κι είδε τήν έκφραση του ν' αλλάζει ξαφνικά καθώς τόν αναγνώριζε. Ό άλλος, ό προηγούμενος Γουίλσον, έδειχνε σάν νά μή μπορούσε ούτε κάν νά παραδεχτεί τήν ύπαρξη του. «Δύσκολη δουλειά», σκέφτηκε ό Γουίλσον. «Ό τύπος τό 'χει κοπανίσει». Άναρωτήθηκε πώς μπορούσε κανείς νά είναι τόσο βλάκας ώστε νά πίνει μέ άδειο στομάχι. Δεν ήταν μόνο ανόητο, ήταν και άδικη σπατάλη καλού πιοτού.
26
Αναρωτήθηκε άν είχε μείνει κάτι γΓ αυτόν.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ό πιωμένος σωσίας του.
Ό Γουίλσον γύρισε στον Τζό. «Αυτός μέ ξέρει», είπε μέ σημασία.
Ό Τζό τόν μελετούσε. «Ναι», παραδέχτηκε, «σέ ξέρω, υποθέτω. Αλλά τί διάβολο γυρεύεις εδώ; Και γιατί προσπαθείς νά χαλάσεις το σχέδιο;»
Ό Γουίλσον τόν διέκοψε. «Δεν έχουμε καιρό γιά μακρόσυρτες εξηγήσεις. Ξέρω περισσότερα από σένα — αυτό είναι σίγουρο — και οί αποφάσεις μου είναι πιό σωστές άπ' τις δικές σου. Δέν πρόκειται νά περάσει άπό τήν Πύλη».
«Τίποτα δέν είναι σίγουρο».
Τό κουδούνισμα τού τηλεφώνου σταμάτησε τή συζήτηση. Ο Γουίλσον δέχτηκε μέ ανακούφιση τήν διακοπή γιατί καταλάβαινε πώς δέν είχε ξεκινήσει σωστά. Ήταν άραγε κι ό ίδιος τόσο βλάκας όσο έδειχνε τούτος ό αργόστροφος τύπος; Μήπως τέτοιος έδειχνε κι αυτός στους άλλους; Αλλά δέν ήταν τώρα καιρός γιά αμφιβολίες κι αύτοαναλύσεις. «Απάντησε», διέταξε τόν Μπόμπ Γουίλσον — τόν μεθυσμένο.
Αυτός έδειξε διάθεση γιά καυγά άλλα έτρεξε μόλις κατάλαβε ότι ό Μπόμπ (Τζό) Γουίλσον ετοιμαζότανε νά τόν προλάβει.
«Εμπρός... Ναι... Ποιος είναι; Εμπρός... εμπρός!»
«Ποιος ήταν;» ρώτησε ό Τζό.
«Τίποτα. Κάποιος παλαβός μέ διεστραμμένη αίσθηση τού χιούμορ». Τό τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Νάτος πάλι» ό μεθυσμένος άρπαξε τό τηλέφωνο πριν προλάβει κάποιος άπό τους άλλους. «Άκου δώ, άμυαλε πίθηκε. Έχω δουλειά κι αυτό εδώ δέν είναι δημόσιο τηλέφωνο... Έ, Εσύ είσαι, Γενεβιέβη...» Ό Γουίλσον δέν πρόσεχε τήν συνομιλία, τήν είχε ακούσει τόσες φορές πρίν και είχε άλλα πράγματα νά σκεφτεί. Καταλάβαινε ότι θά ήταν δύσκολο νά λογικέψει τόν προηγούμενο εαυτό του πού ήταν πιωμένος· θά έπρεπε νά ριχτεί στό Τζό μέ εντυπωσιακά επιχειρήματα άλλοιώς οί άλλοι δύο θά συμφωνούσαν εναντίον του.
«...Έ βέβαια», τό τηλεφώνημα βρισκόταν στό τέλος του. «θά σέ δώ τό βράδυ, γεια σου...»
Τώρα είναι ευκαιρία, συλλογίστηκε ό Γουίλσον, πρίν προφτάσει ν' ανοίξει τό στόμα του αυτό τό φλύαρο βλακόμετρο. Αλλά τί έπρεπε νά πει; Τί θά έπειθε τους άλλους;
Η μεθυσμένη έκδοση μίλησε πρώτη. «Εντάξει Τζό», είπε «είμαι έτοιμος νά φύγω άν είσαι κι έσύ».
27.
«Δόξα τώ Θεώ», είπε ό Τζό. «Πήδα άπό μέσα. Αυτό .είναι όλο». Ή κατάσταση τού ξέφυγε, τά πράγματα έπαιρναν άλλοιώτικο δρόμο. «Όχι ποτέ», ούρλιαξε πηδώντας μπροστά στην Πύλη. Επρεπε νά τους κάνει νά καταλάβουν και γρήγορα μάλιστα.
Αλλά είχε χάσει τήν ευκαιρία. Ό μεθυσμένος τού πέταξε κάτι θυμωμένες κουβέντες, τίναξε τήν γροθιά του. Τά νεύρα τού Γουίλσον έσπασαν. Μέ άγρια χαρά ένιωσε ότι άπ' ώρα σ' ώρα ήθελε νά δείρει κάποιον. Στό κάτω κάτω ποιοι ήταν αυτοί οί δύο πού γύρευαν νά ανακατευθούν στό δικό του μέλλον;
Ο μεθυσμένος ήταν αδέξιος. Ό Γουίλσον έσκυψε κάτω άπό τό τεντωμένο του χέρι και τόν χτύπησε μέ δύναμη στό πρόσωπο. Ήταν γερή γροθιά, ικανή νά κάνει ένα νηφάλιο άνθρωπο νά παραιτηθεί, άλλα ό αντίπαλος του κούνησε τό κεφάλι του κι όρμησε ξανά. Ό «Τζό» πλησίαζε. Ό Γουίλσον αποφάσισε ότι θά 'πρεπε νά βγάλει άπό τή μέση τόν αρχικό του αντίπαλο και έπειτα νά ασχοληθεί μέ τόν Τζό, πού φαινόταν ό πιό επικίνδυνος άπό τους δύο.
Κάποια παρεξήγηση ανάμεσα στους συμμάχους τού έδωσε τήν ευκαιρία πού ζητούσε. Εκανε ένα βήμα πίσω, σημάδεψε μέ προσοχή και τού κατέβασε τήν πιό γερή αριστερή γροθιά πού είχε δώσει στή ζωή του. Έφτασε στό στόχο της και τόν τίναξε μακριά.
Καθώς έφευγε ή γροθιά ό Γουίλσον συνειδητοποίησε τήν κα-τεύθυνση της, σχετικά μέ τήν Πύλη· κατάλαβε μέ πίκρα πώς είχε ξαναπαίξει τή σκηνή και τήν είχε φέρει στό αναπόφευκτο τέρμα της.
Ήταν μόνος μέ τό Τζό, ό σύντροφος τους είχε εξαφανιστεί μέσα άπό τήν Πύλη.
Ή πρώτη του παρόρμηση ήταν τό παράλογο μά τελείως ανθρώπινο αίσθημα. Κοίτα — τί — μ' έβαλες — νά κάνω — τώρα. «Τώρα τά κατάφερες», είπε θυμωμένα.
«Εγώ;» διαμαρτυρήθηκε ό Τζό «εσύ, τόν ξαπόστειλες. Εγώ ούτε πού τόν άγγιξα».
«Ναι», παραδέχτηκε ό Γουίλσον, «άλλα έσύ φταις. Αν δεν είχες ανακατευτεί, δεν θά γινότανε».
«Εγώ ανακατεύτηκα; Εσύ, υποκριτή μέτήν αθώα φάτσα, έσύ ανακατεύτηκες και τό 'κανες μούσκεμα. Και τώρα πού τό θυμήθηκα. Μού χρωστάς κάποιες εξηγήσεις και θά τις δώσεις οπωσδήποτε. Γιατί...».
«Σταμάτα». Ό Γουίλσον προσπαθούσε ν' αλλάξει κουβέντα. Δέν τού άρεσε νά κάνει λάθη και ακόμα λιγότερο νά τά παραδέχεται. Τώρα καταλάβαινε πώς άπ' τήν αρχή δεν υπήρχε ελπίδα. Αισθανόταν νά βαραίνει πάνω του ή ματαιότητα κάθε πράξης. «Τώρα ττιά είναι αργά. Αυτός πέρασε άπό τήν άλλη».
«Πολύ αργά γιά τι «πράγμα;»
«Γιά νά σταματήσουμε αύτη τήν αλυσίδα άπό γεγονότα». Τώρα καταλάβαινε πώς πάντα ήταν αργά άσχετα μέ τό πού ή πόσες φορές θά ξαναγύριζε και θά προσπαθούσε νά σταματήσει τά γεγονότα. Θυμόταν ότι είχε περάσει άπό τήν άλλη μεριά τήν πρώτη φορά. Τά γεγονότα θά ακολουθούσαν τό δρόμο τους ώς τό τέλος.
«Και γιατί θά έπρεπε νά τό κάνουμε;»
Οι εξηγήσεις ήταν ανώφελες άλλα αισθανόταν τήν ανάγκη νά αύτοδικαιωθεί. «Γιατί ό Δίκτωρ μέ... σέ... μάς έπιασε κορόιδα. Κοίτα, σού είπε πώς θά σέ κάνει σπουδαίο πρόσωπο στην εκεί μεριά, έτσι δέν είναι;»
«Ναι».
«Λοιπόν αυτά είναι φούμαρα. Αυτό πού θέλει είναι νά δημιουργήσει τέτοια άνακατοσούρα μεταξύ μας ώστε νά μήν καταφέρουμε νά ξεμπερδευτούμε στον αιώνα τόν άπαντα».
Ό Τζό τόν κοίταξε μέ ξαφνικό ενδιαφέρον.
«Πώς τό ξέρεις;»
Μιά κι ήταν μόνο μιά ασχημάτιστη ιδέα, αισθανόταν τήν ανάγκη νά βρει μιά λογική εξήγηση. «Γιατί νά τά λέμε τώρα;» προσπάθησε νά ξεφύγει. «Γιατί δέν μ' εμπιστεύεσαι;»
«Και γιατί νά σ' εμπιστευτώ;»
«Γιατί; Μά δέν μπορείς νά τό δεις μόνος σου, βλάκα; Είμαι έσύ, πιό ώριμος και πεπειραμένος — είσαι υποχρεωμένος νά μέ πιστέψεις. Δυνατά είπε. «Αν δέν εμπιστευτείς έμενα, τότε ποιόν άλλον;»
Ό Τζό γρύλλισε. «Είμαι άπ' τό Μισσούρι εγώ. Θά κρίνω μόνος μου».
Ό Γουίλσον κατάλαβε ξαφνικά πώς ό Τζό ετοιμαζόταν νά περάσει τήν Πύλη. «Πού πάς;»
«'Απ' τήν άλλη. θά ψάξω νά βρώ τόν Δίκτορα και θά εξηγηθώ μαζί του».
«Μήν τό κάνεις αυτό», παρακάλεσε ό Γουίλσον. «Ίσως και τώρα ακόμα μπορούμε νά σπάσουμε τήν αλυσίδα. Αλλά στό πεισματάρικο, σκυθρωπό βλέμμα τού άλλου είδε πόσο μάταια ήταν όλα. Ήταν παγιδευμένος στό αναπόφευκτο, έπρεπε νά γίνει. «Ωραία, προχώρα», σήκωσε τους ώμους, «έσύ θά τό πληρώσεις. Εγώ νίπτω τάς χείρας μου».
Ό Τζό κοντοστάθηκε στην Πύλη. «Εγώ θά τό πληρώσω έ; Χμ — πώς γίνεται νά τό πληρώσω εγώ χωρίς νά τό πληρώσεις κι έσύ μαζί;»
Ό Γουίλσον παρακολούθησε αμίλητος τόν Τζό νά περνάει την Πύλη.
28.
Ποιός θά πλήρωνε τά σπασμένα; Αυτό δεν τό είχε σκεφτεί. Τού ήρθε μιά ξαφνική διάθεση νά ορμήσει μέσα άπ' τήν Πύλη, Νά προλάβει τό αλτερ εγκο του και νά τό προφυλάξει. Ό ανόητος, θά μπορούσε νά κάνει καμιά γκάφα. Κι άν τυχόν σκοτωνόταν; Πού θά βρισκόταν τότε ό Μπόμπ Γουίλσον; Κι αυτός τέζα φυσικά.
Ήταν όμως έτσι; Ό θάνατος ενός ανθρώπου, 30 χιλιάδες χρόνια στό μέλλον θά είχε σάν αποτέλεσμα και τόν δικό του θάνατο, τό 1942; Ξαφνικά τού φάνηκε απίθανο και ένιωσε τρομερή ανακούφιση. Ό,τιδήποτε κι άν έκανε ό Τζό στό μέλλον δέν μπορούσε νά τόν βάλει σέ κίνδυνο - θυμόταν ό,τι είχε κάνει — ό,τι θά έκανε ό Τζό. θά έπιανε τόν καυγά μέ τόν Δίκτορα και στην ώρα του θά ξαναγύριζε πίσω μέσα άπό τήν Πύλη· ό «Τζό» ήταν αυτός ό ίδιος. Τού ήταν δύσκολο νά τό θυμάται αυτό.
Ναι, ήταν ό Τζό. Ήταν κι εκείνος ό πρώτος επίσης, θ' ακο-λουθούσαν τόν κύκλο και θά κατέληγαν έδώ μαζί του υποχρεωτικά.
Γιά σταμάτα — άν ήταν έτσι αυτή ή τρελή ιστορία ξεκαθάριζε. Είχε ξεφύγει άπό τόν Δίκτορα, είχε διαχωρίσει τις διάφορες
προσωπικότητες του και βρισκόταν εκεί άπ' όπου ξεκίνησε, χωρίς άλλες απώλειες έκτος άπό μιά μισοφυτρωμένη γενειάδα και ίσως μιά ουλή στά χείλη. Νά λοιπόν πού όλα ήταν εντάξει. Ενα ξύρισμα και πίσω πάλι στή δουλειά.
Καθώς ξυριζόταν παρατηρούσε τό πρόσωπο του κι αναρωτιόταν γιατί δέν τό είχε αναγνωρίσει. Ήταν υποχρεωμένος νά παραδεχτεί ότι ποτέ πριν δέν τό είχε κοιτάξει αντικειμενικά. Τό θεωρούσε δεδομένο.
Στραμπούληξε σχεδόν τό λαιμό του προσπαθώντας νά δει τό προφίλ του μέ τήν άκρη τού ματιού.
Καθώς έβγαινε άπ' τό μπάνιο τό μάτι του έπεσε στην Πύλη. Χωρίς νά υπάρχει φανερός λόγος είχε υποθέσει ότι θά είχε χαθεί. Ομως όχι. Έκανε τό γύρο της και τήν εξέτασε αποφεύγοντας προσεχτικά νά τήν αγγίξει. Δέν θά έφευγε ποτέ άπό κει τό καταραμένο πράγμα; Είχε κάνει τή δουλειά της, γιατί δέν τήν έκλεινε ό Δίκτωρ,·
Σταμάτησε μπροστά της, ένιωσε αυτή τήν παρόρμηση πού κάνει τους ανθρώπους νά πηδούν άπό ψηλά. Τι θά γινόταν άν τήν ξαναπερνούσε; Τι θά εύρισκε; Σκεφτόταν τήν Αρμα. Κι εκείνη ή άλλη — πώς τή λέγανε; Ίσως ό Δίκτωρ δέν τού είχε πει. Ή άλλη υπηρέτρια, εκείνη ή δεύτερη.
Αλλά συγκρατήθηκε κι ανάγκασε τόν εαυτό του νά καθήσει μπροστά στό γραφείο. Άν έμενε έδώ — και θά 'μενε οπωσδήποτε, ήταν αποφασισμένος — θά 'πρεπε νά τελειώσει τήν διατρι βή του. Επρεπε νά φάει. τό πτυχίο ήταν απαραίτητο γιά νά βρει μιά αξιοπρεπή θέση. Λοιπόν πού βρισκόμαστε;
29.
Είκοσι λεφτά αργότερα είχε καταλήξει στό συμπέρασμα πώς ή διατριβή θά 'πρεπε νά γραφεί άπ' τήν αρχή. Ή βασική του υπόθεση, ή εφαρμογή τής εμπειρικής μεθόδου γιά τήν λύση μεταφυσικών προβλημάτων και ή διατύπωση αυτών τών προβλημάτων και τών αυστηρών μαθηματικών εξισώσεων ίσχυε ακόμα, αποφάσισε, άλλα τώρα έπρεπε νά επεξεργαστεί και νά ενσωματώσει στην διατριβή ένα σωρό καινούρια δεδομένα. Ξαναδιαβάζοντας τό χειρόγραφο εντυπωσιάστηκε άπό τό δογματικό του ύφος. Όχι μόνο μια, άλλα πολύ περισσότερες φορές είχε επαναλάβει τό λάθος τού Καρτέσιου: είχε θεωρήσει μιά προφανώς λογική ακολουθία σκέψεων σάν ορθή λογική ακολουθία.
Προσπάθησε νά παρουσιάσει μιά καινούργια σύντομη εκδοχή τής διατριβής άλλα ανακάλυψε πώς υπήρχαν δύο ερωτήματα πού δέν είχαν πάρει ξεκάθαρη μορφή στό μυαλό του — τό πρόβλημα τού εγώ και τό πρόβλημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως. Όταν βρισκότανε τρία αντίγραφα τού εαυτού του συγχρόνως στό ίδιο δωμάτιο, ποιο άπ' όλα ήταν τό εγώ — ό εαυτός του; Και πώς συνέβη νά μήν μπορέσει νά επηρεάσει τήν εξέλιξη τών γεγονότων;
Βρήκε αμέσως μιά προφανή άλλα αυθαίρετη απάντηση στην πρώτη ερώτηση. Τό έγώ ήταν ό ίδιος. Το έγώ είναι εγώ, μιά αυθαίρετη παραδοχή, μιά άμεση εμπειρία. Τότε όμως πού έπρεπε νά τοποθετήσει τους άλλους δύο; Κι αυτοί ήταν έξ ίσου βέβαιοι γιά τήν ταυτότητα τους — τό θυμόταν αυτό. Ανακάλυψε ένα τρόπο νά τό εκφράσει. Τό έγώ είναι τό σημείο αυτογνωσίας, ό τελευταίος όρος μιας σειράς αναπτυσσόμενης κατά μήκος τού άξονος συνεχείας τής μνήμης. Έμοιαζε σάν πολύ γενική πρόταση άλλα δεν ήταν απόλυτα βέβαιος, θά έπρεπε πρώτα νά τό εκφράσει μαθηματικά γιά νά βεβαιωθεί. Οι μή μαθηματικοί ορισμοί έκλειναν πολλές φορές παράξενες παγίδες.
Τό τηλέφωνο κουδούνισε. Τό σήκωσε μηχανικά.
«Ναι;»
«Εσύ είσαι, Μτόμπ;»
«Ναι ποιος είναι;»
«Ή Γενεβιέβη φυσικά, αγάπη μου. Τι έπαθες σήμερα; είναι ή δεύτερη φορά πού δέν αναγνωρίζεις τήν φωνή μου». Τόν πλημμύρισε ένα αίσθημα ενόχλησης και ματαιότητας. Νά κι άλλο ένα πρόβλημα πού δέν είχε καταφέρει νά λύσει — θά τό τακτοποιούσε τώρα. Αγνόησε τό παράπονο.
«Κοίτα δώ, Γενεβιέβη. Σού έχω ξαναπεί νά μήν μού τηλεφωνάς όταν δουλεύω Γεια σου!»
30.
«Μωρέ τρόπος... Δέν μπορείς νά μού μιλάς εμένα έτοι Μπόμπ Γουΐλσον. Κατ' αρχήν δέν δουλεύεις σήμερα. Κατά δεύτερο λόγο πώς σού κατέβηκε ή ιδέα πώς μπορείς μιά στιγμή νά είσαι όλο γλύκα κι ύστερα από δυό ώρες νά μέ άποπαίρνεις έτσι; Δέν είμαι καθόλου
βέβαιη πώς θέλω νά σέ παντρευτώ».
«Νά μέ παντρευτείς; Ποιος σού 'βαλε αύτη τήν ανοησία στό κεφάλι;»
Τό τηλέφωνο τραύλισε στ' αυτί του γιά μερικά δευτερόλεπτα. Όταν τού πέρασε ό θυμός, ξανάρχισε. «Ελα ηρέμησε τώρα. Δέν βρισκόμαστε στον περασμένο αιώνα ξέρεις. Στην εποχή μας τό νά βγαίνει κάποιος μέ μιά κοπέλα δέν σημαίνει καθόλου πώς έχει σκοπό νά τήν παντρευτεί κι όλας».
Έγινε μιά μικρή σιωπή. «Ώστε τέτοιο παιχνίδι παίζεις», ήρθε στό τέλος ή απάντηση, μέ φωνή σκληρή και παγωμένη, φωνή στρίγγλας, σχεδόν αγνώριστη. «Υπάρχει όμως τρόπος νά μεταχειριστεί κανείς άντρες σάν τού λόγου σου. Σ' αυτή τήν πολιτεία οι νόμοι προστατεύουν τις γυναίκες».
«θά 'πρεπε νά ξέρεις», απάντησε άγρια. «Τριγυρίζεις στό Πανε-πιστήμιο καιρό τώρα». Τό κλικ τού τηλεφώνου έφτασε στ' αυτιά του.
Σκούπισε τό μέτωπο του. Τό ήξερε πώς αυτή ή κυράτσα ήταν ικανή νά τού ανοίξει ένα σωρό φασαρίες. Όταν άρχισε νά τριγυρίζει μαζί της, τόν είχαν προειδοποιήσει άλλα ήταν υπερβολικά βέβαιος γιά τόν εαυτό του. θάπρεπε νά ήταν πιό προσεκτικός άλλα δέν περίμενε μιά απροκάλυπτη επίθεση όπως τούτη.
Προσπάθησε νά ξαναρχίσει τή δουλειά άλλα δέν μπορούσε νά συγκεντρωθεί. Δέν θά πρόφταινε νά τελειώσει ώς τις δέκα τό πρωΐ. Κοίταξε τό ρολόι τού γραφείου. Τέσσερις και τέταρτο τό απόγευμα. Ακόμα κι αν ξαναγρυπνούσε όλη νύχτα δέν θά κατάφερνε νά τελειώσει.
Κι είχε τώρα και τή Γενεβιέβη.
Τό τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Τό άφησε νά χτυπά. Σήκωσε τό ακουστικό και τό άφησε στό πλάι. Δέν σκόπευε νά τής ξαναμιλήσει.
Τού ήρθε στό μυαλό ή Αρμα. Αυτή, μάλιστα, τά 'βλεπε σωστά τά πράματα. Πήγε στό παράθυρο και κοίταξε τό σκονισμένο, γεμάτο κίνηση δρόμο. Μισό συνειδητά, μισό υποσυνείδητα τόν σύγκρινε μέ τήν καταπράσινη, ήρεμη ύπαιθρο πού είχε δει από τό μπαλκόνι όπου έφαγε μαζί μέ τόν Δίκτορα. Τώρα είχε μπροστά του ένα κόσμο άσκημο, μ' άσκημους ανθρώπους. Γιατί νά μή μού φερθεί τίμια ό Δίκτορας; σκέφτηκε μέ κάποια πίκρα.
Ξαφνικά μιά ιδέα φώτισε τό μυαλό του. Ή Πύλη δέν είχε κλείσει. Ή Πύλη ήταν ακόμα ανοιχτή! Τι τόν ένοιαζε ό Δίκτορας;
31.
Ό Τζό ήταν κύριος του εαυτού του. θά γύριζε πίσω και θά τά 'παιζε όλα για όλα. Δεν είχε νά χάσει τίποτα και θά μπορούσε νά κερδίσει τά πάντα.
Πλησίασε τήν Πύλη, δίστασε. Ήταν άραγε σωστό; Στό κάτω κάτω τι γνώριζε γιά τό μέλλον;
Ακουσε βήματα ν' ανεβαίνουν στις σκάλες, νά διασχίζουν τό διάδρομο όχι... ναι, σταμάτησαν στην πόρτα του. Δρασκέλισε τήν Πύλη.
Ή Αίθουσα τής Πύλης ήταν άδεια. Φτάνοντας στην πόρτα, πίσω άπ' τό όργανο έλεγχου, πρόλαβε ν' ακούσει μιά φωνή: «Ελα. Πρέπει νά δράσουμε». Δυό μορφές χάνονταν πέρα στό διάδρομο. Τους γνώρισε και τους δυό και σταμάτησε απότομα.
Παρά λίγο, είπε μέσα του· θά περιμένω ώσπου νά φύγουν. Έψαξε γιά μιά γωνιά νά κρυφτεί, άλλα τό μόνο πού υπήρχε ήταν τό όργανο ελέγχου. Αχρηστο. Εκτός...
Χώθηκε στό όργανο μ' ένα αδιαμόρφωτο σχέδιο. Αν κατάφερνε νά χειριστεί τις σφαίρες ή Πύλη θά μπορούσε νά τού λύσει τό πρόβλημα. Πρώτα έπρεπε νά κανονίσει τό περισκόπιο. Έψαξε εκεί πού θυμόταν ότι ό Δίκτωρ είχε βάλει τό χέρι του γιά νά τό ανοίξει και μετά έφερε τό χέρι στην τσέπη γιά νά βρει κανένα σπίρτο.
Τράβηξε έξω ένα χαρτάκι. Ήταν ό κατάλογος πού τού είχε δώσει ό
Δίκτωρ, τ' αντικείμενα πού θά 'πρεπε νά φέρει άπό τόν εικοστό αιώνα. Ώς αυτή τή στιγμή δέν είχε βρει καιρό νά τόν μελετήσει.
Καθώς διάβαζε, τά φρύδια του σηκώθηκαν μ' απορία. Αστείος κατάλογος, σκέφτηκε. Υποσυνείδητα περίμενε ότι θά περιλάμβανε τεχνικά εγχειρίδια, μηχανήματα, όπλα. Τίποτα τέτοιο. Ωστόσο τό σύνολο είχε μιά διεστραμένη λογική. Στό κάτω κάτω ό Δίκτορας ήξερε τους ανθρώπους εδώ καλύτερα άπό κείνον. Μπορεί αυτά νά έφταναν.
Αναθεώρησε τά σχέδια του, πού είχαν σάν προϋπόθεση τή δυνατότητα χειρισμού τής Πύλης. Αποφάσισε νά κάνει ακόμα ένα ταξίδι προς τά πίσω και ν' αγοράσει αυτά πού έγραφε ό κατάλογος — γιά λογαριασμό του κι όχι γιά τόν Δΐκτορα. Ψαχούλεψε στό μισοσκόταδο τού θαλαμίσκου γιά νά βρει τόν διακόπτη τού περισκόπιου. Τό χέρι του συνάντησε ένα μαλακό πράμα. Τό 'πιασε. Ήταν τό καπέλο του.
Τό φόρεσε, λέγοντας ότι τό 'χε βάλει εκεί ό Δίκτορας, και συνέχισε τό ψάξιμο. Τούτη τή φορά βρήκε ένα μικρό σημειωματάριο. Φαινόταν εύρημα — πιθανότητα οι σημειώσεις τού Δΐκτορα γιά τόν χειρισμό τού οργάνου. Τό άνοιξε μέ λαχτάρα.
Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Ωστόσο ήταν γεμάτο μέ χειρόγραφες σημειώσεις.
32.
Κάθε σελίδα είχε τρεις στήλες· ή πρώτη ήταν στ' Αγγλικά, ή δεύτερη είχε διεθνή φωνητικά σύμβολα και ή τρίτη ήταν γραμμένη σέ μιά απολύτως άγνωστη γλώσσα. Δέν χρειαζόταν εξυπνάδα γιά νά καταλάβει κανείς ότι ήταν λεξικό. Τό 'βαλε στην τσέπη του χαμογελαστός· ό Δίκτορας θά χρειάστηκε χρόνια γιά νά βρει τις σχέσεις τών δύο γλωσσών γιά κείνον θά 'ταν παιχνιδάκι.
Μέ τήν τρίτη προσπάθεια τά κατάφερε και τό περισκόπιο φωτίστηκε. Ενιωσε και πάλι τήν περίεργη αμηχανία τής προηγούμενης φοράς γιατί και πάλι κοίταζε τό ίδιο του τό δωμάτιο όπου ξανά υπήρχαν δυό πρόσωπα. Βέβαια δέν σκόπευε νά ξανα-μπλεχτεί στην ίδια σκηνή. Προσεχτικά άγγιξε μιά άπό τις χρωματιστές σφαίρες.
Ή σκηνή μετατοπίστηκε, διαπέρασε τους τοίχους τής πανσιόν και έμεινε μετέωρη στον αέρα, τρία πατώματα ψηλότερα άπό τό δρόμο. Χάρηκε πού έβλεπε τήν Πύλη άπό τό σπίτι άλλα τρία πατώματα ήταν πολύ γιά νά πηδήσει. Δούλεψε μέ τις άλλες δυό σφαίρες και διαπίστωσε ότι ή μιά απομάκρυνε ή πλησίαζε τή σκηνή προς αυτόν ενώ ή άλλη κανόνιζε τό ύψος της.
Ηθελε ένα σχετικά απόμερο μέρος γιά νά τοποθετήσει τήν Πύλη, όπου νά μήν τραβήξει τήν προσοχή τών περίεργων. Ηταν λίγο δύσκολο· ιδεώδης τοποθεσία δέν υπήρχε άλλα τά βόλεψε μ' ένα αδιέξοδο πού σχημάτιζαν τό μηχανουργείο τής Πανεπιστημιούπολης και ό πίσω τοίχος τής Βιβλιοθήκης. Μέ δισταγμούς και λάθη κατάφερε τελικά νά φέρει τό ιπτάμενο μάτι του στή γειτονιά πού ήθελε και τό κατέβασε προσεχτικά ανάμεσα στά δυό κτίρια. Κατόπιν αναπροσανατόλισε τή θέση του έτσι πού νά βλέπει σ' ένα μονοκόματο τοίχο. Εντάξει!
Χωρίς νά πειράξει άλλο τις σφαίρες, βγήκε βιαστικά άπό τόν θαλαμίσκο και χωρίς τσιριμόνιες μεταπήδησε στην πραγματική του χρονική περίοδο.
Χτύπησε τή μύτη του στον τούβλινο τοίχο. «Υπερβολική ακρίβεια», σκέφτηκε καθώς γλυστρούσε στό στενό διάδρομο πού σχημάτιζαν ό τοίχος κι ή Πύλη. Ή Πύλη ήταν μετέωρη στον αέρα, σαράντα πόντους μακρυά άπ' τόν τοίχο και περίπου παράλληλη προς εκείνον. Πάντως χωρούσε — δέν χρειαζόταν νά επιστρέψει και νά ξαναμπλέξει μέ τις σφαίρες. Βγήκε άπό τό στενό και προχώρησε βιαστικά προς τόν καταναλωτικό συνεταιρισμό τών φοιτητών. Μπήκε και πήγε στην ταμία.
«Γεια σου, Μπόμπ».
«Γεια σου, παπί, μού χαλάς ένα τσεκ;»
«Πόσα;»
«Είκοσι δολάρια».
«Εντάξει. Είναι γνήσιο;»
33.
«Όχι πολύ, είναι δικό μου».
«Καλά, θά ατό χαλάσω άττό περιέργεια». Τού 'δωσε ένα δεκα-δόλαρο, ένα των πέντε δολαρίων και πέντε τού ενός.
«Κάντο», είπε ό Γουίλσον. «Τ' αυτόγραφα μου θά γίνουν περι-ζήτητα». Εδωσε τό τσεκ, πήρε τά λεφτά και πήγε στό βιβλιοπωλείο. Τά περισσότερα άπ' τά βιβλία τού καταλόγου βρισκόταν έκεΐ. Σέ δέκα λεφτά είχε αποκτήσει:
Τόν «Ηγεμόνα» τού Μακιαβέλι.
Τό «Πίσω από τίς Κάλπες» τού Τζαίημς Φάρλεϋ.
Τό «Ό Αγών μου» τού Αδόλφου Σικελγκρούμπερ.
Τό «Πώς νά κάνετε φίλους» τού Νταίηλ Κάρνεγκι.
Μετά πήρε τά υπόλοιπα άπό τήν βιβλιοθήκη τού Πανεπιστημίου. Ήταν τό «Εγχειρίδιο τού Κτηματομεσίτη», ή «Ιστορία τών μουσικών Οργάνων» και ή «Εξέλιξη τής Ενδυμασίας». Τό τελευταίο ήταν ένας χοντρός πολύχρωμος τόμος πού χρειάστηκε πολλή ώρα γιά νά πείσει τόν βιβλιοθηκάριο νά τού τό δανείσει.
Τά βιβλία ήταν βαριά· πήγε σ' ένα υποθηκοφυλακείο κι αγόρασε δυό μεταχειρισμένες άλλα γερές βαλίτσες. Στή μιά έβαλε τά βιβλία. Μετά πήγε στό μεγαλύτερο δισκάδικο τής πόλης και ξόδεψε μιά ώρα αγοράζοντας δίσκους, κυρίως σουίνγκ και μπούκι-γούγκι, πού είχαν μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση. Δεν ξέχασε τήν κλασική και ήμικλασική μουσική άλλα πάντα μέ τά ίδια κριτήρια- πάντα αισθησιακή και' δυναμική. Πλούτισε τή δισκοθήκη του μέ κομάτια σάν τή «Μασαλιώτιδα», τό «Μπολερό» τού Ραβέλ, τά μιούζικαλ τού Κόλ Πόρτερ και «Τό απομεσήμερο ενός Φαύνου».
Παρά τήν επιμονή τού πωλητή ν' αγοράσει ηλεκτρόφωνο, εκείνος πήρε τόν καλύτερο φωνόγραφο μ' ελατήριο πού υπήρχε στό κατάστημα. Πλήρωσε μέ τσεκ, έβαλε τους δίσκους στην άλλη βαλίτσα κι έβαλε τόν υπάλληλο νά τού φωνάξει ταξί.
Μέ τό τσεκ δυσκολεύτηκε αρκετά. Δεν άξιζε τίποτα γιατί μέ τό προηγούμενο πού είχε εξαργυρώσει στον Συνεταιρισμό είχε εξαν-τλήσει τό λογαριασμό του. Τους έβαλε νά τηλεφωνήσουν στην Τράπεζα, ακριβώς γιά νά μήν τό κάνουν. Τό κόλπο έπιασε. Είχε καταφέρει, σκέφτηκε, τό ρεκόρ προεξόφλησης επιταγής. Τριάντα χιλιάδες χρόνια!
Μόλις τό ταξί τόν άφησε κοντά στό μέρος όπου είχε αφήσει τήν Πύλη, πήδησε και χώθηκε στό αδιέξοδο.
Ή Πύλη είχε εξαφανιστεί!
Στάθηκε σιγοσφυρίζοντας μερικά λεφτά, προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία νά συγκεντρωθεί. Οί συνέπειες τής εξαργύρωσης ακάλυπτων επιταγών δέ φαίνονταν τώρα τόσο μακρινές.
Κάποιος τόν τράβηξε άπ' τό μανίκι. «Φίλε, τό θέλεις τό σαραβαλάκι μου ή όχι; Ό μετρητής γράφει».
34.
«Ερχομαι». Χώθηκε σό ταξί.
«Πού πάμε;»
Αυτό ήταν πρόβλημα. Κοίταξε τό ρολόι του κι ύστερα σκέφτηκε ότι οι περιπέτειες του είχαν αφαιρέσει κάθε νόημα άπό τις ενδείξεις του. «Τι ώρα είναι;»
«Δύο και τέταρτο». Διόρθωσε τό ρολόι του.
Δυό και τέταρτο. Τη στιγμή αυτό στό δωμάτιο του βασίλευε ασυνήθιστο πανδαιμόνιο. Δεν ήθελε νά πάει εκεί — όχι ακόμα. Όχι πριν οι αδελφοί του σταματήσουν νά παίζουν μέ τήν Πύλη.
Τήν Πύλη!
Θά εξακολουθούσε νά βρίσκεται στό δωμάτιο του ώς τις τέσσερις και τέταρτο — και λίγο περισσότερο. Αν συγχρόνιζε τις κινήσεις του... «Πήγαινε στή γωνιά τής Τέταρτης Οδού και τής Μακκίνλεϋ», είπε, δίνοντας τήν πιό κοντινή στην πανσιόν του διασταύρωση.
Πλήρωσε τόν ταξιτζή κι έβαλε τις βαλίτσες του σέ μιά γωνιά τού γκαράζ πού βρισκόταν εκεί, αφού πήρε τήν άδεια τού ιδιοκτήτη και βεβαιώθηκε πώς δέ θά τις πείραζε κανείς. Επρεπε νά περιμένει δυό ώρες. Δεν ήθελε ν' απομακρυνθεί πολύ άπό τόν σπίτι, άπό φόβο
μήπως κάποιο μπλέξιμο τού μπερδέψει τό χρονοδιάγραμμα.
Τότε θυμήθηκε ότι είχε αφήσει μιά δουλειά μισοτελειωμένη εκεί κοντά — ό χρόνος τού έφτανε. Προχώρησε δυό δρόμους παρακάτω, σφυρίζοντας χαρούμενα και μπήκε σέ μιαν άλλη πανσιόν.
Μόλις χτύπησε, ή πόρτα τού δωματίου 211 άνοιξε ελάχιστα και κατόπιν διάπλατα: «Μπόμπ αγάπη μου! Νόμιζα πώς σήμερα εργαζόσουν».
«Γεια σου, Ζενεβιέβ. Καθόλου — έχω ώρα γιά χάσιμο».
Έριξε μιά ματιά στό δωμάτιο της. «Δέν ξέρω αν πρέπει νά σ' αφήσω νά μπεις... δέ σέ περίμενα. Τά πιάτα είναι άπλυτα και τό κρεβάτι άστρωτο. Μόλις έβαλα τό μαίηκ - απ μου».
«Μή κάνεις τή δύσκολη». Μπήκε μέσα.
Μόλις ξαναβγήκε κοίταξε τό ρολόι του. Τρισήμισι — είχε ώρα. Κατηφόρισε μέ τήν έκφραση τού ποντικού πού έφαγε τή γάτα.
Ευχαρίστησε τόν γκαραζιέρη και τού 'δωσε φιλοδώρημα γιά τόν κόπο του. Έμεινε μέ μιά δεκάρα στην τσέπη. Τήν κοίταξε, χαμογέλασε και τήν έχωσε στό αυτόματο τηλέφωνο τού γκαράζ. Πήρε τόν ίδιο του τόν αριθμό. «Εμπρός!» είπε μιά φωνή στό ακουστικό. «Εμπρός!» απάντησε. «Είσαι ό Μπόμπ Γουίλσον;»
«Ναι. Ποιος είναι εκεί;»
«Δέν έχει σημασία», χασκογέλασε. «Ήθελα μόνο νά βεβαιωθώ πώς είσαι εκεί. Τό περίμενα. Ζεύτηκες στό μαγγανοπήγαδο, νεαρέ, στο μαγγανοπήγαδο». Εκλεισε τό τηλέφωνο χαμογελώντας.
35
Στις τέσσερις και δέκα δέ μπορούσε νά περιμένει άλλο. Παρα-πατώντας έφτασε, μέ τις βαριές βαλίτσες του, στήν πανσιόν. Μπήκε μέσα κι άκουσε ένα τηλέφωνο νά χτυπά στό πάνω πάτωμα. Κοίταξε τό ρολόι του — τέσσερις και τέταρτο. Περίμενε στό χώλ γιά τρία ατέλειωτα λεπτά, κατόπιν ανέβηκε βαριανασαίνοντας τις σκάλες και προχώρησε προς τήν πόρτα του. Τήν ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα.
Η Πύλη εξακολουθούσε νά βρίσκεται στό άδειο δωμάτιο.
Χωρίς νά χασομερήσει, γεμάτος φόβο μήπως τήν ίδια εκείνη στιγμή ή Πύλη εξαφανιζόταν, προχώρησε προς τό μέρος της, έσφιξε τις βαλίτσες του και τήν δρασκέλισε.
Μέ μεγάλη ανακούφιση είδε πώς ή Αίθουσα τής Πύλης ήταν άδεια. Τι τύχη, σκέφτηκε. Δώστε μου πέντε λεφτά, πέντε λεφτά χωρίς νά μ' ενοχλήσει κανείς. Έβαλε τις βαλίτσες κοντά στην Πύλη, έτοιμες γιά βιαστική αναχώρηση. Παρατήρησε ότι άπό τήν κώχη τής μιας έλειπε ένα μικρό κομμάτι. Από μέσα φαινόταν ένα βιβλίο, κομμένο λές μέ τό μαχαίρι τού βιβλιοδέτη. Ήταν ό «Αγών μου».
Δέν τόν ένοιαζε τό βιβλίο άλλα ένιωσε ν' ανακατεύεται τό στομάχι του. Σκέψου νά μήν είχε περάσει ολόκληρη τήν Πύλη τήν πρώτη φορά, μετά τή γροθιά! Νάχε πέσει μισός μέσα — μισός έξω! Άνθρωπος πριονισμένος στά δυό, θά 'γραφαν οι εφημερίδες, και στήν πρώτη σελίδα!
Σκούπισε τό μέτωπο του και πήγε στον θάλαμο ελέγχου. Σύμφωνα μέ τις οδηγίες τού Δίκτορα έφερε και τις τέσσερις απλές σφαίρες στό κέντρο τού τετραέδρου. Εριξε μιά ματιά στην αίθουσα: ή Πύλη είχε εξαφανιστεί ολότελα. «Τέλεια! σκέφτηκε. «Ολα στό μηδέν — Πύλη τέλος». Μετακίνησε λίγο τήν άσπρη σφαίρα. Ή Πύλη έκανε ξανά τήν εμφάνιση της. Άπό τό περισκόπιο μπόρεσε νά δει ότι ή μικροσκοπική σκηνή έδειχνε τό εσωτερικό τής ίδιας τής Αίθουσας τής Πύλης. Ως εδώ καλά άλλα τό εσωτερικό τής Αίθουσας δέν θά μπορούσε νά τού δώσει τις απαραίτητες χρονικές ενδείξεις. Μετακίνησε ελαφρά τόν έλεγχο τού χώρου· ή σκηνή διαπέρασε τους τοίχους τού παλατιού κι εντοπίστηκε στό ύπαιθρο. Επανέφερε τήν άσπρη σφαίρα στό μηδέν και μετά τήν μετατόπισε ανεπαίσθητα. Στην μικροσκοπική σκηνή ό ήλιος έγινε μιά
φωτεινή γραμμή πού διέσχιζε τόν ουρανό· οι μέρες περνούσαν σπινθηρίζοντας σάν φώς άπό πηγή χαμηλής ισχύος. Μεγάλωσε λίγο τήν μετατόπιση· είδε τό έδαφος νά γυμνώνεται, μετά νά σκεπάζεται άπό χιόνι, τέλος νά ξαναγίνεται καταπράσινο.
36
Δουλεύοντας προσεχτικά, σταθεροποιώντας τό δεξί του χέρι με τ' αριστερό, έβαλε τις εποχές νά πορεύονται ή μιά μετά την άλλη. Οταν είχε περάσει κι ό δέκατος χειμώνας άκουσε θολές φωνές κάπου μακριά. Σταμάτησε, αφουγκράστηκε και βιάστηκε νά ξαναφέρει τή σφαίρα τού χώρου στό μηδέν, αφήνοντας τή σφαίρα τού χρόνου εκεί πού βρισκόταν, δέκα χρόνια πίσω. Μετά έτρεξε προς την Πύλη.
Μόλις πρόλαβε νά πιάσει τις βαλίτσες, νά τις σηκώσει, νά τις πετάξει μέσα από τή Πύλη και νά τή δρασκελίσει κί ό ίδιος. Αύτη τή φορά πρόσεξε πολύ νά μήν αγγίσει τήν άκρη τού κύκλου.
Βρέθηκε ξανά, όπως είχε σχεδιάσει, στην Αίθουσα τής Πύλης, άλλα, άν βέβαια είχε υπολογίσει σωστά, δέκα χρόνια πριν από τά γεγονότα στά όποια είχε πρόσφατα συμμετάσχει. Ήθελε νά τόν χωρίσει από τόν Δίκτορα ακόμα μεγαλύτερη απόσταση, άλλα δεν προλάβαινε. Ωστόσο, σκέφτηκε, αφού σύμφωνα μέ τά ίδια τά λόγια του και μέ τήν μαρτυρία τού σημειωματάριου, ό Δίκτορας ήταν κάτοικος τού εικοστού αιώνα, δέκα χρόνια ίσως ήταν αρκετά. Ίσως ό Δίκτωρ νά μήν υπήρχε σ' αυτή τήν εποχή. Αν υπήρχε, ό Τζό μπορούσε πάντα νά ξεφύγει άπό τήν Διαχρονική Βαλβίδα. Αλλά προτού προβεί σέ άλλες ενέργειες ήταν λογικό νά εξετάσει πρώτα τήν τωρινή του κατάσταση.
Ξαφνικά σκέφτηκε ότι ό Δίκτορας μπορεί νά τόν παρακολουθούσε άπό τό περισκόπιο τής Πύλης. Χωρίς νά τού περάσει άπ' τό μυαλό ότι ή βιασύνη δέν τόν προστάτευε — αφού τό περισκόπιο μπορούσε νά χρησιμοποιηθεί γιά οποιοδήποτε κομμάτι τού χρόνου — έσυρε τις δυό βαλίτσες του μέσα στον θαλαμίσκο έλεγχου. Μέσα οτούς προστατευτικούς τοίχους του μπορούσε νά ηρεμήσει. Βρήκε τις σφαίρες τοποθετημένες στό μηδέν· χρησιμοποιώντας τήν ίδια διαδικασία τοποθέτησε τή σκηνή δέκα χρόνια στό μέλλον και μετά άρχισε νά ψάχνει προσεχτικά, μέ τή σφαίρα του τώρα τοποθετημένη στό μηδέν. Τό έργο παρουσίαζε πολλές δυσκολίες- ή χρονική κλίμακα, πού ήταν απαραίτητη γιά νά ολοκληρώσει σέ λίγα λεφτά τήν εξερεύνηση τόσων μηνών, έκανε οποιαδήποτε μορφή εμφανιζόταν στό περισκόπιο νά χάνεται άπ' τά μάτια του μέ φαινομενική ταχύτητα αστραπής. Πολλές φορές τού φάνηκε ότι είχε διακρίνει ανθρώπινες φιγούρες άλλα σχεδόν ποτέ δέν κατόρθωνε νά τις ξαναβρεί όταν σταματούσε τήν μετακίνηση τής σφαίρας τού χρόνου.
Αναρωτήθηκε απελπισμένος γιατί ό εφευρέτης αυτής τής παλιομηχανής δεν τήν είχε εφοδιάσει μέ κλιμακώσεις, μέ κάποιο ευαίσθητο μηχανισμό ελέγχου, κάτι σάν βερνιέρο λ.χ. Μόνο πολύ αργότερα σκέφτηκε ότι ό εφευρέτης τής Πύλης μπορεί νά μή χρειαζόταν τέτοιους χονδροειδείς βοηθούς. Ετοιμαζόταν νά τά παρατήσει όταν, άπό καθαρή τύχη, μιά καινούρια προσπάθεια κατέληξε στον εντοπισμό μιας μορφής στό πεδίο τού περισκόπιου.
37.
Ήταν ό εαυτός του, πού κουβαλούσε δυό βαλίτσες. Τόν είδε νά πλησιάζει προς τό κέντρο τού πεδίου, νά μεγαλώνει, νά χάνεται. Κοίταξε έξω από τό θαλαμίσκο, μισοπεριμένοντας νά δει τόν εαυτό του νά δρασκελά τήν Πύλη.
Αλλά ή Πύλη έμεινε κενή. Γιά μιά στιγμή τά 'χασε, ύστερα θυμήθηκε ότι τήν πρόοδο τού χρόνου τήν έλεγχε ή δική του πλευρά, δέκα χρόνια στό μέλλον. Ωστόσο είχε ό,τι χρειαζόταν. Κάθησε και περίμενε. Σχεδόν αμέσως παρουσιάστηκαν στή σκηνή ό Δίκτωρ και μιά άλλη έκδοση τού εαυτού του. Θυμήθηκε. Ηταν ό Μπόμπ Γουίλσον αριθ. 3 τή στιγμή πού θά μάλωνε με τόν Δίκτορα και θά τό 'σκαγε ξανά στον
εικοστό αιώνα.
Αυτό ήταν — ό Δίκτωρ δέ τόν είχε δει, δεν ήξερε ότι είχε χρησιμοποιήσει τήν Πύλη χωρίς τήν άδεια του κι ότι είχε κρυφτεί δέκα χρόνια πίσω στό «παρελθόν»· συνεπώς δέ θά τόν αναζητούσε εκεί. Έφερε ξανά τις σφαίρες στό μηδέν κι έπαψε ν' ασχολείται μέ τό θέμα.
Έπρεπε νά φροντίσει γι' άλλα — ιδίως γιά τροφή. Έκ τών υστέρων ήταν ολοφάνερο ότι θά 'πρεπε νά πάρει μαζί του τροφή γιά μιά δυό μέρες. Ίσως κι ένα σαρανταπεντάρι. Έπρεπε νά παραδεχτεί ότι δέν είχε και μεγάλη προνοητικότητα. Εδωσε όμως άφεση στον εαυτό του. Τί προνοητικότητα όταν έχεις τέτοιες παρτίδες μέ τόν χρόνο; «Και τώρα, Μπόμπ», μονολόγησε, «γιά νά δούμε άν οι ιθαγενείς είναι τόσο φιλικοί όσο τους διαφήμισαν».
Μιά μικρή αναγνώριση στό τμήμα τού Παλατιού πού ήξερε ήδη δεν ήταν γόνιμη. Τό μέρος ήταν νεκρό, στείρο σάν στατική, δίχως ζωή, βιτρίνα. Φώναξε μιά φορά, έτσι γιά ν' ακούσει τόν ήχο τής φωνής του. Ή ήχώ τού έφερε τρεμούλα. Δέν τό ξανάκανε.
Ή αρχιτεκτονική τού παλατιού τόν υπέρδευε. Δέν ήταν μόνο ξένο γιά τις μέχρι τώρα εμπειρίες του — αυτό τό περίμενε — άλλα, μέ λίγες εξαιρέσεις, δέν προσφερόταν καθόλου γιά ανθρώπινη χρήση. Τεράστιες σάλες, πού θά μπορούσαν νά χωρέσουν δέκα χιλιάδες άτομα ταυτόχρονα — μόνο πού δέν υπήρχε πάτωμα γιά νά πατήσει κανείς. Πράγματι δέν υπήρχαν δάπεδα μέ τήν συνηθισμένη έννοια τής λέξης — μιά επίπεδη ή σχετικά επίπεδη επιφάνεια. Ακολουθώντας ένα διάδρομο βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σ' ένα άπ' αυτά τά παράδοξα κενά κι ώσπου νά αντιληφθεί ότι ό δρόμος του τέλειωνε εκεί παρά λίγο νά γκρεμιστεί. Σύρθηκε προσεχτικά ώς τήν άκρη και κοίταξε κάτω. Το χάσμα συνέχιζε προς τά πάνω με μιά καμπύλη.
38.
Χαμηλότερα ό τοίχος προχωρούσε λοξά προς τά μέσα έτσι πού τό μάτι δεν συναντούσε ούτε μιά κάθετο. Πολύ ττιό κάτω ενωνόταν μέ μιά καμπύλη μέ τόν απέναντι σχηματίζοντας όχι τήν οριζόντια άλλα μιά οξεία γωνία.
Γύρω στους τοίχους υπήρχαν κι άλλα ανοίγματα, τόσο ξένα γιά τήν ανθρώπινη αντίληψη όσο κι αυτό πού είχε συναντήσει. Οι «Μεγάλοι», ψιθύρισε. Τά φτερά του έπεσαν. Γύρισε πίσω ακολουθώντας τις πατημασιές πού είχε αφήσει στην ψιλή σκόνη κι έφτασε στην σχεδόν φιλική οικειότητα τής Αίθουσας τής Πύλης.
Στή δεύτερη απόπειρα δοκίμασε μόνο εκείνους τους διαδρόμους και τά διαμερίσματα πού προφανώς προορίζονταν γι' ανθρώπους. Είχε ήδη αποφασίσει ότι τά μέρη αυτά τού Παλατιού πρέπει νά ήταν τά διαμερίσματα τής υπηρεσίας ή μάλλον τών σκλάβων. Μένοντας εκεί ξαναβρήκε τό κουράγιο του. Αν κι έρημα, σέ σχέση μέ τό υπόλοιπο κτίριο τά δωμάτια πού φαινόταν νά είναι φτιαγμένα γιά τόν άνθρωπο έδειχναν φιλικά και χαρούμενα. Ό αιώνιος, δίχως φανερή πηγή φωτισμός και ή αδιάσπαστη σιωπή τόν ενοχλούσαν ακόμα άλλα όχι στό βαθμό πού τόν είχαν φοβίσει οι τεράστιες αίθουσες τών «Μεγάλων» μέ τήν παράδοξη αρχιτεκτονική.
Σχεδόν είχε απελπιστεί ότι θά κατάφερνε νά βρει μιά έξοδο άπό τό Παλάτι, κι ετοιμαζόταν νά γυρίσει πίσω, όταν ό διάδρομος πού ακολουθούσε έκανε ξαφνικά μιά γωνιά και τόν έβγαλε στή δυνατή λιακάδα.
Στεκόταν στην κορφή μιας πλατιάς, απότομης σκάλας πού απλωνόταν σά βεντάλια ώς τή βάση τού κτιρίου. Μπροστά και κάτω του, σ' απόσταση τουλάχιστον πεντακοσίων μέτρων, ή βάση τής σκάλας συναντούσε τό γρασίδι, τους θάμνους και τά δέντρα. Ήταν τό ίδιο άνετο, απαλό σκηνικό πού είχε δει όταν γευμάτιζε μέ τόν Δίκτορα — λίγες ώρες πριν και δέκα χρόνια στό μέλλον.
Στάθηκε ήσυχος γιά λίγο, απολαμβάνοντας τή λιακάδα και τή γλυκιά ομορφιά τής ζεστής ανοιξιάτικης μέρας, θά τά πάμε μιά χαρά,
σκέφτηκε, τό μέρος είναι θαυμάσιο.
Κατηφόρισε σιγανά ψάχνοντας γιά ανθρώπινα πλάσματα. Ήταν σχεδόν στά μισά όταν είδε μιά μικρόσωμη μορφή νά διασχίζει ένα ξάγναντο στή βάση τής σκάλας. Τό παιδί — ήταν παιδί — κοίταξε, γλάρωσε τά μάτια του κι εξαφανίστηκε πίσω άπ' τά δέντρα.
Ή βιασύνη θά σέ φάει, μουρμούρισε. Μή τους φοβίζεις. Ήρεμα. Αλλά τό επεισόδιο δέ τόν απογοήτεψε. Αν υπήρχαν παιδιά, θά υπήρχαν και γονείς, κοινωνία, ευκαιρίες γιά ένα νεαρό πού είχε μάτια έξυπνα κι ορθάνοιχτα. Συνέχισε νά κατεβαίνει χωρίς νά βιάζεται.
39.
Εκεί πού είχε χαθεί τό παιδί φάνηκε ένας άντρας. Ό Γουίλσον έμεινε ακίνητος. Ό άντρας τόν κοίταξε και προχώρησε δισταχτικά. «Ελα!» τού είπε ό Γουίλσον μέ φιλική φωνή. «Δέ θά σού κάνω κακό».
Ο άντρας βέβαια δέ θά κατάλαβε λέξη, άλλα προχώρησε αργά. Εφτασε στή βάση τής σκάλας, σταμάτησε κοιτάζοντας την και δεν προχώρησε παραπέρα.
Ή συμπεριφορά του είχε κάποιο νόημα γιά τόν Γουίλσον γιατί ταίριαζε μ' όσα είχε δει στό Παλάτι και μέ τά λίγα πού τού είχε πει ό Δίκτωρ. Εκτός, σκέφτηκε, αν όση ανθρωπολογία διάβασα πήγε χαμένη, τό Παλάτι ολόκληρο είναι ταμπού και από συνάφεια είμαι κι εγώ ταμπού. Παίξε τό χαρτί σου, φίλε, παίξε τό χαρτί σου!
Προχώρησε ώς τήν άκρη τής σκάλας προσέχοντας νά μή τήν εγκαταλείψει. Ό άντρας γονάτισε, ένωσε τά χέρια κι έσκυψε τό κεφάλι. Χωρίς νά διστάσει ό Γουίλσον τόν άγγισε στό μέτωπο. Ό άντρας σηκώθηκε, μέ πρόσωπο πού ακτινοβολούσε.
Δεν είναι καν αστείο, σκέφτηκε ό Γουίλσον. Έπρεπε νά τόν πυροβολήσω τήν ώρα πού σηκωνόταν.
Ό Παρασκευάς κούνησε τό κεφάλι κι άρχισε νά μιλά μέ βαθιά, μελωδική φωνή. Οι λέξεις πού πρόφερε ήταν υγρές, παράξενες κι ηχούσαν σαν τραγούδι. «Μέ τέτοια φωνή θά κέρδιζες πολλά», είπε ό Γουίλσον. «Μερικές σταρ έχουν ακόμα λιγότερα προσόντα. "Αλλά κουνήσου, τώρα, φέρε κάτι νά φάμε. Τροφή». Εδειξε τό στόμα του.
Ό άντρας φαινόταν νά διστάζει, ξαναμίλησε. Ό Μπόμπ Γουίλσον έβγαλε άπ' τήν τσέπη του τό κλεμένο σημειωματάριο. Εψαξε γιά τό «τρώω», μετά γιά τήν «τροφή». Ήταν ή ίδια λέξη. «Μπλέλαν», είπε προσεχτικά.
«Μπλελάχαν;»
«Μπλελάχαν», συμφώνησε ό Γουίλσον. «Τή προφορά μου μπορείς νά τήν παραβλέψεις. Αντε, γρήγορα». Προσπάθησε νά βρει τό «βιάσου» στή σημειωματάριο άλλα δέν υπήρχε. Είτε ή γλώσσα δέν είχε τήν έννοια, είτε ό Δίκτωρ δέν νοιάστηκε νά τήν καταγράψει. Όλ' αυτά θά διορθωθούν, σκέφτηκε ό Γουίλσον, άν δέν υπάρχει ή λέξη θά τους τήν μάθω έγώ.
Ό άντρας έφυγε.
Ό Γουίλσον κάθησε άλα - τούρκα και σκότωνε τήν ώρα μελετώντας τό σημειωματάριο. Αποφάσισε ότι ή ταχύτητα τής ανόδου του στον τόπο αυτό εξαρτιόταν μονάχα άπό τό χρόνο πού θά χρειαζόταν γιά ν' αποκαταστήσει επικοινωνία μέ τους ιθαγενείς.
40.
Αλλά πριν προλάβει νά μάθει δυό τρεις αντωνυμίες, ή πρώτη του γνωριμία, επέστρεψε — και μάλιστα μέ συνοδεία.
Επικεφαλής ήταν ένας πολύ γέρος μ' άσπρα μαλλιά και χωρίς γένεια. Κανένας άπ' τους άντρες δεν είχε γένεια. Περπατούσε κάτω άπό έναν ουρανό πού τόν σήκωναν τέσσερις γεροδεμένοι νεαροί. Άπ' όλο τό πλήθος αυτός μονάχα φορούσε λίγα ρούχα, πού μόλις θά τού επέτρεπαν νά θεωρηθεί ευπρεπής σέ μιά πλαζ. Φορούσε ένα χιτώνιο πού φαινόταν σάν κουρελιασμένη ρωμαϊκή χλαμύδα. Προφανώς ήταν ό αρχηγός.
Ό Γουίλσον αναζήτησε βιαστικά τό αντίστοιχο τής λέξης «αρχηγός».
Ήταν ή λέξη Δίκτωρ.
Δέν έπρεπε κι ωστόσο παραξενεύτηκε. Ήταν λογικώς πιθανό ότι ή λέξη Δίκτωρ ήταν τίτλος μάλλον παρά κύριο όνομα. Αλλά δέν τού είχε περάσει άπ' τό μυαλό.
Ή λέξη Δίκτωρ — ό, Δίκτωρ — είχε πλάι μιά σημείωση. «Μιά άπ' τις λίγες λέξεις», διάβασε ό Γουίλσον, «πού φαίνεται νά προέρχεται άπό τις νεκρές γλώσσες. Ή λέξη αυτή, καμιά σαρανταριά άλλες κι ή γραμματική δομή αυτής τής γλώσσας φαίνεται νά είναι ό μόνος κρίκος μεταξύ τής γλώσσας τών Έγκαταλειμένων και τής Αγγλικής».
Ό αρχηγός στάθηκε μπροστά στον Γουίλσον, σ' ελάχιστη απόσταση άπό τήν βάση τής σκάλας. «Όκέυ, Δίκτορα», διέταξε ό Γουίλσον, «γονάτισε. Δέν εξαιρείσαι». Έδειξε τό χώμα. Ό αρχηγός γονάτισε. Ό Γουίλσον τού άγγιξε τό μέτωπο.
Ή τροφή πού έφεραν ήταν άφθονη και γευστικότατη. Ο Γουίλσον έφαγε μ' αργή αξιοπρέπεια, προσέχοντας νάχει σοβαρή έκφραση. Τό πλήθος συνόδευε τό φαγητό του μέ τραγούδια. Ήταν έξοχοι, παραδέχτηκε. Οί αντιλήψεις τους γιά τήν αρμονία ήταν λίγο παράξενες, κι ή όλη εκτέλεση μάλλον πρωτόγονη, άλλα οι φωνές τους ήταν καθαρές και μελωδικές και φαίνονταν νά χαίρονται τό τραγούδι.
Ή συναυλία έδωσε στον Γουίλσον μιά ιδέα. Αφού χόρτασε, έδωσε στον αρχηγό νά καταλάβει, μέ τή βοήθεια τού πολύτιμου σημειωματάριου, ότι έπρεπε νά μείνουν εκεί πού βρίσκονταν. Γύρισε στην Αίθουσα τής Πύλης και ξανάρθε μέ τόν φωνόγραφο καί μέ καμιά δεκαριά δίσκους. Τους πρόσφερε μιά συναυλία μοντέρας μουσικής.
Ή αντίδραση τού ποιμνίου ξεπέρασε τις προσδοκίες του. Τό ΒΕGΙΝ ΤΗΕ ΒΕGUIΝΕ έφερε δάκρυα στά μάτια τού αρχηγού. Τό πρώτο μέρος τού Κοντσέρτου γιά πιάνο τού Τσαϊκόφσκι τους κατακεραύνωσε. Σπάραζαν. Πιάναν τά κεφάλια τους καί βογγούσαν.
41.
Ή επιδοκιμασία τους ήταν βροντερή. Ό ΓουΊλσον απόφυγε νά βάλει τό δεύτερο μέρος και δοκίμασε τή σαγηνευτική μονοτονία του «Μπολερό».
«Δίκτορα», είπε — δεν εννοούσε τό γέρο αρχηγό — «Δίκτορα, παλιόγερε, τους είχες βάλει τά δυό πόδια σ' ένα παπούτσι, κι έμενα μ' έστελνες γιά ψώνια. Ώσπου νά ξαναφανείς — άν τά καταφέρεις — τό μέρος θά μού ανήκει».
Δεν πρόκειται γιά τό χρονικό τής εισαγωγής τού άβανταδορισμού στην Αρκαδία. Ή άνοδος τού ΓουΊλσον ήταν αποτέλεσμα μιας απλής θριαμβευτικής πορείας· δέν είχε κανένα δραματικό στοιχείο. Ανεξάρτητα άπό τό τι είχαν κάνει οι Μεγάλοι στό άνθρώττινο γένος, οι τωρινοί άνθρωποι έμοιαζαν μέ τους παλιούς μονάχα στην εμφάνιση ένώ ή ιδιοσυγκρασία τους είχε μεταβληθεί σέ πολύ μεγάλο βαθμό. Τά υπάκουα, φιλικά παιδιά πού κουμαντάριζε ό Γουiλσον είχαν πολύ μικρή σχέση μέ τά θορυβώδικα, χυδαία, ήδονόφιλα, δυναμικά πλήθη πού ονομάζονταν κάποτε Ό Λαός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ήταν σαν ολλανδέζικες αγελάδες μπροστά σέ ταύρους ή σαν σκυλάκια κόκερ μπροστά σέ λύκους. Τό πνεύμα τής μάχης είχε χαθεί.
Όχι πώς τους έλειπε ή εξυπνάδα, ή οι τέχνες· απλώς είχαν χάσει τή διάθεση τής άμιλλας, τή θέληση γιά δύναμη.
Σ' αυτά, τό μονοπώλιο ήταν τού ΓουΙλσον.
Αλλά κι αυτός ακόμα δέ νοιαζόταν και πολύ γιά ένα παιχνίδι πού έκ τών προτέρων ήταν βέβαιο πώς θά τό κέρδιζε. Αφού καθιερώθηκε σαν αρχηγός μέ τό νά κατοικήσει στό Παλάτι και νά παρουσιάζεται σαν αντιπρόσωπος τών Μεγάλων, ασχολήθηκε γιά ένα διάστημα μέ τήν οργάνωση μερικών προσπαθειών πού θά εκσυγχρόνιζαν τόν πολιτισμό — ανακάλυψη τών μουσικών οργάνων, οργάνωση συστηματικού δικτύου επικοινωνιών, «ανακάλυψη» τής μόδας και καθιέρωση ενός ταμπού πού θά περιόριζε τή διάρκεια της γιά περισσότερο άπό ένα χρόνο. Τό τελευταίο έκρυβε μιά υστεροβουλία. Ό Γουΐλσον υπολόγιζε ότι άν ξυπνούσε τά ενδιαφέροντα τών γυναικών, αυτές θά δραστηριοποιούσαν τους άντρες τους γιά νά ικανοποιήσουν τά γούστα τους. Αυτό πού έλειπε ήταν τά κίνητρα, θά τους τά έδινε εκείνος.
Οι υπήκοοι του συνεργάζονταν άλλα μ' ένα τρόπο μηχανικό, όπως τό σκυλί πού κάνει διάφορα κόλπα μόνο και μόνο γιά νά ικανοποιήσει τήν επιθυμία τού αφέντη του.
Γρήγορα βαρέθηκε.
Αλλά τό μυστήριο τών Μεγάλων, ιδίως τό μυστήριο τής Διαχρονικής Βαλβίδας, εξακολουθούσε νά τόν απασχολεί. Ό χαρακτήρας του ήταν ανάμικτος, μισός αλήτης — μισός φιλόσοφoς. Ό φιλόσοφος προσπαθούσε νά διατυπώσει τά συμπεράσματα του.
42.
Του ήταν απαραίτητο νά κατασκευάσει στό μυαλό του ένα φυσικό - μαθηματικό μοντέλο γιά τά φαινόμενα της Διαχρονικής Βαλβίδας. Έκανε ένα, ίσως όχι καλό άλλα πού ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του. Σκεφτείτε μιά επίπεδη επιφάνεια, μιά κόλα χαρτί ή, ακόμα καλύτερα, ένα μεταξωτό μαντήλι - μεταξωτό επειδή δεν είναι άκαμπτο, διπλώνει εύκολα ενώ διατηρεί όλες τις σχέσεις και τις ιδιότητες πού ισχύουν γιά μιά δισδιάστατη συνέχεια. Ας πούμε ότι οι κλωστές τού ύφαδιού είναι ή διάσταση — ή ή διεύθυνση κι ότι οι κλωστές τού στημονιού είναι και οι τρεις τού χρόνου μαζί διαστάσεις τού χώρου.
Μιά κηλίδα μελάνι στό μαντήλι αναπαριστά τή Διαχρονική Βαλβίδα. Διπλώνοντας τό μαντήλι μπορούμε νά επιθέσουμε την κηλίδα σέ οποιοδήποτε άλλο σημείο τού μαντηλιού. Πιάστε τά δυό σημεία μαζί μέ τό δείχτη και τον αντίχειρα - τά όργανα ελέγχου μπήκαν σέ ενέργεια, ή Διαχρονική Βαλβίδα είναι ανοιχτή, ένας μικροσκοπικός κάτοικος τού μαντηλιού μπορεί νά εισχωρήσει άπό τό ένα σημείο σ' ένα άλλο χωρίς νά περάσει άπό άλλο τμήμα τής επιφάνειας τού υφάσματος.
Τό μοντέλο είναι ατελές· ή εικόνα είναι ατελής — άλλα μιά φυσική εικόνα περιορίζεται αναγκαστικά άπό τις αισθήσεις τού ατόμου πού τήν συλλαμβάνει.
Δεν μπορούσε ν' αποφασίσει αν ή έννοια τής αναδίπλωσης τού τετραδιάστατου συνεχούς — τρεις διαστάσεις χώρου, μία χρόνου — στον εαυτό του ώστε ν' «ανοίξει» ή Πύλη απαιτούσε τήν ύπαρξη ανώτερων διαστάσεων μέσα άπό τις όποιες θά γινόταν τό δίπλωμα. Μπορεί νά ήταν έτσι, μπορεί όμως ή σκέψη του αυτή νά προερχόταν απλώς άπό τις διανοητικές ελλείψεις τού ανθρώπινου μυαλού. Τό δίπλωμα δεν απαιτούσε παρά τόν «κενό χώρο» άλλα ό «κενός χώρος» καθαυτός ήταν μιά έννοια απολύτως δίχως νόημα — τά μαθηματικά του ήταν αρκετά ώστε νά τό ξέρει αυτό.
Αν χρειαζόταν ανώτερες διαστάσεις γιά νά «στηρίξουν» τό τετραδιάστατο συνεχές, τότε ό αριθμός τών διαστάσεων τού χωροχρόνου θά ήταν αναγκαστικά άπειρος· κάθε σειρά διαστάσεων θά προϋποθέτει μιαν άλλη ανώτερη.
Αλλά τό «άπειρος» είναι κι αυτό όρος δίχως νόημα. «Ανοιχτή
σειρά» ήταν καλύτερο άλλα κι αυτό δεν ήταν αρκετό.
Ένα άλλο γεγονός τόν ανάγκασε νά συμπεράνει ότι προφανώς υπήρχε άλλη μιά διάσταση εκτός άπό τις τέσσερις πού μπορούσαν νά συλλάβουν οι αισθήσεις του. Τό γεγονός αυτό ήταν ή ίδια ή Πύλη. Απόχτησε αρκετή δεξιοτεχνία στον χειρισμό της αλλά ποτέ δέν μπόρεσε νά σχηματίσει ούτε τήν παραμικρή ιδέα για τό πώς δούλευε ή τό πώς είχε κατασκευαστεί.
43.
Πίστευε ότι τά όντα πού τήν κατασκεύασαν θά έπρεπε αναγκαστικά νά μή δεσμεύονταν άπό τους δικούς του περιορισμούς. Μόνο έτσι θά μπορούσαν νά ενσωματώσουν τήν Πύλη στό οικοδόμημα τού χώρο - χρόνου.
Υποπτευόταν ότι τά όργανα πού έβλεπε ήταν απλώς τό τμήμα εκείνο τής Πύλης πού είσέδυε στον δικό του, γνωστό χώρο. Και τό ίδιο τό Παλάτι μπορεί νά μήν ήταν παρά τό τρισδιάστατο τμήμα μιας πιό πολύπλοκης κατασκευής. Μιά τέτοια υπόθεση θά βοηθούσε στην εξήγηση τής κατά τά άλλα ανεξήγητης αρχιτεκτονικής του.
Τόν καταδυνάστευε μιά πανίσχυρη επιθυμία νά μάθει περισσότερα για τά παράδοξα εκείνα πλάσματα, τους Μεγάλους, πού ήρθαν και κυβέρνησαν τό ανθρώπινο γένος κι έκτισαν αυτό τό Παλάτι καί τήν Πύλη, που στά έγκαταλειμένα εδάφη τους ρίχτηκε αυτός, διασχίζοντας τριάντα χιλιάδες χρόνια. Γιά τήν ανθρώπινη φυλή δέν ήταν πιά παρά ιερός μύθος, αντιφατική παράδοση. Δέν έμεινε ούτε μιά εικόνα τους, ούτε ίχνος γραφτού τους, κανένα άπό τά έργα τους — έκτος άπό τό Παλάτι τού Νορκάαλ κι άπό τήν Πύλη. Καί μιά αίσθηση έλλειψης δίχως τέλος στην ψυχή τής φυλής πού κυβέρνησαν, μιας έλλειψης πού εκφραζόταν κι άπό τ' όνομα πού είχαν δώσει οί ίδιοι στον εαυτό τους —Οι Εγκαταλειμένοι.
Μέ τις σφαίρες ελέγχου καί τό περισκόπιο έψαχνε μέσα στον χρόνο, γιά νά τους βρει. Ή δουλειά ήταν αργή, τό είχε διαπιστώσει καί παλιότερα. Μιά περαστική σκιά, ή βαρετή ανίχνευση — κι ή αποτυχία.
Επιτέλους, βεβαιώθηκε κάποτε ότι είχε δει μιά σκιά στην μικροσκοπική Αίθουσα πού καθρεφτιζόταν στό περισκόπιο. Το-ποθέτησε τις σφαίρες ελέγχου αρκετά πιό πίσω, εφοδιάστηκε μέ τροφή καί ποτό — καί περίμενε.
Περίμενε τρεις βδομάδες.
Ή σκιά μπορεί νά είχε περάσει κατά τις ώρες πού αναγκαζόταν νά κοιμηθεί. Ήταν όμως βέβαιος ότι βρισκόταν στή σωστή περίοδο - συνέχισε τήν παρακολούθηση.
Τήν είδε.
Πλησίαζε τήν Πύλη.
Όταν, συνήρθε είχε ήδη διασχίσει τόν μισό διάδρομο πού οδηγούσε στην έξοδο τού Παλατιού. Κατάλαβε ότι είχε αναλυθεί σέ κραυγές τρόμου. Ακόμα τόν έδερναν οί σπασμοί.
Λίγο αργότερα βίασε τόν εαυτό του νά γυρίσει οτήν Αίθουσα καί, μέ τά μάτια στραμμένα άλλου, μπήκε στον θάλαμο ελέγχου και ξανατοποθέτησε τις σφαίρες στό μηδέν.
44.
Πισώστρεψε βιαστικά κι εγκατέλειψε τήν Αίθουσα. Εκανε δυό χρόνια νά ξαναπάει εκεί ή ν' αγγίξει τις σφαίρες.
Δεν ήταν ό φόβος τής σωματικής απειλής πού 'χε χτυπήσει τό λογικό του, ούτε ή μορφή τού όντος πού είδε — γιατί δέ θυμόταν καθόλου πώς ήταν. Ήταν ένα συναίσθημα απέραντης θλίψης πού τόν είχε πλημμυρίσει μονομιάς, μιά αίσθηση τραγωδίας, ασήκωτης οδύνης, ατέλειωτης κούρασης. Είχαν ξυπνήσει ταυτόχρονα μέσα του αισθήματα πολλαπλάσιας φόρτισης άπ' αυτήν πού μπορούσε ν' αντέξει. Ήταν σά στρείδι πού τού είπαν νά παίξει βιολί.
Ενιωθε ότι είχε μάθει όσα μπορούσε νά μάθει ό άνθρωπος γιά τους Μεγάλους — κι όσα μπορούσε ν' αντέξει. Δεν ένιωθε πιά καμιά περιέργεια. Ή σκιά αυτής τής ανακλασμένης αίσθησης χαλούσε τόν ύπνο του, τόν έκανε νά ξυπνά ιδρωμένος άπό τους τρομερούς εφιάλτες.
Ενα άλλο πρόβλημα τόν στεναχωρούσε — τό πρόβλημα τού εαυτού του και τών μαιάνδρων πού είχε γράψει στό χρόνο. Τόν στεναχωρούσε τό γεγονός ότι είχε δει τόν εαυτό του νά επιστρέφει, άς πούμε, ότι είχε μιλήσει κι είχε παίξει ξύλο μαζί του.
Ποιος άπ' όλους ήταν ό εαυτός του;
Ήταν όλοι μαζί, τό ήξερε γιατί θυμόταν ότι ό ίδιος είχε βρεθεί στή θέση όλων. Αλλά τις στιγμές πού υπήρχαν ταυτόχρονα παραπάνω άπό ένας;
Από καθαρή ανάγκη αναγκάσθηκε νά επεκτείνει τήν αρχή τής μή ταυτότητας — «Τίποτα δέν είναι ταυτόσημο μέ οτιδήποτε άλλο, ούτε κάν μέ τόν εαυτό του» — γιά νά συμπεριλάβει τό εγώ. Σ' ένα τετραδιάστατο συνεχές τό κάθε γεγονός είναι απολύτως ατομικό, έχει ίδιες χωρικές συντεταγμένες και ίδια καταχώρηση στον χρόνο. Ό Μπόμπ Γουίλσον πού ήταν αυτή τή στιγμή δέν ήταν ό Μπόμπ Γουίλσον πού υπήρχε πριν δέκα λεφτά. Καθένας ήταν μιά ιδιαίτερη στιγμή μιας τετραδιάστατης προόδου. Εμοιαζαν ό ένας τόν άλλο σέ πολλά σημεία, όπως μοιάζει μιά φέτα ψωμί μέ τήν επόμενη. Αλλά δέν ήταν οι ίδιοι Μπόμπ Γουίλσον — διέφεραν κατά ένα χρονικό μήκος.
Όταν είχε διπλασιαστεί, φάνηκε ή διαφορά γιατί τώρα ό διαχωρισμός είχε γίνει μάλλον στό χώρο κι όχι στον χρόνο κι είχε τά απαραίτητα εφόδια γιά νά μπορεί νά δ ε ί ένα τμήμα τού χώρου ένώ απλώς μπορούσε νά θυμηθεί μιά χρονική διαφορά. Επιστρέφοντας στό παρελθόν μπόρεσε νά θυμηθεί πολλούς διαφορετικούς Μπόμπ Γουίλσον, μωρό, παιδί, έφηβο, νέον άντρα. Ήταν όλοι διαφορετικοί — τό ήξερε. Τό μόνο πράγμα πού τους συνέδεε σέ μιά αίσθηση ταυτότητας ήταν ή συνέχεια τής μνήμης.
45.
Κι αυτό ήταν πού ένωνε τους τρεις — όχι, τέσσερις, Μπόμπ Ουίλσον εκείνο τό μπερδεμένο άπόγεμα, μιά μνήμη κοινή γιά όλους. Σάν μόνο αξιόλογο έμενε τό ίδιο τό ταξίδι στον χρόνο.
Και μερικά άλλα — ή φύση τής «ελεύθερης βούλησης», τό πρόβλημα τής εντροπίας, ό νόμος τής διατήρησης τής μάζας και τής ενεργείας. Τά δυό τελευταία, καταλάβαινε τώρα, έπρεπε νά επεκταθούν ή νά γενικευθούν γιά νά συμπεριλάβουν τις περιπτώσεις στις όποιες ή Πύλη, ή κάτι παρόμοιο, επέτρεπε μιά διαφυγή ενέργειας, ή εντροπίας, άπό ένα σημείο τού συνεχούς σ' ένα άλλο γειτονικό. Κατά τά άλλα οι νόμοι έμεναν αμετάβλητοι και διατηρούσαν τήν αξία τους. Ή ελεύθερη βούληση ήταν διαφορετική υπόθεση. Δέ μπορούσε νά τήν άπορίψει γιατί είχε άμεση εμπειρία της — κι ωστόσο ή ίδια του ή ελεύθερη βούληση είχε δημιουργήσει τήν ίδια σκηνή ξανά και ξανά. Προφανώς ή ανθρώπινη βούληση έπρεπε νά θεωρηθεί σάν ένας άπό τους παράγοντες πού οικοδομούν τις διαδικασίες τού συνεχούς — «ελεύθερη» αναφορικά μέ τό έγώ, μηχανιστική θεωρούμενη άπό τά έξω.
Κι ωστόσο ή τελευταία του πράξη, τό νά ξεφύγει άπό τόν Δίκτορα, είχε προφανώς αλλάξει τή ροή τών πραγμάτων. Ήταν έδώ και
κυβερνούσε τή χώρα έδώ και πολλά χρόνια χωρίς ό Δίκτορας νά δώσει σημεία ζωής. Μήπως κάθε πράξη «πραγματικής» ελεύθερης βούλησης δημιουργούσε κι άπό ένα νέο, διαφορετικό μέλλον; Πολλοί φιλόσοφοι είχαν πιστέψει κάτι τέτοιο.
Τούτο τό μέλλον, λοιπόν, φαινόταν νά μήν περιλαμβάνει κανένα πρόσωπο σάν τόν Δίκτορα — τόν Δίκτορα — πουθενά και σέ καμιά στιγμή του.
Καθώς πλησίαζε τό τέλος τών πρώτων του δέκα χρόνων στό μέλλον, γινόταν όλο και πιό νευρικός, όλο και πιό αβέβαιος γιά τήν ορθότητα τής σκέψης του. Διάβολε, σκεφτόταν, άν είναι νά έρθει ό Δίκτωρ, καιρός νά δούμε τή φάτσα του. Βιαζόταν νά τόν αντιμετωπίσει, νά διαπιστώσει ποιος ήταν τό αφεντικό.
Διόρισε μερικούς άπό τους Έγκαταλειμένους σκοπούς σ' ολόκληρη τή χώρα μέ οδηγίες νά συλλάβουν οποιονδήποτε είχε γένεια στό πρόσωπο και νά τόν φέρουν αμέσως οτό Παλάτι. Τήν Αίθουσα τής Πύλης τή φρουρούσε ό ίδιος.
Έψαξε στό μέλλον γιά τόν Δίκτορα, αλλά δέν κατόρθωσε τίποτα τό συγκεκριμένο. Τρεις φορές εντόπισε μιά σκιά· κάθε φορά ήταν ό ίδιος του ό εαυτός. Από βαρεμάρα κι άπό περιέργεια προσπάθησε νά εντοπίσει ξανά τό παλιό του σπίτι, τριάντα χιλιάδες χρόνια στό παρελθόν.
Ή προσπάθεια δέν ήταν εύκολη. Οσο απομακρυνόταν άπό τό κέντρο ή σφαίρα τού χρόνου, τόσο πιό δύσκολος γινόταν ό έλεγχος.
46.
Χρειάστηκε πολλή υπομονή γιά νά μπορέσει νά ακινητοποιήσει τήν εικόνα περίπου σέ μιά εκατονταετία άπό τήν περίοδο πού ήθελε. Κατά τήν διάρκεια αυτής τής προσπάθειας ανακάλυψε κι αυτό πού γύρευε παλιότερα, έναν κλιμακωτό έλεγχο — έναν βερνιέρο. Δούλευε απλά όπως οι κύριες σφαίρες έλεγχου, άλλ' αντί νά τόν απομακρύνεις ή νά τόν πλησιάσεις, έπρεπε νά τόν στρίψεις.
Σταθεροποιήθηκε στον εικοστό αιώνα, πλησίασε στό έτος πού γύρευε μέ βάση τή μορφή των αυτοκινήτων, τό είδος τής αρχιτε-κτονικής κι άλλες τέτοιες ενδείξεις και τελικά σταμάτησε σ' αυτό πού νόμιζε ότι ήταν τό 1942. Ή προσεχτική μετακίνηση τής σφαίρας τού χώρου τόν έφερε στην Πανεπιστημιούπολη άπ' όπου είχε ξεκινήσει — ύστερα άπό πολλές λαθεμένες προσπάθειες· ή εικόνα δεν τού επέτρεπε νά διαβάσει τις πινακίδες τών δρόμων.
Εντόπισε τήν πανσιόν του, έφερε τήν Πύλη ατό ίδιο του τό δωμάτιο. Ήταν άδειο, χωρίς έπιπλα.
Προσπάθησε πάλι, ένα χρόνο νωρίτερα. Επιτυχία — τό δωμάτιο του, τά έπιπλα του, ήταν όμως άδειο. Αρχισε νά παίρνει τις μέρες προς τά πίσω, αναζητώντας σκιές.
Νάτες! Σταθεροποίησε τήν εικόνα. Στό δωμάτιο έβλεπε τρεις φιγούρες άλλα ή εικόνα ήταν μικρή και τό φώς πολύ λίγο γιά νά μπορέσει νά δει άν μιά άπ' τις τρεις ήταν ό εαυτός του. Έσκυψε πάνω στην εικόνα γιά νά μελετήσει τή σκηνή.
Ενας μαλακός γδούπος ακούστηκε έξω άπ' τόν θάλαμο. Ανα-σηκώθηκε κι έβγαλε τό κεφάλι του.
Ξαπλωμένο στό δάπεδο ήταν ένα χαλαρό ανθρώπινο σώμα. Κοντά του ήταν ένα παλιό, τσαλακωμένο καπέλο.
Γι' αμέτρητες στιγμές έμεινε τελείως ακίνητος κοιτάζοντας τά δυό περισσευάμενα σχήματα, τό καπέλο και τόν άνθρωπο, και σερνόμενος στό χείλος τής τρέλας. Δέ χρειαζόταν νά εξετάσει τό αναίσθητο σώμα γιά νά τό αναγνωρίσει. Ήξερε — ήξερε πώς ήταν ό νεότερος εαυτός του ριγμένος εκών - άκων μέσα στην Διαχρονική Βαλβίδα.
Αλλά δέν ήταν αυτό ακριβώς πού τόν συγκλόνισε. Βέβαια δεν περίμενε πώς θά συνέβαινε γιατί είχε συμπεράνει ότι ζούσε σ' ένα διαφορετικό, σ' ένα εναλλακτικό μέλλον άπ' αυτό στό όποιο ζούσε αρχικά, όταν είχε περάσει τήν Πύλη τού Χρόνου. Ωστόσο είχε συναίσθηση τού ότι μπορούσε νά συμβεί, κι αυτό καθαυτό τό γεγονός δεν τόν εξέπληξε.
47.
Αλλά όταν συνέβη, αυτός ήταν ό μόνος παρατηρητής!
Ήταν ό Δίκτορας. Ήταν ό ίδιος ό μόνος Δίκτορας!
Ποτέ δέ θά 'βρισκε τόν Δίκτορα. Ποτέ δέν θά κανόνιζε τους λογαριασμούς του. Δέν υπήρχε ανάγκη νά φοβάται τόν ερχομό του. Ποτέ δέν είχε υπάρξει κι ούτε θά υπήρχε κανένα πρόσωπο πού νά ονομάζεται Δίκτορας, γιατί ό Δίκτορας ποτέ δέν ήταν άλλος άπό τόν ίδιο του τόν εαυτό.
Τώρα πού τό σκεφτόταν, ήταν φανερό ότι έπρεπε νά είναι ό Δίκτωρ· όλες οί ενδείξεις σ' αυτό τό συμπέρασμα οδηγούσαν. Κι ωστόσο δέν ήταν φανερό. Κάθε ομοιότητα του μέ τόν Δίκτορα, θυμήθηκε, προέκυπτε άπό λογικά αίτια — συνήθως άπό τήν επιθυμία του νά πιθηκίσει τά χαρακτηριστικά τού «άλλου» κι έτσι νά σταθεροποιήσει τήν δύναμη και τήν εξουσία του πριν εμφανισθεί ό «άλλος» Δίκτωρ. Γι αυτό ακριβώς είχε εγκατασταθεί στό διαμέρισμα πού χρησιμοποιούσε ό «Δίκτορας» — ώστε νά γίνει πρώτα «δικό του».
Βέβαια οί υπήκοοι του τόν αποκαλούσαν Δίκτορα, άλλ' αυτό δέν είχε σημασία: έτσι ονόμαζαν όποιον είχε ηγετική θέση — ακόμα και τους μικρούς άρχηγίσκους πού ασκούσαν τοπικά καθήκοντα.
Είχε αφήσει γένι όπως κι ό Δίκτορας, έν μέρει γιά νά τόν μιμηθεί άλλα κυρίως γιά νά ξεχωρίζει άπό τους άτριχους αρσενικούς Έγκαταλειμένους. Τού έδινε κύρος, ισχυροποιούσε τό ταμπού του. Χάιδεψε τό γενάτο πηγούνι του. Ωστόσο τού φαινόταν παράξενο νά μή θυμάται ότι ή τωρινή του εμφάνιση ταίριαζε μέ τήν εμφάνιση τού «Δίκτορα». Ο «Δίκτωρ» ήταν πιό ηλικιωμένος. Εκείνος ήταν μόνο τριανταδυό χρόνων, δέκα εδώ και είκοσιδύο έκεί τότε.
Γιά τόν Δίκτορα είχε υπολογίσει πώς ήταν γύρω στά σαρανταπέντε. Ίσως ένας ανεπηρέαστος μάρτυρας θά μπορούσε νά τόν θεωρήσει κι εκείνον τόσο. Τά μαλλιά και τά γένεια του ήταν σπαρμένα μέ γκρίζο — άπό τότε πού δυστυχώς είχε πετύχει ή κατασκοπία του πάνω στους Μεγάλους. Τό πρόσωπο του ήταν ρυτιδωμένο. Τό νά διοικείς μιά χώρα, έστω και τήν Αρκαδία, είναι πάντα δύσκολο και μπορεί νά σού στερήσει τόν ύπνο.
Όχι ότι παραπονιόταν — ή ζωή του ήταν καλή, μεγαλόπρεπη, και ξεπερνούσε οποιαδήποτε δυνατότητα τού 'χε προσφέρει τό παρελθόν.
Τέλος πάντων, περίμενε πώς θά συναντήσει έναν σαρανταπεντάρη, τό πρόσωπο τού οποίου δέν καλοθυμόταν ύστερ' άπό δέκα χρόνια, καί πού δέν είχε ούτε φωτογραφία του. Ποτέ δεν τού πέρασε άπ' τό μυαλό νά συνδέσει εκείνο τό πρόσωπο μέ τό δικό του, τώρα. Ποτέ, φυσικά...
48.
Όμως υπήρχαν κι άλλα μικροπράγματα. Ή Αρμα, λόγου χάρη. Είχε διαλέξει μιά όμορφούλα πριν τρία χρόνια και τήν περιέλαβε στό υπηρετικό του προσωπικό ονομάζοντας την Αρμα, σ' ανάμνηση τού κοριτσιού πού είχε τραβήξει τήν προσοχή του τήν πρώτη φορά. Ήταν λογικά αναγκαίο ότι υπήρχε από πάντα μιά μόνη Αρμα, όχι δυό.
Αλλά, θυμόταν πώς ή «πρώτη» Αρμα ήταν πολύ πιό όμορφη.
Χμ... φαίνεται πώς άλλαξαν οι δικές του αντιλήψεις. Παραδέχτηκε ότι είχε πολύ περισσότερες ευκαιρίες νά βαρεθεί τά γυναικεία κάλλη άπ' όσες ό φίλος του, εκεί πέρα στό δάπεδο. Χαμογέλασε στή θύμηση τού πώς αναγκάστηκε νά περιβάλει τό πρόσωπο του μέ μιά περίεργη σειρά ταμπού γιά νά προστατευτεί από τις νεαρές υπηκόους του — όχι σ' όλες τις περιπτώσεις βέβαια. Μιά λιμνούλα στό κοντινό ποτάμι τήν είχε κρατήσει αποκλειστικά γιά τόν εαυτό του γιά νά κολυμπά χωρίς νά μπλέκεται συνέχεια μέ τις νεράιδες του.
Ό άνθρωπος στό πάτωμα βογγούσε, χωρίς ν' ανοίξει τά μάτια του.
Ό Γουίλσον, ό Δίκτορας, γονάτισε πάνω του άλλα δεν προσπάθησε νά τόν ξαναφέρει στις αισθήσεις του. Πριν τόν ξυπνήσει ήθελε νά βάλει σέ τάξη τις σκέψεις του.
Γιατί είχε μιά δουλειά νά κάνει, προσεχτικά και χωρίς λάθη. Όλοι, σκέφτηκε μέ πικρό χαμόγελο, φροντίζουν γιά τό μέλλον τους.
Εκείνος ετοιμαζόταν νά φροντίσει γιά τό παρελθόν του.
Έπρεπε νά τακτοποιήσει τήν Πύλη όταν θά κατάφερνε νά ξαναστείλει τόν παλιότερο εαυτό του πίσω. Όταν είχε εντοπίσει τή σκηνή, πριν λίγα λεφτά, στό δωμάτιο του, ήταν λίγο πριν πετάξει τόν πρώτο εαυτό του μέσ' άπό τήν Πύλη. Στέλνοντας τον πίσω θά 'πρεπε νά αναπροσαρμόσει λίγο τόν χρόνο, τοποθετώντας τον γύρω στις δύο εκείνο τό συγκεκριμένο απόγευμα. θά 'ταν αρκετά εύκολο· έφτανε νά εντοπίσει τόν παλιό εαυτό του μονάχο και νά εργάζεται στό γραφείο του.
Αλλά ή Πύλη είχε εμφανιστεί στό δωμάτιο αργότερα· εκείνος τό είχε προκαλέσει. Μπερδεύτηκε.
Ένα λεφτό — αν μετακινούσε τή σφαίρα τού χρόνου, ή Πύλη θά εμφανιζόταν στό δωμάτιο του νωρίτερα, θά 'μενε εκεί και απλώς θά «συγχωνευόταν» μέ τήν επανεμφάνιση της περίπου μιά ώρα αργότερα. Σωστά. Γιά εκείνον πού θά βρισκόταν στό δωμάτιο θά φαινόταν σά νά ήταν εκεί ή Πύλη όλο αυτό τό διάστημα, άπό τις δύο και μετά.
49.
Αυτό ακριβώς πού είχε συμβεί. Θά κανόνιζε νά συμβεί έτσι.
Αν και είχε μεγάλη πείρα τών φαινομένων πού συνδέονταν μέ τήν Πύλη, ωστόσο χρειαζόταν μεγάλη και πολύπλοκη προσπάθεια για νά μή σκέφτεται μέ όρους χρονικής διάρκειας, νά βλέπει τό πρόβλημα από τη σκοπιά της αιωνιότητας.
Υπήρχε καί τό καπέλο. Τό σήκωσε και τό δοκίμασε. Τού έπεφτε λίγο μικρό, σίγουρα επειδή τώρα τά μαλλιά του ήταν μακρύτερα. Έπρεπε νά βάλει τό καπέλο εκεί πού έπρεπε νά βρεθεί — ναι, στον θάλαμο έλεγχου. Επίσης καί τό σημειωματάριο.
Τό σημειωματάριο... τό σημειωματάριο... κάτι παράξενο συνέβαινε μ' αυτό. Όταν τό σημειωματάριο πού είχε κλέψει κουρελιάστηκε κι έγινε σχεδόν αδιάβαστο, πριν τέσσερα χρόνια, αντέγραψε προσεκτικά τά περιεχόμενα του σ' ένα καινούριο — μάλλον γιά νά ξαναζωντανέψει τ' Αγγλικά του παρά γιατί τό χρειαζόταν γιά βοηθό. Τό παλιωμένο σημειωματάριο τό πέταξε· ήταν τό καινούργιο πού σκόπευε νά βρει καί νά τό αφήσει γιά νά βρεθεί.
Αλλά τότε... δεν είχαν υπάρξει ποτέ δυό σημειωματάρια. Εκείνο πού
είχε τώρα θά γινόταν, αφού επέστρεφε μέσω τής Πύλης δέκα χρόνια στό παρελθόν, εκείνο από τό οποίο τό είχε αντιγράψει. Ήταν απλώς διαφορετικά τμήματα τής ίδιας διαδικασίας, πού, μέ τή βοήθεια τής Πύλης, είχαν καταφέρει νά συνυπάρξουν γιά ένα διάστημα.
Όπως είχε συμβεί μέ τόν εαυτό του — ένα κάποιο άπόγεμα.
Θά 'θελε νά μην είχε πετάξει τό παλιωμένο σημειωματάριο. Αν τό 'χε τώρα θά μπορούσε νά τά συγκρίνει καί νά πειστεί ότι ήταν τά ίδια, έκτος άπό τή φθορά τής αυξανόμενης εντροπίας.
Αλλά πότε είχε μάθει τή γλώσσα γιά νά μπορεί νά φτιάξει ένα τέτοιο λεξιλόγιο; Ήταν σίγουρο ότι όταν τό αντέγραφε γνώριζε τή γλώσσα — ουσιαστικά ή αντιγραφή δεν ήταν απαραίτητη.
Αλλά τό είχε αντιγράψει.
Τή φυσική διαδικασία τήν είχε όλη ισιώσει στό μυαλό του άλλα ή αντίστοιχη διανοητική διαδικασία ήταν απολύτως κυκλική. Ό παλιότερος εαυτός του είχε διδάξει τόν νεότερο μιά γλώσσα πού ό παλιότερος εαυτός γνώριζε επειδή ό νεότερος, αφού τή διδά-χτηκε, μεγάλωσε κι έγινε ό παλιότερος καί συνεπώς μπορούσε νά τή διδάξει.
Αλλ' άπό πού είχαν αρχίσει όλα;
Τι έρχεται πρώτα, τό αυγό ή ή κότα;
Ταΐζεις τά ποντίκια στις γάτες, γδέρνεις τίς γάτες καί δίνεις τό κρέας τους στά ποντίκια πού μέ τή σειρά τους τρέφονται μέ τίς γάτες. Ή διηνεκής κίνηση στά γουναράδικα.
Αν ό θεός δημιούργησε τόν κόσμο, ποιος δημιούργησε τό θεό;
50.
Ποιος έγραψε τό σημειωματάριο, ποιός άρχισε τήν αλυσίδα;
Αισθάνθηκε τή διανοητική απελπισία πού θά 'νιωθε κάθε τίμιος φιλόσοφος. Ήξερε ότι απέναντι στό πρόβλημα ήταν τόσο αδύναμος όσο κι ό σκύλος πού προσπαθεί νά καταλάβει πώς βρίσκεται ή τροφή του μέσα στην κονσέρβα. Ή εφηρμοσμένη ψυχολογία τού ήταν ευκολότερη — κι αυτό τού θύμισε ότι ορισμένα βιβλία ό παλιότερος εαυτός του θά τά 'βρισκε πολύ χρήσιμα γιά νά μάθει νά χειρίζεται τις πολιτικές υποθέσεις τής χώρας πού επρόκειτο νά διοικήσει. Είπε μέσα του νά θυμηθεί νά κάνει έναν κατάλογο.
Ό άνθρωπος στό πάτωμα κουνήθηκε, άνακάθησε. Ο Γουίλσον ήξερε ότι ερχόταν ή ώρα νά εξασφαλίσει τό παρελθόν του. Δέν ένιωθε καθόλου στεναχώρια· ένιωθε τή σιγουριά τού χαρτοπαίκτη πού έχει «προαίσθημα», πού ξέρε τι θά δείξει τό ζάρι.
Έσκυψε πάνω άπό τό άλλο έγώ του. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε.
«Έτσι μού φαίνεται;» απάντησε βραχνά ό νεαρός. Έβαλε τό χέρι στό ματωμένο κεφάλι του. «Τό κεφάλι μου πονάει».
«Πολύ φυσικό», συμφώνησε ό Γουίλσον. «Πέρασες κουτρουβαλιαστά. Νομίζω πώς χτύπησε τό κεφάλι σου πέφτοντας».
Ό νεότερος εαυτός του στην αρχή δέν καταλάβαινε καλά τις λέξεις. Κοίταξε γύρω του χαμένα, λες γιά νά δει πού βρίσκεται. «Πέρασα άπό μέσα; Μέσα άπό τι;»
«Μέσα άπό τήν Πύλη, φυσικά», τού είπε ό Γουίλσον. Έδειξε μέ τό κεφάλι του τήν Πύλη, πιστεύοντας ότι βλέποντας την ό νεότερος Μπόμπ θά συνερχόταν.
Ό Μπόμπ ό νεότερος κοίταξε πάνω άπ' τόν ώμο του προς τήν κατεύθυνση πού τού έδειξε ό άλλος, τινάχτηκε, ρίγησε κι έκλεισε τά μάτια. Τά ξανάνοιξε, λές αφού πρώτα έκανε τήν προσευχή του, ξανακοίταξε και είπε. «Πέρασα άπό κει μέσα;»
«Ναι».
«Πού είμαι;»
«Στην Αίθουσα τής Πύλης, στό μεγάλο Παλάτι τής Νορκάαλ. Αλλά τό πιό σημαντικό», πρόσθεσε ό Γουίλσον, «είναι τό πότε. Έχεις δρασκελίσει 30.000 χρόνια».
Ή γνώση δε φάνηκε νά τόν καθησυχάζει. Σηκώθηκε μέ δυσκολία και κατευθύνθηκε προς τήν Πύλη. Ό Γουίλσον τόν κράτησε άπό τόν ώμο. «Πού πάς;»
«Πίσω».
«Οχι τόσο γρήγορα». Δέν τολμούσε νά τόν αφήσει προς τό παρόν
νά φύγει, όχι πριν ταχτοποιήσει τήν Πύλη. Άλλωστε ήταν ακόμα πιωμένος — ή ανάσα του βρωμούσε, «θά γυρίσεις οπωσδήποτε πίσω — έχεις τό λόγο μου γι αυτό. Πρέπει όμως πρώτα νά περιποιηθώ τις πληγές σου. Πρέπει νά σού εξηγήσω ορισμένα πράγματα κι ύστερα είναι κάτι που μπορείς νά κάνεις γιά μένα όταν γυρίσεις πίσω — γιά τό καλό και των δυό μας.
Εχουμε σπουδαίο μέλλον εμείς οί δυό, παιδί μου — σπουδαίο μέλλον!»
Σπουδαίο μέλλον!
ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΡΒΥΛΑΣ ΤΟΥ
Το κλασσικό διήγημα του Χάινλάιν για την φύση του χρόνου και τα χρονικά παράδοξα.
«By his bootstraps», 1941, Ρόμπερτ Χάινλάιν.
«Στο κατόπιν», ή «Από τα κορδόνια της αρβύλας του».
Το διήγημα του Ρόμπερτ Άνσον Χάινλάιν «Από Τα Κορδόνια Της Αρβύλας Του» γνωστό και ως «Στο κατόπιν», πρωτοδημοσιεύθηκε από τον Χάινλάιν το 1941, και μεταφράστηκε στην Ελλάδα από την κ. Ανθούλα Ρουμπή το 1976 και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο των εκδόσεων ΕΞΑΝΤΑΣ, στην σειρά ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ 1976.
Robert Anson Heinlein (1907 - 1988) Αμερικανός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Συχνά αποκαλείται ο «πρύτανις των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας».
Ο Ρόμπερτ Άνσον Χάινλάιν γεννήθηκε το 1907 στο Μιζούρι των ΗΠΑ κι εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Σπούδασε στο εκεί πανεπιστήμιο και στη Ναυτική Ακαδημία της Ανάπολης. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ναυτικού για πέντε χρόνια ως το 1934 που αναγκάσθηκε να παραιτηθεί για λόγους υγείας. Μετά σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Μέχρι να βρει τον πραγματικό του δρόμο, τη συγγραφή, έκανε διάφορες άλλες εργασίες. Υπήρξε από τους πρώτους συγγραφείς Ε.Φ. που τα έργα του εμφανίσθηκαν με τη μορφή βιβλίου. Η επιστημονική φαντασία του Ρόμπερτ Χάινλαιν είναι τυπικά αμερικάνικη· δίνει μεγάλη σημασία και προσοχή στη λεπτομέρεια, τον ψυχογραφικό σχεδιασμό των προσώπων, το βάθος του προβλήματος, την πιστότητα του σκηνικού, σχετιζόμενη άμεσα με τα θαύματα της μηχανικής και τεχνολογίας γενικότερα, χωρίς ωστόσο να χάνει την οικειότητά της με τον αναγνώστη. Έχοντας τις γνώσεις του επιστήμονα, τις εμπειρίες του αξιωματικού του ναυτικού, και μια θαυμαστή ικανότητα γραφής, κατόρθωσε να συνδυάσει το ζωντανό άμεσο ύφος του με μια πειθαρχημένη αντίληψη της σύγχρονης τεχνολογίας. Με το αληθοφανές έργο του η Ε.Φ. έκανε ένα μεγάλο άλμα προς την ωριμότητα. Πέθανε το 1988. Υπήρξε τιμώμενη προσωπικότητα σε τρία παγκόσμια συνέδρια Ε.Φ., το 1941, το 1961 και το 1976.
Τρεις γνωστές φράσεις του:
1. Το να είσαι ευφυής δεν είναι κακούργημα. Οι περισσότερες όμως κοινωνίες το έχουν αξιολογήσει τουλάχιστον ως πλημμέλημα.
2. Οι γυναίκες και οι γάτες κάνουν ό,τι θέλουν. Οι άντρες και οι σκύλοι πρέπει να χαλαρώσουν και να συνηθίσουν στην ιδέα.
3. Τα πόδια στο τρίποδο της νοημοσύνης είναι η ιστορία, η γλώσσα και τα μαθηματικά. Εξοπλισμένος με αυτά τα τρία μπορείς να μάθεις οτιδήποτε. Αν δεν γνωρίζετε ένα απ’ αυτά τα τρία είσαστε ένας αγράμματος χωρικός με κοπριά στις μπότες σας.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου